Σ. Τραχανάς: Σχετικά με την θεωρία του Αριστοτέλη για την πτώση των σωμάτων

του Σ. Τραχανά από το βιβλίο "Το φάντασμα της Οπερας" ΠΕΚ

Παρότι ο Αριστοτέλης ήταν ο άνθρωπος με την μεγαλύτερη επίδραση στην ιστορία των ιδεών, η θεωρία του για την πτώση των σωμάτων αποτελεί την μακροβιότερη πλάνη στην ιστορία της επιστήμης. Υποστήριζε ότι τα βαριά σώματα πέφτουν πιο γρήγορα όσο μεγαλύτερο είναι το βάρος τους (η δύναμη F στην ‘θεμελιώδη εξίσωσή’ του). Και δεν χρειάζεται βέβαια να ανέβουμε στον πύργο της Πίζας για να απορρίψουμε αυτόν τον ισχυρισμό.
Αρκεί να κρατήσω στο ένα χέρι τα κλειδιά μου, που είναι περίπου πέντε φορές βαρύτερα από το μολύβι που θα κρατήσω στο άλλο. Κι όμως – με την χονδροειδή ακρίβεια με την οποία μπορώ να παρατηρήσω την πτώση τους – βλέπω ότι φτάνουν ταυτόχρονα στο έδαφος, αν τα αφήσω να πέσουν από το ίδιο ύψος. Τι να πιστέψω λοιπόν, τα μάτια μου ή τον Αριστοτέλη;

Πως είναι δυνατόν να άντεξε επί περίπου δυο χιλιάδες χρόνια μια θεωρία η οποία βρίσκεται σε τόσο προκλητική αντίθεση με την εμπειρία;
Η δύναμη του δόγματος, είναι μια ερμηνεία. Δεν υπάρχει τίποτε που να παραλύει τη σκέψη των ανθρώπων – ακόμα και των πιο έξυπνων – τόσο αποτελεσματικά, όσο το δέος απέναντι σ’ ένα δόγμα που υψώνεται μεγαλοπρεπές και δυσθεώρητο απέναντί τους. Πολύ περισσότερο αν στέκεται πίσω του κι ένα άλλο δόγμα – ένα υπερκόσμιο δόγμα – ασύγκριτα πιο παραλυτικό για τη σκέψη απ’ ότι κάθε κοσμικό του ανάλογο. Διότι το αριστοτελικό «σύστημα του κόσμου» δεν απέφυγε τελικά τη συνήθη μοίρα όλων των μεγάλων «συστημάτων». Κατέληξε δόγμα στενά συνδεδεμένο με την Καθολική Εκκλησία και την ανάγκη της να οικοδομήσει μια χριστιανική θεολογία πάνω σε ισχυρές φιλοσοφικές βάσεις.

Αρκεί όμως μόνο η επίκληση της βαριάς σκιάς του δόγματος για να εξηγηθεί η απίστευτη μακροβιότητα μιας θεωρίας σε τόσο εμφανή διάσταση με την πραγματικότητα; Περιείχε η αριστοτελική θεωρία της ελεύθερης πτώσης κάποιου είδους ευλογοφάνεια – μέσα στο πλάισιο του ασριστοτελικού συστήματος ιδεών βεβαίως – που την έκαναν να φαίνεται τόσο φυσιολογική, ώστε να απενεργοποιείται κάθε διάθεση εμπειρικής αμφισβήτισής της επί δυο χιλιάδες χρόνια;

Ας επαναλάβουμε το πείραμα της ελεύθερης πτώσης που κάναμε προηγουμένως, αλλά να ακουμπίσουμε στην μία παλάμη μας (αντί για τα κλειδιά) μια πέτρα βάρους τουλάχιστον 2 κιλών και στην άλλη ένα πετραδάκι όχι περισσότερο από 200 γραμμάρια. Κλείνουμε τα μάτια μας, αδειάζουμε το μυαλό μας από ετοιματζίδικες απαντήσεις και αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί αν αφήσουμε τις πέτρες να πέσουν ταυτόχρονα προς το έδαφος. Μήπως η αυθόρμητη απάντησή μας συμφωνεί με την αριστοτελική θεωρία; Αν κάνετε το ίδιο πείραμα και με άλλους ανθρώπους, που δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις στο μυαλό τους θα πάρετε πάλι την «αριστοτελική» απάντηση -η μεγάλη πέτρα θα φτάσει πολύ πιο γρήγορα στο έδαφος. Κι όταν ανοίγουμε τα μάτια μας και αφήνουμε τις πέτρες να πέσουν … μας φαίνεται απίστευτο καθώς τις βλέπουμε να φτάνουν ταυτόχρονα στο έδαφος.

Που οφείλεται η λανθασμένη πρόβλεψη; Αφού αισθανόμαστε την βαριά πέτρα να πιέζει πολύ περισσότερο το χέρι μας, φαίνεται πως το «θέλει» πολύ περισσότερο να πάει προς τα κάτω, σε σύγκριση με την ελαφρότερη που δεν δείχνει να το «θέλει» τόσο πολύ. Επομένως, αφού το «θέλει» πολύ περισσότερο θα φτάσει πολύ πιο γρήγορα στο έδαφος. Πρόκειται για μια καθαρά ανθρωποκεντρική θεώρηση – φτάνει πολύ πιο γρήγορα στον στόχο του όποιος τον «επιθυμεί» περισσότερο. Αν και Αριστοτέλης δεν αναγνώριζε επιθυμίες στα άψυχα πράγματα. Μόνο τέλη. Γι’ αυτό και η φυσική του χαρακτηρίζεται τελεολογική. Στην περίπτωση της ελεύθερης πτώσης, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι τα βαριά σώματα πάνε προς τα κάτω – δηλαδή προς τη γη – απλώς επειδή εκεί είναι ο φυσικός τους τόπος. Κι όταν τον φτάσουν, η κίνηση σταματάει. Επέρχεται το τέλος της κίνησης.

Μπορούμε να πούμε ότι μακροβιότητα της αριστοτελικής θεωρίας για την κίνηση οφείλεται στους εξής τρεις παράγοντες: α) στην παραλυτική επιβολή του δόγματος β) στην ισχυρή ευλογοφάνεια της ίδιας της θεωρίας, και γ) στον άκρως αντιδιαισθητικό χαρακτήρα της αρχής της αδράνειας ο οποίος έκανε εξαιρετικά δύσκολη την ανακάλυψή της.

Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριστοτελικός νόμος της κίνησης δεν συμφωνεί με την ατομική θεωρία. Μέσα στο κενό η αντίσταση στην κίνηση των ατόμων – δηλαδή το R στον τύπο του Αριστοτέλη – μηδενίζεται και, όπως ξέρουμε από τα μαθηματικά όταν ο παρονομαστής ενός κλάσματος γίνει μηδέν το κλάσμα απειρίζεται. Επομένως τα άτομα είναι … καταδικασμένα να κινούνται συνεχώς με άπειρη ταχύτητα, το οποίο είναι, προφανώς παράλογο.
Επομένως, η πολεμική του Αριστοτέλη εναντίον των ατομικών φιλοσόφων ήταν μια γνήσια επιστημονική διαμάχη κι όχι μια αερο-μαχία μεταξύ πολιτικών παρατάξεων. Ο διάλογος ανάμεσα στις διαφορετικές σχολές σκέψης του αρχαίου ελληνικού κόσμου μπορεί να είχε συχνά πολεμικό χαρακτήρα, ήταν όμως πάντα διάλογος με αυστηρά λογικά επιχειρήματα. Γι’ αυτό εξάλλου και η διαλεκτική – αναζήτηση της αλήθειας μέσω του διαλόγου – θεωρείται μια κατ’ εξοχήν ελληνική τέχνη. Ένα σπουδαίο κομμάτι κι αυτή της μεγάλης ελληνικής κληρονομιάς. Από την οποία, βέβαια, εμείς εδώ συζητάμε μόνο μια μικρή γωνίτσα της. Αυτήν που έχει να κάνει με τη φυσική επιστήμη.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις