Ο κορονοϊός πάει σχολείο

Ο κορονοϊός πάει σχολείο
Σπύρος Μανουσέλης – efsyn.gr


Μετά από αναβολή μιας εβδομάδας έχει πια ληφθεί οριστικά η απόφαση να χτυπήσει την επόμενη Δευτέρα το «πρώτο κουδούνι» της νέας σχολικής χρονιάς. Πώς η σημερινή κυβέρνηση σκέφτεται να διαχειριστεί μια επιπρόσθετη υγειονομική-κοινωνική κρίση που θα οφείλεται αποκλειστικά στην προκλητική ολιγωρία της τους προηγούμενους μήνες στο να προετοιμάσει την ασφαλή επιστροφή των μαθητών και των δασκάλων στα σχολεία; Οι περισσότερες αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές στις χώρες της Ε.Ε. παραδέχονται ρητά ότι δεν υπάρχουν ασφαλείς και αδιαμφισβήτητες πρακτικές ικανές να εγγυηθούν την ασφαλή επιστροφή των μαθητών και των δασκάλων στα σχολεία. Και γι’ αυτό επιμένουν στην ανάγκη διαμόρφωσης ολιγάριθμων τάξεων με 10 έως το πολύ 15 μαθητές, οι οποίοι οφείλουν να φορούν συνεχώς μάσκες και να κάθονται σε μονοθέσια θρανία, τα οποία πρέπει να είναι κατάλληλα κατανεμημένα στις σχολικές αίθουσες ώστε να τηρούνται οι ελάχιστες ασφαλείς αποστάσεις μεταξύ των μαθητών. Ποια απ’ όλα αυτά τα μέτρα εφαρμόζει στον τόπο μας η σημερινή κυβέρνηση;
Σε μια απελπισμένη και άρα απελπιστική προσπάθεια επιστροφής στην «κανονικότητα», εν μέσω πανδημίας, τη Δευτέρα 14.9. ανοίγουν τα σχολεία και οι μαθητές, κατάλληλα «μασκαρεμένοι», εφοδιασμένοι με αντισηπτικά και παγουράκια, θα επιστρέψουν στις τάξεις τους. Γεγονός που δημιουργεί εύλογη ανησυχία, αφού τα μαθήματα και οι άλλες σχολικές δραστηριότητες ως γνωστόν προϋποθέτουν στενές κοινωνικές επαφές και καθημερινές σωματικές αλληλεπιδράσεις, συνεπώς είναι εξαιρετικά απίθανο να μη συμβάλουν στη διάδοση του κορονοϊού.
Επομένως, η πολιτική απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων το έτος 2020-21 φαίνεται να είναι μια κίνηση πολύ υψηλού υγειονομικού και πολιτικού ρίσκου, δεδομένου ότι εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους γι’ αυτούς που θα κληθούν να την υλοποιήσουν, τους μαθητές, τις οικογένειές τους και το σχολικό προσωπικό. Και όσες κυβερνήσεις, όπως η ελληνική, την έλαβαν υπό πίεση και χωρίς επαρκή προετοιμασία, εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Αραγε, είναι υγειονομικά διαχειρίσιμες και κοινωνικά «κοστολογημένες» οι συνέπειες της ατελώς σχεδιασμένης επιστροφής στα θρανία;

Ή πώς επηρεάζει η πανδημία την επιστροφή των μαθητών στα θρανία



Λίγο πριν από την έναρξη του νέου σχολικού έτους στις χώρες της Ε.Ε., ο δρ Hans Kluge, γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τομέα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, βασιζόμενος στα πρόσφατα δεδομένα του ΟΗΕ, υποστήριξε ότι η πανδημία COVID-19 προκάλεσε πλανητικά την πιο μακροχρόνια και εκτεταμένη διακοπή του εκπαιδευτικού συστήματος στην ιστορία, πλήττοντας περίπου 1,6 δισεκατομμύριο μαθητές σε πάνω από 190 χώρες. Διαπίστωση που, κατά τον Kluge, ενισχύει την επιτακτική κοινωνική ανάγκη επαναλειτουργίας των σχολείων, αν και, όπως παραδέχτηκε, «δεν υπάρχει μια λύση μηδενικού κινδύνου: το να κρατήσουμε ανοικτά τα σχολεία είναι πολύπλοκο».
Μολονότι η «απόλυτη ασφάλεια» και ο «μηδενικός κίνδυνος» δεν αποτελούν ρεαλιστικά κριτήρια για την αποτίμηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ατομικών και συλλογικών, οφείλουμε, εντούτοις, σε συνθήκες πανδημίας να απαντήσουμε σε δύο καίρια ερωτήματα:

1) Πώς θα μπορούσε να αφομοιωθεί ομαλά και κυρίως ανώδυνα, δηλαδή με σχετικά μικρό κοινωνικό κόστος, η ενδεχόμενη εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων της πανδημίας με εστία αυτή τη φορά τα σχολεία;

2) Ποιες συνέπειες θα έχει για τις σύγχρονες κοινωνίες η επώδυνη διαπίστωση ότι, παρά τον επιμελή σχεδιασμό και την εφαρμογή αυστηρών υγειονομικών μέτρων, τελικά τα σχολεία δεν αποτελούν μόνο εστίες μάθησης αλλά ιδεώδη εκκολαπτήρια του νέου κορονοϊού;
Το άνοιγμα των σχολείων ως υγειονομική βόμβα;



Σύμφωνα με μια εκτεταμένη και συστηματική ιατρική έρευνα που δημοσιεύτηκε πριν από έναν μήνα στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal», λιγότερο από το 1% των παιδιών που έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό Sars CoV-2 καταλήγει να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο, ενώ μόλις το 18% από αυτά χρήζει εντατικής θεραπείας.
Η συγκεκριμένη έρευνα σχετικά με το πώς επηρεάζει η μόλυνση από τον κορονοϊό την υγεία των ατόμων ηλικίας κάτω των 19 ετών, δηλαδή των μικρών παιδιών και των εφήβων, σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από τρία σπουδαία κέντρα ιατρικής έρευνας της Μεγάλης Βρετανίας, το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και το Imperial College του Λονδίνου.
Η συγκεκριμένη μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει την πολλαπλώς διαπιστωμένη, τους τελευταίους μήνες, ιατρική παρατήρηση ότι η νόσος COVID-19 πλήττει συνήθως υπερήλικα άτομα ή και άτομα μέσης ηλικίας που εμφάνιζαν ήδη σοβαρά πνευμονολογικά και ανοσολογικά προβλήματα υγείας, ενώ σπανιότατα εκδηλώνεται σε ανήλικα άτομα και αυτό μόνο αν αυτά υποφέρουν από ορισμένες σοβαρές παθήσεις.
Τα καθησυχαστικά συμπεράσματα αυτής της έρευνας δημοσιεύτηκαν σε μια αποφασιστική στιγμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και συγκεκριμένα λίγο πριν από το άνοιγμα των σχολείων για το νέο έτος. Ομως, το ευτυχές γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν νοσούν σοβαρά και σπανίως πεθαίνουν από τη νέα ιογενή ασθένεια τα καθιστά -αυτομάτως και άθελά τους- ασυμπτωματικούς φορείς του νέου κορονοϊού που εύκολα μεταδίδεται στα ενήλικα άτομα με τα οποία τα παιδιά αυτά έρχονται καθημερινά σε επαφή, π.χ. τους δασκάλους, τους γονείς τους κ.ο.κ. Αλλά ισχύει επίσης και το αντίστροφο: ο ιός μεταδίδεται εξίσου εύκολα από τους ενήλικες στα παιδιά.
Κατανοούμε, λοιπόν, το γιατί δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «καταστροφολόγοι» και με περισσή ελαφρότητα να απαξιώνονται οι ειδικοί επιδημιολόγοι που επιμένουν ότι το άνοιγμα των σχολείων μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει μια επιπρόσθετη πηγή μολύνσεων, οι οποίες γρήγορα θα αποτυπωθούν στην «απρόσμενη» αύξηση των κρουσμάτων της COVID-19 μετά την επιστροφή των μαθητών στα σχολεία.
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τα κρούσματα;



Η υπεραισιόδοξη προπαγάνδα της ελληνικής κυβέρνησης υπέρ του ανοίγματος των σχολείων στηρίζεται στα πορίσματα των ειδικών, οι οποίοι υποτίθεται ότι εισηγούνται και άρα νομιμοποιούν με την αυθεντία τους ότι τα σχετικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν για την επαναλειτουργία των σχολείων δεν εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία μας.
Το περίεργο είναι ότι οι περισσότερες επιστημονικές επιτροπές που είναι αρμόδιες για το άνοιγμα των σχολείων στον υπόλοιπο κόσμο παραδέχονται ρητά ότι δεν υπάρχουν σίγουρες και αδιαμφισβήτητες πρακτικές ικανές να εγγυηθούν την ασφαλή επιστροφή των μαθητών και των δασκάλων στα σχολεία και γι’ αυτό επιμένουν στην ανάγκη διαμόρφωσης νέων ολιγάριθμων τάξεων με 10 έως το πολύ 15 μαθητές, οι οποίοι οφείλουν να φορούν συνεχώς μάσκες και να κάθονται σε μονοθέσια θρανία, τα οποία πρέπει να είναι κατάλληλα κατανεμημένα στις σχολικές αίθουσες ώστε να τηρούνται οι ελάχιστες ασφαλείς αποστάσεις μεταξύ των μαθητών (1,5 με 2 μέτρα).
Μέτρα που, σύμφωνα με τους επιστημονικούς συμβούλους της ελληνικής κυβέρνησης, δεν θεωρούνται απαραίτητα και αναγκαία για την ασφαλή επιστροφή των μαθητών στα σχολεία μας! Αραγε, ποιος θα αναλάβει τη νομική, την επιστημονική και τελικά την πολιτική ευθύνη, όταν, πολύ σύντομα, θα εμφανιστούν τα πρώτα σοβαρά προβλήματα λόγω της εμφανούς ανεπάρκειας των εξαγγελθέντων μέτρων προστασίας;
Οι κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν από τα αρμόδια ελληνικά υπουργεία Παιδείας και Υγείας, όταν δεν είναι ανεπαρκείς, είναι τραγικά ακατάλληλες για να προστατεύσουν και να εγγυηθούν την ασφαλή επανεκκίνηση της εκπαιδευτικής μηχανής στον τόπο μας. Το πρόβλημα, βλέπετε, δεν είναι η απαγόρευση της λειτουργίας των εστιατορίων και των μπαρ μετά τις 12 το βράδυ, αλλά η πολιτική επιλογή να ανοίξουν, πάση θυσία, τα σχολεία υπό αυτές τις συνθήκες και ενώ δεν πληρούνται οι στοιχειώδεις υγειονομικές προδιαγραφές.
Ενα άλλο παράδειγμα της προκλητικής αδιαφορίας των αρμόδιων υπουργείων είναι ότι, δύο ημέρες πριν από το άνοιγμα των σχολείων, ουδείς γνωρίζει αν την ευθύνη για την καθημερινή θερμομέτρηση των μαθητών πριν μπουν στις τάξεις τους θα την έχουν οι γονείς τους ή οι δάσκαλοί τους ή αν θα πρέπει τα παιδιά να μετρούν μόνα τους αν έχουν πυρετό. Και ποιος γνωρίζει ποια θερμοκρασία πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή: οι 37,5 βαθμοί, όπως συνηθίζεται, ή οι 37 βαθμοί, όπως εισηγούνται για την περίπτωση της νόσου COVID-19 αρκετοί επιφανείς παθολόγοι;
Επίσης, οι σχετικές οδηγίες λένε ότι όταν κάποιος μαθητής ή μαθήτρια ή δάσκαλος εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα θα πρέπει να απομονώνεται μαζί και ολόκληρη η τάξη του. Ποιος όμως θα έχει την εξουσία να αποφασίζει για όλα αυτά, ο καθηγητής, ο διευθυντής του σχολείου ή μήπως οι γονείς του μαθητή;
Και τι γίνεται με όσους είναι ασυμπτωματικοί φορείς; Χωρίς μαζικά και επαναλαμβανόμενα τεστ, καμιά δυνατότητα, πόσω μάλλον ελπίδα, έγκαιρης πρόληψης δεν υπάρχει.

Οι πολιτικές αλλάζουν αλλά ο κορονοϊός μένει!




Σύμφωνα με το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), «οι σχολικές αίθουσες με πλήρη σύνθεση, η διδασκαλία στις τάξεις, όλες οι σχολικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις είναι πολύ πιθανό να ευθύνονται για την ταχύτερη εξάπλωση του κορονοϊού στα σχολεία».
Μια υπόδειξη που ωστόσο δεν εισακούστηκε από πολλές κυβερνήσεις. Το Ισραήλ, για παράδειγμα, με πληθυσμό εννέα εκατομμύρια, αφού εφάρμοσε ένα αυστηρό λοκντάουν τον Φεβρουάριο, που φάνηκε να περιορίζει γρήγορα τη διάδοση των κρουσμάτων, αποφάσισε στα τέλη Μαΐου να ξανανοίξει πρόωρα τα σχολεία. Ετσι όμως, ήδη από τον Ιούνιο, τα σχολεία έγιναν η δεύτερη μεγαλύτερη εστία μόλυνσης στη χώρα, καθώς τουλάχιστον 2.026 νέα άτομα -μεταξύ των οποίων μαθητές, καθηγητές και το λοιπό σχολικό προσωπικό- βρέθηκαν θετικοί στον ιό.
Η νεοεκλεγείσα ισραηλινή κυβέρνηση εξήγγειλε σειρά έκτακτων μέτρων για τα σχολεία, όπως την υποχρεωτική χρήση μάσκας, την καθημερινή καθαριότητα και τον αερισμό των αιθουσών, την αυστηρή τήρηση των αποστάσεων, το συχνό πλύσιμο των χεριών. Μέτρα υγιεινής που, δυστυχώς, αποδείχτηκαν πρακτικώς ανεφάρμοστα στα περισσότερα σχολεία της χώρας, όπου σε αίθουσες 46 τετραγωνικών μέτρων στοιβάζονται έως και 38 μαθητές.
Ενα ανάλογο, αλλά αυτή τη φορά ευρωπαϊκό, παράδειγμα αποτυχημένης προληπτικής πολιτικής είναι η Γερμανία, όπου τα σχολεία άνοιξαν στις αρχές Αυγούστου και αμέσως εφαρμόστηκαν αυστηρά μέτρα προστασίας, όπως η κατανομή των μαθητών σε ολιγάριθμες και απομονωμένες μεταξύ τους ομάδες, ώστε σε περίπτωση εκδήλωσης ενός κρούσματος να μη χρειάζεται να κλείνει ολόκληρη η σχολική μονάδα, υποχρεωτική χρήση της μάσκας μόνο στους διαδρόμους και κατά την είσοδο στις τάξεις, αερισμός των αιθουσών και αναδιαμόρφωσή τους ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη απόσταση μεταξύ των μαθητών.
Παρ’ όλα τα μέτρα, στο Βερολίνο, σε 42 σχολεία από τα 825 που ξανάνοιξαν, υπήρξαν κρούσματα τις δύο πρώτες εβδομάδες μετά το άνοιγμα, με αποτέλεσμα εκατοντάδες μαθητές και καθηγητές να χρειαστεί να τεθούν άμεσα σε καραντίνα.
Πάντως, η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να μην πτοείται από τα πολυάριθμα νέα κρούσματα, καθώς λόγω των πολυάριθμων τεστ ανίχνευσης που ήδη γίνονται δωρεάν και των πολύ περισσότερων που έχουν προγραμματιστεί μέχρι το τέλος του έτους είναι σε θέση να κάνει γρήγορη ιχνηλάτηση της πορείας των νέων κρουσμάτων. Και όπως δήλωσε η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, «τα παιδιά δεν πρέπει να γίνουν οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της πανδημίας».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις