Κ. Γαβρόγλου : Η κρίση της επιστημονικής «αυθεντίας» είναι κοινωνική
Όποιος πιστεύει ότι οι επιστήμονες ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων που επηρεάζονται μεν απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω τους αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στο είδος της επιστήμης που παράγουν, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι αυτή η πεποίθηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα πορίσματα των μελετών όλων σχεδόν των ιστορικών .
Από την Εφημερίδα των Συντακτών του Σ. Μανουσέλη
• Οι σύγχρονες κοινωνίες επιφυλάσσουν στη θεμελιώδη επιστημονική έρευνα και στις εφαρμογές της έναν πρωτεύοντα αλλά και άχαρο κοινωνικό ρόλο: οφείλει να αναζητά την αλήθεια για χάρη του κέρδους. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η οικονομικά επωφελής και ετεροκατευθυνόμενη παραγωγή της επιστημονικής γνώσης με τη ρομαντική ή με τη θετικιστική ψευδαίσθηση περί «αντικειμενικότητας» και «ουδετερότητας» της επιστήμης;
Οι επιστημονικές δραστηριότητες δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητες από τις οικονομικές διεργασίες μιας κοινωνίας. Τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας ήταν πάντοτε σε πολύ στενή επαφή με κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες.
Ακόμη και για την περίπτωση του Αϊνστάιν, ο οποίος προβάλλεται ως η παραδειγματική περίπτωση επιστήμονα το έργο του οποίου προέκυψε αποκλειστικά από προβληματισμούς που είχαν να κάνουν με εσωτερικά θέματα της φυσικής, υπάρχουν σήμερα διαφορετικοί προβληματισμοί. Φαίνεται ότι η εργασιακή εμπειρία του στο τμήμα ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη υπήρξε καθοριστική για τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας, μια και η εργασία του εκεί ήταν να εξετάζει αιτήσεις για παροχή πατέντας σε μηχανισμούς που θα εξασφάλιζαν ότι ρολόγια απομακρυσμένα μεταξύ τους, όπως αυτά σε διαφορετικούς σταθμούς τρένων, θα έδειχναν την ίδια ακριβώς ώρα!
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτή καθαυτή η επιστήμη είναι ουδέτερη και πως στα χέρια διαφορετικών κοινωνικών ομάδων έχει διαφορετικού τύπου εφαρμογές. Προφανώς υπάρχουν καλές ή κακές εφαρμογές των επιστημών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επιστήμες είναι ουδέτερες. Οι επιστήμονες δεν λειτουργούν σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό κενό.
Τα ερωτήματα που θέτουν και στα οποία προσπαθούν να απαντήσουν, τα ερευνητικά προγράμματα που διαμορφώνουν, οι πηγές χρηματοδότησης που υπάρχουν αλλά και το είδος των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των αιτήσεών τους για χρηματοδότηση, διαμορφώνονται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης πάντοτε κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Η εξέλιξη των επιστημών επιτυγχάνεται μέσα από εξαιρετικά σύνθετες πρακτικές –όχι μόνο εργαστηριακές, θεωρητικές και υπολογιστικές αλλά και κοινωνικοπολιτικές. Αυτές οι πρακτικές προσδίδουν στην παραγόμενη γνώση έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, ενώ σε διαφορετικές κοινωνικές αλλά και επιστημολογικές συγκυρίες αυτή η γνώση θα ήταν διαφορετική.
Ετσι, σε μια επιστημονική θεωρία, σε μια νέα επιστημονική περιοχή, σε ένα τεχνούργημα εγγράφονται πολλά αξιακά αλλά και ιδεολογικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν διαφορετικές χρήσεις και εφαρμογές. Κατά συνέπεια, οι συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η επιστήμη διαμορφώνουν, ώς έναν βαθμό, τις μετέπειτα χρήσεις των επιστημών και την κοινωνική λειτουργία τους.
Επομένως, κάθε νέα γνώση εκφράζει και μια ιστορική ιδιαιτερότητα, και ακριβώς γι’ αυτό σε κάθε νέα γνώση ενυπάρχει εν δυνάμει ο χαρακτήρας (και, βέβαια, όχι το συγκεκριμένο είδος) των μελλοντικών της χρήσεων. Συνεπώς, η υιοθέτηση της άποψης περί «καλής» ή, εναλλακτικά, «κακής» χρήσης τής κατά τα άλλα «ουδέτερης» επιστήμης στερείται κοινωνιολογικής αλλά και επιστημολογικής σοβαρότητας.
Έχει σημασία να συζητήσουμε τα κριτήρια ως προς τα οποία είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί το αν υπάρχει ή όχι κρίση στις επιστήμες. Στην οικονομία, λόγου χάρη, υπάρχουν συγκεκριμένοι δείκτες βάσει των οποίων αποτιμάται αν υπάρχει ή όχι κρίση. Ανεξάρτητα με το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτούς τους δείκτες, υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση, σίγουρα ανάμεσα στους τεχνοκράτες, ότι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά αυτών των δεικτών περιγράφει μια οικονομία σε κρίση. Τέτοιοι δείκτες δεν υπάρχουν για τις επιστήμες.
Υπάρχουν, όμως, διαφορετικού τύπου ενδείξεις. Για παράδειγμα, υπάρχουν συνεχώς νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα των ερευνών. Εταιρείες που χρηματοδοτούν με μεγάλα ποσά έρευνες ασκούν τεράστια πίεση για άμεσα αποτελέσματα και αυτό οδηγεί συνήθως σε βιαστικό και μη επαρκή έλεγχο των πειραμάτων. Η κρατική χρηματοδότηση στα πανεπιστήμια και τους ερευνητικούς φορείς ολοένα και μειώνεται.
Επίσης γιγαντώνονται οι ερευνητικές ομάδες γύρω από συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα, με αποτέλεσμα η κατανομή εργασίας ανάμεσα στα μέλη των ομάδων αυτών να υπονομεύει τη δυνατότητα πολλών μελών τους να αποκτήσουν μια συνολική επιστημονική παιδεία.
Ολο και λιγότερες θέσεις σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα επιβιώνουν με κρατική χρηματοδότηση. Ολοένα και περισσότεροι εκφράζουν την απογοήτευσή τους από τον διαρκώς ογκούμενο πληροφοριακό «θόρυβο» που περιέχουν τα επιστημονικά άρθρα σε εξειδικευμένα περιοδικά. Και, βέβαια, ολοένα και περισσότεροι διαισθάνονται ότι οι εφαρμογές των επιστημών δεν φαίνεται να ευεργετούν την πλειονότητα των πολιτών, με αποκορύφωμα την ανεξέλεγκτη ρύπανση του περιβάλλοντος. Αυτά βέβαια δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα, αλλά είναι η τάση διεθνώς.
• Θα θέλατε να μας δώσετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα «επιστημονικής κρίσης», στην οποία αναφερθήκατε;
Η Amgen είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες, στον κόσμο, παρασκευής φαρμάκων για τον καρκίνο και από τους σημαντικότερους φορείς χρηματοδότησης των σχετικών ερευνών. Ενας από τους επικεφαλής της εποπτικής επιτροπής της εταιρείας που αποχώρησε από αυτήν, ο Γκλεν Βένγκλεϊ, αποφάσισε να ελέγξει πόσα από τα αποτελέσματα ερευνών που χρηματοδότησε η Amgen και είχαν δημοσιευθεί στα καλύτερα επιστημονικά περιοδικά θα μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Έκανε μία επιλογή των καλύτερων άρθρων που είχαν δημοσιευτεί τα δέκα τελευταία χρόνια και αφορούσαν έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί από τα πλέον αξιόπιστα εργαστήρια. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι από ένα σύνολο 53 πειραμάτων, τα αποτελέσματα των 47 από αυτά δεν ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν!
Μάλιστα τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά. Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι μετά από έρευνές της κατέληξε ότι ο αριθμός των εργασιών που, με πρωτοβουλία είτε των περιοδικών είτε των συγγραφέων, ανακλήθηκαν ή αποσύρθηκαν μολονότι είχαν δημοσιευτεί τα τελευταία δέκα χρόνια, αυξήθηκε κατά χίλια τοις εκατό σε σύγκριση με τον αριθμό των εργασιών της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ ο αριθμός των δημοσιευμένων εργασιών αυξήθηκε μονάχα κατά 44%. Ολα τα παραπάνω μάλλον συνιστούν ενδείξεις μιας εξαιρετικά σοβαρής κρίσης.
Ανάλογα παραδείγματα από άλλες ειδικότητες υπάρχουν πολλά. Προσοχή, όμως: το θέμα δεν είναι αν υπάρχει απάτη σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό, μια και η απάτη στην επιστήμη αργά ή γρήγορα ξεσκεπάζεται. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει τόσο μεγάλη πίεση προκειμένου να εξασφαλιστούν πόροι, και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να υπάρχουν δημοσιεύσεις σε καλά περιοδικά, ώστε να διαπιστώνονται κατ’ επανάληψη προχειρότητες, να μην πραγματοποιούνται οι χρονοβόρες διαδικασίες ελέγχου και επαναλήψεων που επιτρέπουν στους ερευνητές να σιγουρευτούν για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων τους.
• Ωστόσο, κάποιος μπορεί να αντιτείνει ότι όλα αυτά δεν αποτελούν έκφραση μιας κρίσης στις καθαυτό επιστήμες αλλά μόνο στους επιστημονικούς θεσμούς: τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, τους χρηματοδοτικούς φορείς, τα επιστημονικά περιοδικά. Κάτι που και εσείς μόλις υπονοήσατε: δεν είναι τόσο η ίδια η επιστήμη που βρίσκεται σε κρίση, αλλά μάλλον η κρίση που, επηρεάζοντας τους θεσμούς, έχει επιπτώσεις και στην επιστήμη.
Είναι σωστή η παρατήρησή σας. Μπορούμε όμως να συζητάμε για την επιστήμη στις μέρες μας έξω από τους φορείς που τη θεραπεύουν, την παράγουν, τη διδάσκουν, την κοινοποιούν και, τελικά, την καθιερώνουν και τη νομιμοποιούν;
Δεν υπάρχει επιστήμη έξω από τους επιστήμονες που εργάζονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων θεσμών, που την παράγουν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνίες στις οποίες υπάρχουν ηγεμονικές ιδεολογίες, οικονομικές προτεραιότητες, εξαιρετικά οξυμένοι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες επιστημόνων.
Όποιος πιστεύει ότι οι επιστήμονες ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων που επηρεάζονται μεν απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω τους αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στο είδος της επιστήμης που παράγουν, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι αυτή η πεποίθηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα πορίσματα των μελετών όλων σχεδόν των ιστορικών και των κοινωνιολόγων της επιστήμης και της τεχνολογίας.
• Στις μέρες μας έχει αυξηθεί η παρεμβατικότητα και ο έλεγχος της επιστημονικής ανάπτυξης από εξωεπιστημονικούς παράγοντες. Ποιους κινδύνους εγκυμονεί αυτή η νέα ολοκληρωτική διαχείριση της επιστημονικής γνώσης;
Για το ακανθώδες ζήτημα που θέσατε είναι ενδεικτική και μεγάλης συμβολικής σημασίας η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Diamond v. Chakrabarty, το 1980, για τη δυνατότητα κατοχύρωσης πατέντας ζώντων οργανισμών.
Την ίδια χρονιά ο νόμος Bayh-Dole έδινε το δικαίωμα στα πανεπιστήμια να πατεντάρουν και να αξιοποιούν, προς ίδιον όφελος, καινοτομίες που είχαν επινοηθεί μέσα από δημόσια χρηματοδότηση. Αυτή η νέα «πολιτική» κρατικής χρηματοδότησης της έρευνας και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της επαναπροσδιορίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα του τι συνιστά σήμερα δημόσιο αγαθό.
Η περίπτωση αυτή θεωρείται σημείο καμπής για τα νέα χαρακτηριστικά της επιστήμης. Σηματοδοτεί την απαρχή μιας περιόδου κατά την οποία αρχίζει να περιορίζεται με δραματικό τρόπο η πρόσβαση στη γνώση ολοένα και περισσότερων πολιτών.
Ακούγεται παράδοξο ότι στην εποχή του Διαδικτύου υπάρχει ένας τέτοιος περιορισμός. Και όμως. Σε πολλές από τις χρηματοδοτούμενες έρευνες δεσμεύονται οι ερευνητές και τα πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα στα οποία εργάζονται να μη δημοσιοποιούν τίποτα χωρίς την άδεια όσων χρηματοδοτούν τις έρευνες.
Δεν είναι καινούργια όλα αυτά, όμως η σχεδόν πλήρης απουσία της δημόσιας χρηματοδότησης έχει επιβάλει πλέον και στις επιστημονικές διαδικασίες τους νόμους της αγοράς.
• Πώς όμως εξηγείτε το γεγονός ότι, παρά τη σκοτεινή επιρροή των αγορών στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, αυτές εξακολουθούν να γοητεύουν με τις τεράστιες επιτυχίες τους;
Όπως όλες οι δημιουργικές δραστηριότητες, έτσι και η επιστήμη χρειάζεται σημαντικές επιτυχίες για να πείσει την κοινωνία ότι λειτουργεί τελικά προς όφελός της. Συχνά μάλιστα, οι επιτυχίες αυτές συνδυάζονται με την ουτοπία που τόσο συστηματικά κατασκευάζουν οι επιστήμονες μαζί με πολλούς από όσους αναλαμβάνουν την εκλαΐκευσή της. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ιδιαίτερες φωτεινές εξαιρέσεις στο εξωτερικό αλλά και στον τόπο μας, όπως είναι η στήλη σας για την επιστήμη, που, όμως, παραμένουν… εξαιρέσεις.
Τη δεκαετία του 1950 άρχισε να συγκροτείται και να καλλιεργείται συστηματικά μια ουτοπία γύρω από την εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας: ότι όλοι θα είχαν πρόσβαση σε απεριόριστη ενέργεια, θα υπήρχε ανάπτυξη για όλους, και θα ζούσαμε όλοι ευτυχισμένοι. Η ιστορία της πυρηνικής ενέργειας των τελευταίων 50 ετών ανέδειξε όχι μόνο πόσο απατηλή ήταν αυτή η «επιστημονική» ουτοπία αλλά και πόσο επισφαλής είναι η πυρηνική ενέργεια, με αποκορύφωμα τη Φουκουσίμα, που, παρεμπιπτόντως, είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από το Τσερνομπίλ.
Η νέα ουτοπία που κατασκευάζεται στις μέρες μας είναι ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν ασθένειες, θα παράγεται τροφή για όλους μέσω των γενετικά μεταλλαγμένων σπόρων, κ.λπ.
Είναι η ουτοπία που χρειάζονται η μοριακή βιολογία και η βιοτεχνολογία για να πείσουν την κοινωνία. Παραμένει, όμως, μία απορία: από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (να θυμίσω ότι έχουν περάσει ήδη 70 χρόνια) ο δημόσιος λόγος των επιστημόνων επικεντρώνεται στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και στην εξάλειψη της φτώχειας. Πώς γίνεται όμως και αντί να έχει εξαλειφθεί, συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών; Είναι μήπως αφελείς οι επιστήμονες; Είναι ανεδαφικός ο στόχος; Ή μήπως, αντίθετα, οι εφαρμογές και οι δυνατότητες της επιστήμης θα πρέπει να αποτιμώνται κάθε φορά σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο ώστε να τίθενται εφικτοί στόχοι και οι πολίτες να μην απογοητεύονται από τη μη υλοποίηση των στόχων της επιστήμης;
• Στο βιβλίο για την ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών, που μόλις κυκλοφόρησε, αποκαλύπτεται και τεκμηριώνεται επαρκώς ότι η πανεπιστημιακή παιδεία και η έρευνα στον τόπο μας, από τη σύστασή τους, αντανακλούσαν τη μάλλον πρωτόγονη, αλλόφωτη και τελικά προβληματική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας (και οι λαμπρές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα). Υπάρχουν παραλληλισμοί με το σήμερα;
Στο βιβλίο μας για την ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών μελετήσαμε τα πρώτα 100 χρόνια ζωής του Πανεπιστημίου (1837-1937). Πολλά είναι τα θέματα που θα μπορούσα να θίξω. Ενδεχομένως, όμως, το σοβαρότερο είναι η διαχρονική επιμονή του υπουργείου Παιδείας να μην αφήνει το Πανεπιστήμιο να αποκτήσει έστω και μιαν αναιμική αυτονομία, να μην του επιτρέπει να καθορίζει τα του οίκου του χωρίς να του επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερη γραφειοκρατία.
Οπότε το Πανεπιστήμιο, μέσα από τις δικές του διαδικασίες, αντιφατικές και συχνά εξαιρετικά χρονοβόρες, αποφάσισε να διεκδικήσει έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, μεγαλούργησε. Η τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα -με τα καινούργια εργαστήρια, τα καινούργια γνωστικά αντικείμενα αλλά και τους συστηματικούς δεσμούς που επιδίωξε με την κοινωνία- είναι μια τέτοια περίοδος, αλλά δεν είναι η μόνη.
Και κάτι ακόμη. Πολλοί έφευγαν και παλιά για το εξωτερικό, αλλά με την πεποίθηση ότι θα υπήρχε χώρος γι’ αυτούς όταν θα επέστρεφαν. Και όσοι επέστρεψαν, δεν έγιναν όλοι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο, αλλά στη συντριπτική πλειονότητά τους έγιναν σημαντικοί λειτουργοί σε διάφορους τομείς.
Σήμερα, η επιστροφή θεωρείται αποτυχία. Εκείνο, όμως, που μας «κακοφάνηκε» περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μια τόσο μεθοδευμένη απαξίωση του Πανεπιστημίου από την πολιτεία όσο σήμερα, ακόμη και σε περιόδους με οξυμμένα τα προβλήματα με τους φοιτητές και τους διδάσκοντες. Αυτό το προνόμιο το έχουν αποκλειστικά οι κυβερνήσεις των τελευταίων δέκα ετών.
Ποιος είναι
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ προγενέστερα είχε διδάξει Φυσική και Ιστορία των Επιστημών στο ΕΜΠ. Ως επισκέπτης καθηγητής έχει επίσης διδάξει στα Πανεπιστήμια της Βοστόνης, του Χάρβαρντ, του Κέμπριτζ και στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Είναι πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μέλος συντακτικών επιτροπών πολλών ξενόγλωσσων ειδικών περιοδικών καθώς και του ελληνικού περιοδικού «Νεύσις». Διευθύνει τη σειρά «Ιστορία της Επιστήμης» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Εχει γράψει πολλά αξιόλογα βιβλία και πλήθος ειδικών άρθρων γύρω από θέματα ιστορίας και μεθοδολογίας της επιστήμης.
• Οι σύγχρονες κοινωνίες επιφυλάσσουν στη θεμελιώδη επιστημονική έρευνα και στις εφαρμογές της έναν πρωτεύοντα αλλά και άχαρο κοινωνικό ρόλο: οφείλει να αναζητά την αλήθεια για χάρη του κέρδους. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η οικονομικά επωφελής και ετεροκατευθυνόμενη παραγωγή της επιστημονικής γνώσης με τη ρομαντική ή με τη θετικιστική ψευδαίσθηση περί «αντικειμενικότητας» και «ουδετερότητας» της επιστήμης;
Οι επιστημονικές δραστηριότητες δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητες από τις οικονομικές διεργασίες μιας κοινωνίας. Τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας ήταν πάντοτε σε πολύ στενή επαφή με κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες.
Ακόμη και για την περίπτωση του Αϊνστάιν, ο οποίος προβάλλεται ως η παραδειγματική περίπτωση επιστήμονα το έργο του οποίου προέκυψε αποκλειστικά από προβληματισμούς που είχαν να κάνουν με εσωτερικά θέματα της φυσικής, υπάρχουν σήμερα διαφορετικοί προβληματισμοί. Φαίνεται ότι η εργασιακή εμπειρία του στο τμήμα ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη υπήρξε καθοριστική για τη διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας, μια και η εργασία του εκεί ήταν να εξετάζει αιτήσεις για παροχή πατέντας σε μηχανισμούς που θα εξασφάλιζαν ότι ρολόγια απομακρυσμένα μεταξύ τους, όπως αυτά σε διαφορετικούς σταθμούς τρένων, θα έδειχναν την ίδια ακριβώς ώρα!
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτή καθαυτή η επιστήμη είναι ουδέτερη και πως στα χέρια διαφορετικών κοινωνικών ομάδων έχει διαφορετικού τύπου εφαρμογές. Προφανώς υπάρχουν καλές ή κακές εφαρμογές των επιστημών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επιστήμες είναι ουδέτερες. Οι επιστήμονες δεν λειτουργούν σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό κενό.
Τα ερωτήματα που θέτουν και στα οποία προσπαθούν να απαντήσουν, τα ερευνητικά προγράμματα που διαμορφώνουν, οι πηγές χρηματοδότησης που υπάρχουν αλλά και το είδος των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση των αιτήσεών τους για χρηματοδότηση, διαμορφώνονται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης πάντοτε κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Η εξέλιξη των επιστημών επιτυγχάνεται μέσα από εξαιρετικά σύνθετες πρακτικές –όχι μόνο εργαστηριακές, θεωρητικές και υπολογιστικές αλλά και κοινωνικοπολιτικές. Αυτές οι πρακτικές προσδίδουν στην παραγόμενη γνώση έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, ενώ σε διαφορετικές κοινωνικές αλλά και επιστημολογικές συγκυρίες αυτή η γνώση θα ήταν διαφορετική.
Ετσι, σε μια επιστημονική θεωρία, σε μια νέα επιστημονική περιοχή, σε ένα τεχνούργημα εγγράφονται πολλά αξιακά αλλά και ιδεολογικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν διαφορετικές χρήσεις και εφαρμογές. Κατά συνέπεια, οι συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η επιστήμη διαμορφώνουν, ώς έναν βαθμό, τις μετέπειτα χρήσεις των επιστημών και την κοινωνική λειτουργία τους.
Επομένως, κάθε νέα γνώση εκφράζει και μια ιστορική ιδιαιτερότητα, και ακριβώς γι’ αυτό σε κάθε νέα γνώση ενυπάρχει εν δυνάμει ο χαρακτήρας (και, βέβαια, όχι το συγκεκριμένο είδος) των μελλοντικών της χρήσεων. Συνεπώς, η υιοθέτηση της άποψης περί «καλής» ή, εναλλακτικά, «κακής» χρήσης τής κατά τα άλλα «ουδέτερης» επιστήμης στερείται κοινωνιολογικής αλλά και επιστημολογικής σοβαρότητας.
• Αν λοιπόν, όπως υποδεικνύει η μελέτη της ιστορίας των επιμέρους επιστημών, η επιστημονική περιπέτεια ήταν και είναι στενότατα συνδεδεμένη με την κοινωνία μέσα στην οποία παράγεται, τότε η τρέχουσα οικονομική, πολιτικοκοινωνική κρίση δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται και ως βαθιά κρίση της επιστήμης. Πιστεύετε ότι υπάρχει «κρίση της επιστήμης» σήμερα, και πώς εκδηλώνεται;
Έχει σημασία να συζητήσουμε τα κριτήρια ως προς τα οποία είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί το αν υπάρχει ή όχι κρίση στις επιστήμες. Στην οικονομία, λόγου χάρη, υπάρχουν συγκεκριμένοι δείκτες βάσει των οποίων αποτιμάται αν υπάρχει ή όχι κρίση. Ανεξάρτητα με το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτούς τους δείκτες, υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση, σίγουρα ανάμεσα στους τεχνοκράτες, ότι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά αυτών των δεικτών περιγράφει μια οικονομία σε κρίση. Τέτοιοι δείκτες δεν υπάρχουν για τις επιστήμες.
Υπάρχουν, όμως, διαφορετικού τύπου ενδείξεις. Για παράδειγμα, υπάρχουν συνεχώς νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα των ερευνών. Εταιρείες που χρηματοδοτούν με μεγάλα ποσά έρευνες ασκούν τεράστια πίεση για άμεσα αποτελέσματα και αυτό οδηγεί συνήθως σε βιαστικό και μη επαρκή έλεγχο των πειραμάτων. Η κρατική χρηματοδότηση στα πανεπιστήμια και τους ερευνητικούς φορείς ολοένα και μειώνεται.
Επίσης γιγαντώνονται οι ερευνητικές ομάδες γύρω από συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα, με αποτέλεσμα η κατανομή εργασίας ανάμεσα στα μέλη των ομάδων αυτών να υπονομεύει τη δυνατότητα πολλών μελών τους να αποκτήσουν μια συνολική επιστημονική παιδεία.
Ολο και λιγότερες θέσεις σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα επιβιώνουν με κρατική χρηματοδότηση. Ολοένα και περισσότεροι εκφράζουν την απογοήτευσή τους από τον διαρκώς ογκούμενο πληροφοριακό «θόρυβο» που περιέχουν τα επιστημονικά άρθρα σε εξειδικευμένα περιοδικά. Και, βέβαια, ολοένα και περισσότεροι διαισθάνονται ότι οι εφαρμογές των επιστημών δεν φαίνεται να ευεργετούν την πλειονότητα των πολιτών, με αποκορύφωμα την ανεξέλεγκτη ρύπανση του περιβάλλοντος. Αυτά βέβαια δεν γίνονται μόνο στην Ελλάδα, αλλά είναι η τάση διεθνώς.
• Θα θέλατε να μας δώσετε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα «επιστημονικής κρίσης», στην οποία αναφερθήκατε;
Η Amgen είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες, στον κόσμο, παρασκευής φαρμάκων για τον καρκίνο και από τους σημαντικότερους φορείς χρηματοδότησης των σχετικών ερευνών. Ενας από τους επικεφαλής της εποπτικής επιτροπής της εταιρείας που αποχώρησε από αυτήν, ο Γκλεν Βένγκλεϊ, αποφάσισε να ελέγξει πόσα από τα αποτελέσματα ερευνών που χρηματοδότησε η Amgen και είχαν δημοσιευθεί στα καλύτερα επιστημονικά περιοδικά θα μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Έκανε μία επιλογή των καλύτερων άρθρων που είχαν δημοσιευτεί τα δέκα τελευταία χρόνια και αφορούσαν έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί από τα πλέον αξιόπιστα εργαστήρια. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι από ένα σύνολο 53 πειραμάτων, τα αποτελέσματα των 47 από αυτά δεν ήταν δυνατόν να αναπαραχθούν!
Μάλιστα τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά. Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι μετά από έρευνές της κατέληξε ότι ο αριθμός των εργασιών που, με πρωτοβουλία είτε των περιοδικών είτε των συγγραφέων, ανακλήθηκαν ή αποσύρθηκαν μολονότι είχαν δημοσιευτεί τα τελευταία δέκα χρόνια, αυξήθηκε κατά χίλια τοις εκατό σε σύγκριση με τον αριθμό των εργασιών της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ ο αριθμός των δημοσιευμένων εργασιών αυξήθηκε μονάχα κατά 44%. Ολα τα παραπάνω μάλλον συνιστούν ενδείξεις μιας εξαιρετικά σοβαρής κρίσης.
Ανάλογα παραδείγματα από άλλες ειδικότητες υπάρχουν πολλά. Προσοχή, όμως: το θέμα δεν είναι αν υπάρχει απάτη σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό, μια και η απάτη στην επιστήμη αργά ή γρήγορα ξεσκεπάζεται. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει τόσο μεγάλη πίεση προκειμένου να εξασφαλιστούν πόροι, και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να υπάρχουν δημοσιεύσεις σε καλά περιοδικά, ώστε να διαπιστώνονται κατ’ επανάληψη προχειρότητες, να μην πραγματοποιούνται οι χρονοβόρες διαδικασίες ελέγχου και επαναλήψεων που επιτρέπουν στους ερευνητές να σιγουρευτούν για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων τους.
• Ωστόσο, κάποιος μπορεί να αντιτείνει ότι όλα αυτά δεν αποτελούν έκφραση μιας κρίσης στις καθαυτό επιστήμες αλλά μόνο στους επιστημονικούς θεσμούς: τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, τους χρηματοδοτικούς φορείς, τα επιστημονικά περιοδικά. Κάτι που και εσείς μόλις υπονοήσατε: δεν είναι τόσο η ίδια η επιστήμη που βρίσκεται σε κρίση, αλλά μάλλον η κρίση που, επηρεάζοντας τους θεσμούς, έχει επιπτώσεις και στην επιστήμη.
Είναι σωστή η παρατήρησή σας. Μπορούμε όμως να συζητάμε για την επιστήμη στις μέρες μας έξω από τους φορείς που τη θεραπεύουν, την παράγουν, τη διδάσκουν, την κοινοποιούν και, τελικά, την καθιερώνουν και τη νομιμοποιούν;
Δεν υπάρχει επιστήμη έξω από τους επιστήμονες που εργάζονται στο πλαίσιο συγκεκριμένων θεσμών, που την παράγουν μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνίες στις οποίες υπάρχουν ηγεμονικές ιδεολογίες, οικονομικές προτεραιότητες, εξαιρετικά οξυμένοι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες επιστημόνων.
Όποιος πιστεύει ότι οι επιστήμονες ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων που επηρεάζονται μεν απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω τους αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στο είδος της επιστήμης που παράγουν, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι αυτή η πεποίθηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα πορίσματα των μελετών όλων σχεδόν των ιστορικών και των κοινωνιολόγων της επιστήμης και της τεχνολογίας.
• Στις μέρες μας έχει αυξηθεί η παρεμβατικότητα και ο έλεγχος της επιστημονικής ανάπτυξης από εξωεπιστημονικούς παράγοντες. Ποιους κινδύνους εγκυμονεί αυτή η νέα ολοκληρωτική διαχείριση της επιστημονικής γνώσης;
Για το ακανθώδες ζήτημα που θέσατε είναι ενδεικτική και μεγάλης συμβολικής σημασίας η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Diamond v. Chakrabarty, το 1980, για τη δυνατότητα κατοχύρωσης πατέντας ζώντων οργανισμών.
Την ίδια χρονιά ο νόμος Bayh-Dole έδινε το δικαίωμα στα πανεπιστήμια να πατεντάρουν και να αξιοποιούν, προς ίδιον όφελος, καινοτομίες που είχαν επινοηθεί μέσα από δημόσια χρηματοδότηση. Αυτή η νέα «πολιτική» κρατικής χρηματοδότησης της έρευνας και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της επαναπροσδιορίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα του τι συνιστά σήμερα δημόσιο αγαθό.
Η περίπτωση αυτή θεωρείται σημείο καμπής για τα νέα χαρακτηριστικά της επιστήμης. Σηματοδοτεί την απαρχή μιας περιόδου κατά την οποία αρχίζει να περιορίζεται με δραματικό τρόπο η πρόσβαση στη γνώση ολοένα και περισσότερων πολιτών.
Ακούγεται παράδοξο ότι στην εποχή του Διαδικτύου υπάρχει ένας τέτοιος περιορισμός. Και όμως. Σε πολλές από τις χρηματοδοτούμενες έρευνες δεσμεύονται οι ερευνητές και τα πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα στα οποία εργάζονται να μη δημοσιοποιούν τίποτα χωρίς την άδεια όσων χρηματοδοτούν τις έρευνες.
Δεν είναι καινούργια όλα αυτά, όμως η σχεδόν πλήρης απουσία της δημόσιας χρηματοδότησης έχει επιβάλει πλέον και στις επιστημονικές διαδικασίες τους νόμους της αγοράς.
• Πώς όμως εξηγείτε το γεγονός ότι, παρά τη σκοτεινή επιρροή των αγορών στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, αυτές εξακολουθούν να γοητεύουν με τις τεράστιες επιτυχίες τους;
Όπως όλες οι δημιουργικές δραστηριότητες, έτσι και η επιστήμη χρειάζεται σημαντικές επιτυχίες για να πείσει την κοινωνία ότι λειτουργεί τελικά προς όφελός της. Συχνά μάλιστα, οι επιτυχίες αυτές συνδυάζονται με την ουτοπία που τόσο συστηματικά κατασκευάζουν οι επιστήμονες μαζί με πολλούς από όσους αναλαμβάνουν την εκλαΐκευσή της. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ιδιαίτερες φωτεινές εξαιρέσεις στο εξωτερικό αλλά και στον τόπο μας, όπως είναι η στήλη σας για την επιστήμη, που, όμως, παραμένουν… εξαιρέσεις.
Τη δεκαετία του 1950 άρχισε να συγκροτείται και να καλλιεργείται συστηματικά μια ουτοπία γύρω από την εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας: ότι όλοι θα είχαν πρόσβαση σε απεριόριστη ενέργεια, θα υπήρχε ανάπτυξη για όλους, και θα ζούσαμε όλοι ευτυχισμένοι. Η ιστορία της πυρηνικής ενέργειας των τελευταίων 50 ετών ανέδειξε όχι μόνο πόσο απατηλή ήταν αυτή η «επιστημονική» ουτοπία αλλά και πόσο επισφαλής είναι η πυρηνική ενέργεια, με αποκορύφωμα τη Φουκουσίμα, που, παρεμπιπτόντως, είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από το Τσερνομπίλ.
Η νέα ουτοπία που κατασκευάζεται στις μέρες μας είναι ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν ασθένειες, θα παράγεται τροφή για όλους μέσω των γενετικά μεταλλαγμένων σπόρων, κ.λπ.
Είναι η ουτοπία που χρειάζονται η μοριακή βιολογία και η βιοτεχνολογία για να πείσουν την κοινωνία. Παραμένει, όμως, μία απορία: από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (να θυμίσω ότι έχουν περάσει ήδη 70 χρόνια) ο δημόσιος λόγος των επιστημόνων επικεντρώνεται στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας και στην εξάλειψη της φτώχειας. Πώς γίνεται όμως και αντί να έχει εξαλειφθεί, συνεχώς αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών; Είναι μήπως αφελείς οι επιστήμονες; Είναι ανεδαφικός ο στόχος; Ή μήπως, αντίθετα, οι εφαρμογές και οι δυνατότητες της επιστήμης θα πρέπει να αποτιμώνται κάθε φορά σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο ώστε να τίθενται εφικτοί στόχοι και οι πολίτες να μην απογοητεύονται από τη μη υλοποίηση των στόχων της επιστήμης;
• Στο βιβλίο για την ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών, που μόλις κυκλοφόρησε, αποκαλύπτεται και τεκμηριώνεται επαρκώς ότι η πανεπιστημιακή παιδεία και η έρευνα στον τόπο μας, από τη σύστασή τους, αντανακλούσαν τη μάλλον πρωτόγονη, αλλόφωτη και τελικά προβληματική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας (και οι λαμπρές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα). Υπάρχουν παραλληλισμοί με το σήμερα;
Στο βιβλίο μας για την ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών μελετήσαμε τα πρώτα 100 χρόνια ζωής του Πανεπιστημίου (1837-1937). Πολλά είναι τα θέματα που θα μπορούσα να θίξω. Ενδεχομένως, όμως, το σοβαρότερο είναι η διαχρονική επιμονή του υπουργείου Παιδείας να μην αφήνει το Πανεπιστήμιο να αποκτήσει έστω και μιαν αναιμική αυτονομία, να μην του επιτρέπει να καθορίζει τα του οίκου του χωρίς να του επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερη γραφειοκρατία.
Οπότε το Πανεπιστήμιο, μέσα από τις δικές του διαδικασίες, αντιφατικές και συχνά εξαιρετικά χρονοβόρες, αποφάσισε να διεκδικήσει έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, μεγαλούργησε. Η τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα -με τα καινούργια εργαστήρια, τα καινούργια γνωστικά αντικείμενα αλλά και τους συστηματικούς δεσμούς που επιδίωξε με την κοινωνία- είναι μια τέτοια περίοδος, αλλά δεν είναι η μόνη.
Και κάτι ακόμη. Πολλοί έφευγαν και παλιά για το εξωτερικό, αλλά με την πεποίθηση ότι θα υπήρχε χώρος γι’ αυτούς όταν θα επέστρεφαν. Και όσοι επέστρεψαν, δεν έγιναν όλοι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο, αλλά στη συντριπτική πλειονότητά τους έγιναν σημαντικοί λειτουργοί σε διάφορους τομείς.
Σήμερα, η επιστροφή θεωρείται αποτυχία. Εκείνο, όμως, που μας «κακοφάνηκε» περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μια τόσο μεθοδευμένη απαξίωση του Πανεπιστημίου από την πολιτεία όσο σήμερα, ακόμη και σε περιόδους με οξυμμένα τα προβλήματα με τους φοιτητές και τους διδάσκοντες. Αυτό το προνόμιο το έχουν αποκλειστικά οι κυβερνήσεις των τελευταίων δέκα ετών.
Ποιος είναι
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι καθηγητής Ιστορίας των Επιστημών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ προγενέστερα είχε διδάξει Φυσική και Ιστορία των Επιστημών στο ΕΜΠ. Ως επισκέπτης καθηγητής έχει επίσης διδάξει στα Πανεπιστήμια της Βοστόνης, του Χάρβαρντ, του Κέμπριτζ και στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Είναι πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μέλος συντακτικών επιτροπών πολλών ξενόγλωσσων ειδικών περιοδικών καθώς και του ελληνικού περιοδικού «Νεύσις». Διευθύνει τη σειρά «Ιστορία της Επιστήμης» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Εχει γράψει πολλά αξιόλογα βιβλία και πλήθος ειδικών άρθρων γύρω από θέματα ιστορίας και μεθοδολογίας της επιστήμης.
ΥΓ. Είχα την τιμή να έχω καθηγητή στο Φυσικό τον Κώστα Γαβρόγλου και μάλιστα να κάνω και την διπλωματική μου εργασία μαζί του . Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο καλός δάσκαλος ήταν και πόσο χρόνο αφιέρωνε στους φοιτητές του για να τους βοηθήσει. Θυμάμαι ότι μας μάζευε στο σπίτι του για να μας βοηθήσει και να λύσει τις απορίες μας.
Μακάρι όλοι οι καθηγητές Πανεπιστημίου να ήταν σαν τον Γαβρόγλου. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα ήταν σίγουρα διαφορετικό!
Μακάρι όλοι οι καθηγητές Πανεπιστημίου να ήταν σαν τον Γαβρόγλου. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα ήταν σίγουρα διαφορετικό!
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου