Διονύσης Σιμόπουλος: Δεν είμαι συγγραφέας, είμαι πλανηταριατζής


Περιμένω τον Διονύση Σιμόπουλο στο γραφείο του στο Ευγενίδειο. Ο ίδιος βρίσκεται στο ισόγειο, στο πλανητάριο, δεύτερο σπίτι του εδώ και δεκαετίες. Δεν προλαβαίνω να καθίσω και ο επίτιμος διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανηταρίου καταφτάνει κεφάτος και χαμογελαστός. Λίγες ώρες νωρίτερα ανακοινώθηκε επίσημα το διοικητικό συμβούλιο του Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού. «Είμαι πολύ χαρούμενος. Σήμερα είναι πολύ σημαντική μέρα. Εδώ και 35 χρόνια κάναμε προσπάθειες για τη σύσταση αυτού του οργανισμού και να που ήρθε η ώρα» λέει ενώ κάθεται απέναντί μου χαμογελαστός. Με εντυπωσιάζει εξαρχής με τη χαλαρότητα και την αμεσότητά του. Δεν κάθεται στη θέση του γραφείου του αλλά σε αυτήν που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη δική μου. Του λέω ότι ξενύχτησα στην προσπάθειά μου να του θέσω τα σωστά ερωτήματα και γελάμε παρέα. Μιλάμε για την εντύπωση που επικρατεί σχετικά με το πόσο απρόσιτοι φαντάζουν οι επιστήμονες. «Αυτή η εντύπωση κάνει αρκετούς από εμάς να μην ευχαριστιόμαστε τη ζωή» λέει.
Ξεκινάμε να μιλάμε για το νέο βιβλίο του με τίτλο «Είμαστε αστρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος». Σχολιάζω τον τίτλο. «Δεν είναι ποιητικός, είναι ρεαλιστικός. Είμαστε πραγματικά αστρόσκονη» λέει ο κ. Σιμόπουλος. Στο βιβλίο δεν υπάρχει ούτε μία έννοια που να μην επεξηγείται με τρόπο κατανοητό σε όλους. Είχε ήδη γράψει εκατοντάδες άρθρα και 27 βιβλία προτού του προτείνει ο Γιάννης Μπασκόζος να γράψει ένα βιβλίο για τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. «Εγώ δεν είμαι συγγραφέας, είμαι πλανηταριατζής. Δουλειά μου είναι η διάχυση της επιστήμης» λέει, δίνοντας την ευκαιρία για μια κουβέντα πάνω στην πορεία του. Αποφασίζω να τον ρωτήσω για όσα δεν περιγράφει στο βιβλίο του.

Από την Πάτρα στη Λουιζιάνα
Πρωτοετής στο Louisiana State University (1963) 

«Με την αστροφυσική ασχολήθηκα εντελώς τυχαία. Για να κερδίσω τα προς το ζην» εξηγεί. Πρώτα επιχείρησε να περάσει στη Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας, όπου η φοίτηση ήταν δωρεάν. «Εκείνη τη χρονιά έδιναν εξετάσεις περίπου 700 παιδιά και η σχολή έπαιρνε μόνο 14. Οι δέκα από αυτούς είχαν βαρβάτο “δόντι”, οι υπόλοιποι ήταν αετοί. Εγώ δεν ήμουν». Εδωσε εξετάσεις, κόπηκε στην τριγωνομετρία και στη συνέχεια δοκίμασε την τύχη του στο Φυσικό. Τα κατάφερε. Ωστόσο δεν υπήρχαν χρήματα. «Ζούσαμε στην Πάτρα. Ο πατέρας μου ήταν συνταξιούχος και έπαιρνε 1.980 δραχμές, πληρώναμε 500 νοίκι, του έμεναν τα υπόλοιπα για να ζήσουμε. Οπότε καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο ήταν να σπουδάσω στην Αθήνα. Την εποχή εκείνη, το 1961 δηλαδή, εκτός των άλλων έπρεπε να πληρώνουμε για δίδακτρα και για βιβλία».
Το καλοκαίρι του 1962 πείστηκε να πάει στις ΗΠΑ, όπου ήδη είχαν πιάσει την καλή δύο δίδυμα γειτονόπουλά του. «Φτωχαδάκια κι αυτοί. Ητανε λιγάκι μπεμπέδες. Οχι μπεμπέδες ακριβώς, αλλά αυτό που λέμε “καλά παιδιά”. Εγώ πάλι ήμουν πρόσκοπος, ανακατωσούρας. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αφού τα κατάφεραν εκείνοι, θα τα κατάφερνα κι εγώ». Πρώτη επιλογή του ήταν το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, όπου παλιότερα είχε διδάξει ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως ήταν πολύ ακριβό. Έτσι θεώρησε ότι καλύτερη λύση θα ήταν ένα από τα πανεπιστήμια του αμερικανικού νότου. Η καρδιά του άλλωστε χτυπούσε ήδη εκεί από την εποχή που περνούσε καλοκαίρια ολόκληρα διαβάζοντας το «Όσα παίρνει ο άνεμος». «Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η Σκάρλετ Ο’Χάρα και φυσικά ο Ρετ Μπάτλερ. Ως έφηβος ταυτίζεσαι με τους ήρωες – ήμουν ο Ρετ Μπάτλερ. Και θεωρούσα ότι στον νότο θα έβρισκα τη δική μου Σκάρλετ». Η Λουιζιάνα φάνταζε ιδανικός προορισμός. Εκεί μπορούσε κανείς να δουλεύει και να σπουδάζει ταυτόχρονα. «Και δούλεψα παντού, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από την πρώτη μέρα που πήγα. Πείνασα κιόλας, πολλές φορές. Δεν είχε σημασία όμως, ήμουν μόλις 19 ετών και ο κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου».
Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη με το υπερωκεάνιο «Saturnia» από την Πάτρα πήρε το λεωφορείο για το Μπατόν Ρουζ της Λουιζιάνα. Το ταξίδι κράτησε 46 ώρες. Περνώντας την Τζόρτζια, απ’ όπου ξεκινά ο «βαθύς νότος», είδε για πρώτη φορά ψύκτες νερού και τουαλέτες διαχωρισμένα για λευκούς και για μαύρους. «Μου φάνηκε τρομακτικό. Πολλά χρόνια αργότερα μια από τις πιο αγαπητές Αμερικανίδες φίλες μου μου είπε ότι όταν ήταν παιδί και έβλεπε στους ψύκτες την ένδειξη “colored” (έγχρωμοι), πατούσε το κουμπί για να δει να αναβλύζει το χρωματιστό νερό. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι αυτή η ένδειξη αναφερόταν στο χρώμα του δέρματος». Μαύρος φοιτητής έγινε για πρώτη φορά δεκτός σε πανεπιστήμιο του Μπατόν Ρουζ μόλις το 1968. Μιλάμε για μια περιοχή όπου οι φυλετικές διακρίσεις όριζαν τον τρόπο ζωής. «Είχα έναν συμφοιτητή, τον Ντέιβιντ Ντιουκ, ο οποίος στη συνέχεια έγινε αρχηγός της Κου Κλουξ Κλαν».
Το πρώτο του πτυχίο ήταν στην πολιτική επικοινωνία. «Ήθελα να σώσω την Ελλάδα». Συνέχισε τις σπουδές του στη φυσική και την αστρονομία. Όσο σπούδαζε, ένας από τους καθηγητές του έγινε υπεύθυνος ενός μικρού πλανηταρίου που ανήκε στο πανεπιστήμιο και τον προσέλαβε. Δούλεψε ως καθαριστής, ηλεκτρολόγος και μηχανικός του πλανηταρίου, αναλάμβανε δηλαδή ό,τι χρειαζόταν για να είναι ο χώρος έτοιμος για τις διαλέξεις. Όταν ο καθηγητής του έγινε σύμβουλος στο μεγάλο πλανητάριο που δημιουργήθηκε στο Μπατόν Ρουζ (ένα από τα δέκα μεγαλύτερα των ΗΠΑ, παρά τον μικρό αριθμό κατοίκων της πόλης), ο κ. Σιμόπουλος μόλις είχε πάρει το πτυχίο του. Του προτάθηκε τότε να αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις. «Κέρδιζα πάνω από 800 δολάρια τον μήνα, ήμουν πλούσιος. Για να πείσω τη μάνα μου να μην ανησυχεί, της έστειλα μια φωτοτυπία, αυτές τις παλιές με την αμμωνία, από την πρώτη μου επιταγή. Τη φωτοτυπία αυτή την έχω ακόμη».
Στο ακρωτήριο Κένεντι την ημέρα εκτόξευσης του «Apollo 11» (1969) 


Επιστροφή στην Ελλάδα
Έτσι ξεκίνησε η πορεία του που τον οδήγησε στη θέση του Διευθυντή Πλανηταρίου του Μπατόν Ρουζ και τον έφερε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πίσω στην Ελλάδα όπου ανέλαβε τη θέση του διευθυντή του Ευγενίδειου Πλανηταρίου. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν τόσο πρωτοποριακές που μέσα σε λίγο καιρό κατάφερε να τριπλασιάσει τους επισκέπτες του ελληνικού πλανηταρίου. Όσο ακόμη βρισκόταν στο Μπατόν Ρουζ είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά αστροναύτες. «Την προσσελήνωση την είδα στην Αμερική. Μάλιστα ήμουν εκπρόσωπος μιας εφημερίδας και έγραφα άρθρα για το “Apollo 11”. Πολύ αργότερα, κατά τη δεκαετία του ’90, είχα πάρει μέρος σε κρουαζιέρες δύο τριών εβδομάδων στις οποίες συμμετείχαν αστροναύτες και καθηγητές που θα μείνουν στην ιστορία. Όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν έχεις την αίσθηση ότι συνομιλείς με ιστορικά πρόσωπα. Παίζει ρόλο το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν επιδείκνυαν τη σπουδαιότητά τους. Ήταν απλοί και ταπεινοί. Με τη στάση ζωής τους έδιναν το παράδειγμα».
Σε μια συνομιλία που είχαν μετά την προσσελήνωση, ο Βέρνερ φον Μπράουν του είχε πει ότι το πρώτο επανδρωμένο ταξίδι στον Άρη θα ήταν εφικτό στη δεκαετία του 1990. «Μου φαινόταν τόσο μακρινό αυτό τότε. Πλέον είμαστε στο 2018 και ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να πάμε και, παρότι σύμφωνα με τη NASA και τον Ίλον Μασκ θα τα καταφέρουμε το 2035, θεωρώ ότι δεν πρόκειται να φτάσουμε εκεί πριν από το 2080». Εξηγεί ότι υπάρχουν πολλά τεχνολογικά προβλήματα. Για παράδειγμα, ένα ταξίδι από τη Γη στη Σελήνη διαρκεί τρεις μέρες ενώ μέχρι τον Άρη χρειάζονται έξι με οκτώ μήνες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τα φορτισμένα σωματίδια που εκπέμπονται από τον Ήλιο μπορούν να διαπεράσουν σαν σφαίρες το σώμα των ταξιδιωτών, άρα το πιο πιθανό είναι ότι θα πεθάνουν πολύ προτού φτάσουν στον προορισμό τους. Με απίστευτη άνεση περνάει από τα «γήινα» στα «συμπαντικά» τη στιγμή που η κουβέντα γυρίζει στον Στίβεν Χόκινγκ. «Είχε χιούμορ, του άρεσε η ζωή. Μια από τις αγαπημένες του γεύσεις ήταν το τζατζίκι, θα το φανταζόσουν ποτέ;». Τον ρωτάω ποια είναι η παρακαταθήκη του Βρετανού επιστήμονα. «Η παρακαταθήκη κάθε επιστήμονα είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Μερικοί επιστήμονες μπορούν και κάνουν την υπέρβαση, ο Χόκινγκ ήταν ένας από αυτούς. Παρότι είχε πολύ δύσκολη ζωή, προέτρεπε τους ανθρώπους μέσα από το παράδειγμά του να μην κοιτάζουν κάτω αλλά να υψώνουν το βλέμμα τους στ’ αστέρια».
Με τους αστροναύτες Σκοτ Κάρπεντερ και Ρον Παρίζ στη Μύκονο (1997) 


Ο ίδιος θα ήθελε να ταξιδέψει στο σύμπαν; «Όχι. Η Γη έχει τόσο όμορφα μέρη που δεν θα καταφέρουμε ποτέ να επισκεφτούμε, για ποιον λόγο να ταξιδεύω σε πεθαμένους κόσμους;». Τον ρωτάω αν μπορεί ένας αστροφυσικός να πιστεύει στον Θεό. «Ποιος είμαι εγώ για να μιλήσω εκ μέρους όλων των αστροφυσικών του κόσμου; Μιλάμε για χιλιάδες συναδέλφους. Οι δοξασίες του καθενός δεν χρειάζονται απόδειξη. Είμαστε 7,5 δισ. άνθρωποι σε αυτό τον πλανήτη, άρα αντιστοίχως υπάρχουν και 7,5 δισ. δοξασίες. Αν ωστόσο αρχίσουμε να μιλάμε για επιστημονικά θέματα, θα έλεγα ότι καθένας μπορεί να υποστηρίξει ό,τι επιθυμεί, αρκεί να μπορεί να το αποδείξει».

Έπειτα από σχεδόν δύο ώρες, που δεν ξέρω πώς πέρασαν (θεωρώ ότι μάλλον πέσαμε σε σκουληκότρυπα – μόνο που δεν μπορώ να το αποδείξω), η κουβέντα μας ολοκληρώνεται γιατί ο κ. Σιμόπουλος πρέπει να παρευρεθεί στην προβολή της νέας ταινίας του πλανηταρίου με θέμα τη σκοτεινή ύλη. «Όλη μου η επιστημονική ζωή αναλώθηκε στη διάχυση της επιστήμης» λέει. «Σήμερα το πλανητάριο έχει 250 με 300 χιλιάδες επισκέψεις τον χρόνο. Εάν η παρουσία μου εδώ επηρέασε έναν στους χίλιους, τότε στα 50 χρόνια που κάνω αυτήν τη δουλειά μπορεί να έχω επηρεάσει μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Εμένα μου φτάνει αυτό». Του ζητάω να περιγράψει τη ζωή του με ένα τραγούδι. Επιλέγει δύο. Το «My way» και το «Non, je ne regrette rien». Γιατί όλα τα έκανε με τον δικό του τρόπο και δεν μετανιώνει για τίποτε.
Εγκαίνια έκθεσης το 2016 (Δημήτρης Νανόπουλος, Σταύρος Σάββας, Λεωνίδας Ευγενίδης, Σίμος Σιμόπουλος)
Πηγή:http://www.documentonews.gr/ της Ε. Ντούρου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις