Μπορούμε να προβλέψουμε πού και πότε θα κτυπήσουν οι σεισμοί;
Το «κυνήγι» των σεισμών είναι ένα «άθλημα» το οποίο απασχολεί από παλιά την επιστημονική κοινότητα, καθώς κάτι τέτοιο θα επέτρεπε την έγκαιρη εκκένωση των περιοχών που θα επρόκειτο να πληγούν, σώζοντας αμέτρητες ζωές. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες εντοπισμού «σημαδιών» που προμηνύουν σεισμούς, πρόκειται για μεθόδους των οποίων οι δείκτες επιτυχίας ποικίλλουν, μεαποτέλεσμα η ακριβής πρόβλεψη σεισμών να θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη.
Από πάρα πολύ παλιά υπήρχε η θεωρία/ αντίληψη ότι τα ζώα μπορούν να «νιώσουν» πότε πρόκειται να γίνει σεισμός: αφύσικες συμπεριφορές κατοικιδίων και μαζικές μετακινήσεις άγριων ζώων (ποντικοί, φίδια, βάτραχοι) έχουν παρατηρηθεί πριν από πολλούς μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν. Στην περίπτωση της Λ’ Άκουϊλα, ερευνητές παρουσίασαν στο Journal of Zoology μελέτη στην οποία αναφέρεται μαζική απομάκρυνση βατράχων από τους τόπους γέννησής τους. Ωστόσο, μέχρι τώρα οι επιστήμονες δεν έχουν καταφέρει να αξιοποιήσουν τέτοιου είδους φαινόμενα για να προβλέψουν αποτελεσματικά σεισμούς, καθώς η συμπεριφορά των ζώων επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η πείνα, η περιοχή, ο καιρός και άλλοι.
Όταν ισχυρές πιέσεις συσσωρεύονται στο φλοιό, τις περισσότερες φορές εκτονώνονται σε έναν μεγάλο σεισμό- ωστόσο, αρκετά συχνά προηγούνται μικρές «απελευθερώσεις», υπό τη μορφή προσεισμών. Οι προσεισμοί αυτοί λαμβάνουν χώρα στο 50% των περιπτώσεων μεγάλων σεισμών – και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ξεκινούν και μήνες πριν το πραγματικά μεγάλο πλήγμα του Εγκέλαδου. Σε κάποιες περιπτώσεις, επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να προβλέψουν το επίκεντρο ενός σεισμού καταγράφοντας τους προσεισμούς.
Πρόκειται για την «Υπόθεση Mogi Doughnut», που «θέλει» τους προσεισμούς και τον μεγάλο σεισμό να θυμίζουν ντόνατ: οι προσεισμοί γύρω και ο μεγάλος σεισμός στο κέντρο.
Παρόλα αυτά, αν και οι μισοί μεγάλοι σεισμοί έχουν προσεισμούς, μόνο το 5% των μικρών σεισμών σχετίζονται με μεγάλους σεισμούς- οπότε, ακόμα και αν υπάρχουν μικρές δονήσεις, δεν αποτελούν αξιόπιστη «πηγή» πρόβλεψης. «Δεν υπάρχει επιστημονική βάση για να κάνει κανείς πρόβλεψη» λέει ο Δρ. Richard Walker, του πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Σε κάποιες περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί αυξημένα επίπεδα ραδονίου, που συνδέονται με τις διασπάσεις πετρωμάτων, οι οποίες προκαλούν σεισμούς. Επίσης, ως σχετικά αξιόπιστη ένδειξη θεωρείται η «συμπεριφορά» των όγκων νερού που βρίσκονται στο υπέδαφος- αλλά και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «σημάδια» τα οποία μπορεί να εμφανιστούν ή όχι.
Τα συστήματα προειδοποίησης που υπάρχουν ανιχνεύουν αλλαγές στην κίνηση, την κλίση, τα ύδατα, τα αέρια και τα χημικά στοιχεία του εδάφους. Τέτοια συστήματα χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία, το Μεξικό και την Ταϊβάν, αλλά είναι ικανά να δώσουν προειδοποίηση μέχρι και 30 δευτερόλεπτα πιο πριν.
Στην ιστορία της σεισμολογίας, μόνο μία πρόβλεψη ήταν επιτυχής: πρόκειται για το σεισμό του 1975 στη Χαϊχένγκ (βόρεια Κίνα), ισχύος 7,3 Ρίχτερ, ο οποίος είχε προβλεφθεί μία ημέρα πιο πριν, επιτρέποντας την έγκαιρη εκκένωση της πόλης. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά, ένας σεισμός 7,8 Ρίχτερ έπληξε την κοντινή Τανγκσάν, για τον οποίο κανείς δεν είχε προβλέψει τίποτα.
Οι επιστήμονες θα μπορούσαν να δίνουν προειδοποιήσεις για σεισμούς κάθε φορά που παρατηρείται σεισμική δόνηση που θα μπορούσε να αποτελεί προσεισμό- αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πάρα πολλούς εσφαλμένους συναγερμούς.
«Οι σεισμοί είναι σύνθετες φυσικές διαδικασίες, με χιλιάδες παράγοντες, κάτι που κάνει την ακριβή πρόβλεψή τους πρακτικά αδύνατη» λέει ο Walker, καταλήγοντας πως «η πρόβλεψη σεισμών θα γίνει δυνατή μόνο όταν γίνει πλήρως κατανοητή η διαδικασία που οδηγεί στο σεισμό. Αλλά ακόμα και τότε, ίσως να είναι αδύνατη».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου