Συνέντευξη του Peter Higgs στην La Sampa
Ο Πίτερ Χιγκς είναι αναμφίβολα ο μεγάλος πρωταγωνιστής των φετινών Νόμπελ Φυσικής, αφού πρώτος αυτός διείδε και, κυρίως, ανέλυσε με εντυπωσιακή διαύγεια την αναγκαιότητα ύπαρξης αλλά και τη θεμελιώδη λειτουργία του άπιαστου, μέχρι πέρυσι, ομώνυμου υποατομικού σωματιδίου, που δικαίως αποκαλείται «μποζόνιο Χιγκς», και εντελώς εσφαλμένα «σωματίδιο του Θεού».
Ένας ιδιαίτερα προικισμένος και αντισυμβατικός θεωρητικός φυσικός που, ενώ επί δεκαετίες είδε τις ιδέες του να αμφισβητούνται ή ακόμη και να χλευάζονται, αυτός συνέχισε να εργάζεται δημιουργικά στην ευτυχή γαλήνη του γραφείου του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Σκοτία.
Μεταφράζουμε μεγάλο μέρος μιας από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε στην ελβετική εφημερίδα «Le Temps» και στην ιταλική «La Stampa» πριν από μήνες, επειδή φωτίζει επαρκώς τον τρόπο σκέψης και τη γοητευτική προσωπικότητα του μεγάλου επιστήμονα.
• Καθηγητά, σήμερα σας θεωρούν το πρότυπο του σύγχρονου φυσικού. Πώς όμως ξεκίνησε το πάθος σας για την επιστήμη;
«Πιστεύω ότι από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως κάποτε θα γίνω θεωρητικός φυσικός. Ηδη από το Λύκειο ενδιαφερόμουν πολύ για τη βασική φυσική και τα μαθηματικά. Κατόπιν, κάποια μέρα ανακάλυψα ότι στο σχολείο μου είχε φοιτήσει, 25 χρόνια πριν από εμένα, ο Πολ Ντιράκ, ένας από τους πατέρες της κβαντομηχανικής. Με περιέργεια άρχισα να διαβάζω το έργο του. Και κατέληξα να γραφτώ στο Φυσικό».
• Την εποχή που ολοκληρώνατε τις πανεπιστημιακές σας σπουδές, ο Πολ Ντιράκ δίδασκε στο Κέμπριτζ. Σκεφτήκατε να πάτε εκεί για να εργαστείτε μαζί του;
«Ασφαλώς. Μόλις πήρα το πτυχίο μου είπα στον επιβλέποντα καθηγητή μου πως επιθυμούσα διακαώς να ασχοληθώ με τη φυσική των σωματιδίων και ότι ο μόνος που ήξερα να ασχολείται με αυτό το πεδίο ήταν ο Ντιράκ. Εκείνος μου απάντησε πως κανείς δεν εργαζόταν με τον Ντιράκ: ήταν μονήρης και δεν δεχόταν μεταπτυχιακούς φοιτητές».
• Και μετά τι συνέβη;
«Κατόπιν, όταν ο καθηγητής μου αποφάσισε να γίνει κάπως πιο διαφωτιστικός, μου εξήγησε ότι υπήρχε ένας άλλος φυσικός των στοιχειωδών σωματιδίων, ο οποίος δεχόταν πρόθυμα τους φοιτητές που είχε αρνηθεί ο Ντιράκ. Ηταν ο Νίκολας Κέμερ (N. Kemmer)».
• Μετά την ειδίκευσή σας εγκατασταθήκατε στο Εδιμβούργο, όπου εργαζόταν και ο Κέμερ. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα εκεί;
«Πολύ όμορφη! Ήμουν και γραμματέας μιας επιτροπής επιστημόνων που μάχονταν για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους που σκέφτονταν σαν εμένα. Μεταξύ αυτών και τη μελλοντική μου σύζυγο, που ήταν Αμερικανίδα».
• Από επιστημονική άποψη ήσασταν ικανοποιημένος;
«Ναι. Ο Κέμερ δεν αναμειγνυόταν ιδιαίτερα στις έρευνές μου, ωστόσο του άρεσε στην ομάδα του να ασχολείται ο καθένας με διαφορετικά πράγματα, οπότε έκανε ο καθένας ό,τι τον ενδιέφερε περισσότερο. Είχα ανέκαθεν μια πολύ προσωπική προσέγγιση των πραγμάτων, που σπανίως ταυτιζόταν με την προσέγγιση της πλειονότητας. Μολονότι δεν κατάφερα να εργαστώ με τον Ντιράκ, ο τρόπος σκέψης του με είχε επηρεάσει βαθιά. Και ο Ντιράκ υποστήριζε ότι το μόνο που αξίζει είναι να επικεντρωθούμε στα θεμελιώδη φυσικά προβλήματα.
Ηδη από τότε οι περισσότεροι φυσικοί προτιμούσαν να εργάζονται πάνω σε ζητήματα που συνδέονταν με πρακτικές εφαρμογές και όχι με τα μεγάλα αφηρημένα θέματα της φυσικής. Εγώ, αντίθετα, ήθελα να κατανοήσω πώς λειτουργούν τα πράγματα σε ένα βαθύτερο επίπεδο».
• Πότε αρχίσατε να υποψιάζεστε την ύπαρξη του μποζονίου;
«Το 1964 -τότε ήμουν 35 ετών- δημοσίευσα δύο άρθρα που μου χάρισαν κάποια φήμη. Το πρώτο ήταν μόνο μία σελίδα, στην οποία έκανα μια καθαρά μαθηματική ανάλυση. Επειδή εκείνη την εποχή όλοι έλεγαν ότι οι Ευρωπαίοι επιστήμονες όφειλαν να στηρίζουν τα ευρωπαϊκά επιστημονικά περιοδικά και να δημοσιεύουν αποκλειστικά σε αυτά, έστειλα αυτή την εργασία σε ένα περιοδικό της γηραιάς ηπείρου, στο “Physics Letters”. Το άρθρο έγινε αποδεκτό. Λίγο αργότερα έστειλα και δεύτερο, εξίσου σύντομο άρθρο, που συμπλήρωνε το πρώτο και στο οποίο εξηγούσα πώς οι μαθηματικές υποθέσεις που είχα προτείνει εφαρμόζονταν σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αυτή τη φορά, το ίδιο περιοδικό αρνήθηκε να δημοσιεύσει το δεύτερο άρθρο, κάτι που με εκνεύρισε ιδιαίτερα!».
• Πώς γίνεται ένα περιοδικό που έχει δεχτεί να δημοσιεύσει το πρώτο σας άρθρο, να απορρίπτει το δεύτερο;
«Πιστεύω επειδή, ως συνήθως, είχα συμπεριφερθεί με τρόπο αντισυμβατικό. Το άρθρο ήταν γραμμένο στη γλώσσα της κβαντομηχανικής, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν ξεπερασμένη. Τότε αποφάσισα να προσθέσω τις απαραίτητες λεπτομέρειες, για να εξηγήσω τι προτείνω, και έστειλα το άρθρο σε ένα ανταγωνιστικό αμερικανικό περιοδικό, όπου και έγινε αμέσως δεκτό».
• Ετσι, σταδιακά, αρχίσατε να γίνεστε διάσημος;
«Αρχισα να αποκτώ πραγματικά κάποια φήμη διεθνώς μόνο κατά το 1972, μετά από μια συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο. Με αυτή την ευκαιρία ένας διάσημος Κορεάτης φυσικός, ο Μπεν Λι (Ben Lee), έκανε τη σύνοψη όλων όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε. Είχα συναντήσει τον Λι πριν από καιρό και μου είχε θέσει πολλές ερωτήσεις. Ετσι, μεταξύ ενός πιάτου φαγητού και μιας μπίρας, έπρεπε να του εξηγήσω, σε πολύ γενικές γραμμές, πού είχαν φτάσει οι έρευνες σε αυτό τον τομέα. Ισως γι’ αυτό στη συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο απέδωσε μόνο σ’ εμένα τα όσα είχαν επιτευχθεί στην αναζήτηση του μποζονίου. Και αρκετοί συνάδελφοι ενοχλήθηκαν… ».
• Ωστόσο, και εσείς ποτέ δεν αντιταχθήκατε στη χρήση του ονόματός σας για αυτό το μποζόνιο.
«Οχι, επειδή είναι απολύτως βέβαιο ότι εγώ ήμουν ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον όλων γι’ αυτό το σωματίδιο το 1964».
• Τι κάνατε μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη του μποζονίου;
«Γέρασα! (βάζει τα γέλια). Στην πραγματικότητα μετά το 1970, εξαιτίας της αποτυχίας του γάμου μου, πέρασα πολλά χρόνια σε βαθιά προσωπική κρίση. Μόνο μετά το 1975 άρχισα να παθιάζομαι ξανά με το νέο ερευνητικό μου έργο για την υπερσυμμετρία. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι στο πεδίο αυτό τις καλύτερες ιδέες τις πρότειναν άτομα που ήταν κατά τριάντα χρόνια νεότεροί μου και πως οι υποθέσεις μου ήταν λανθασμένες. Ετσι, εγκατέλειψα τη σωματιδιακή φυσική για να ασχοληθώ με κάποια μαθηματικά προβλήματα».
• Σας είναι δύσκολο να συμβιώσετε με τη διεθνή διασημότητα του μποζονίου;
«Είναι κυρίως δύσκολο για το εγγονάκι μου. Την πρώτη ημέρα στο σχολείο, μπήκε στην τάξη και είδε κρεμασμένη στον τοίχο μια μεγάλη αφίσα με τη φάτσα μου».
Ένας ιδιαίτερα προικισμένος και αντισυμβατικός θεωρητικός φυσικός που, ενώ επί δεκαετίες είδε τις ιδέες του να αμφισβητούνται ή ακόμη και να χλευάζονται, αυτός συνέχισε να εργάζεται δημιουργικά στην ευτυχή γαλήνη του γραφείου του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Σκοτία.
Μεταφράζουμε μεγάλο μέρος μιας από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε στην ελβετική εφημερίδα «Le Temps» και στην ιταλική «La Stampa» πριν από μήνες, επειδή φωτίζει επαρκώς τον τρόπο σκέψης και τη γοητευτική προσωπικότητα του μεγάλου επιστήμονα.
• Καθηγητά, σήμερα σας θεωρούν το πρότυπο του σύγχρονου φυσικού. Πώς όμως ξεκίνησε το πάθος σας για την επιστήμη;
«Πιστεύω ότι από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως κάποτε θα γίνω θεωρητικός φυσικός. Ηδη από το Λύκειο ενδιαφερόμουν πολύ για τη βασική φυσική και τα μαθηματικά. Κατόπιν, κάποια μέρα ανακάλυψα ότι στο σχολείο μου είχε φοιτήσει, 25 χρόνια πριν από εμένα, ο Πολ Ντιράκ, ένας από τους πατέρες της κβαντομηχανικής. Με περιέργεια άρχισα να διαβάζω το έργο του. Και κατέληξα να γραφτώ στο Φυσικό».
• Την εποχή που ολοκληρώνατε τις πανεπιστημιακές σας σπουδές, ο Πολ Ντιράκ δίδασκε στο Κέμπριτζ. Σκεφτήκατε να πάτε εκεί για να εργαστείτε μαζί του;
«Ασφαλώς. Μόλις πήρα το πτυχίο μου είπα στον επιβλέποντα καθηγητή μου πως επιθυμούσα διακαώς να ασχοληθώ με τη φυσική των σωματιδίων και ότι ο μόνος που ήξερα να ασχολείται με αυτό το πεδίο ήταν ο Ντιράκ. Εκείνος μου απάντησε πως κανείς δεν εργαζόταν με τον Ντιράκ: ήταν μονήρης και δεν δεχόταν μεταπτυχιακούς φοιτητές».
• Και μετά τι συνέβη;
«Κατόπιν, όταν ο καθηγητής μου αποφάσισε να γίνει κάπως πιο διαφωτιστικός, μου εξήγησε ότι υπήρχε ένας άλλος φυσικός των στοιχειωδών σωματιδίων, ο οποίος δεχόταν πρόθυμα τους φοιτητές που είχε αρνηθεί ο Ντιράκ. Ηταν ο Νίκολας Κέμερ (N. Kemmer)».
• Μετά την ειδίκευσή σας εγκατασταθήκατε στο Εδιμβούργο, όπου εργαζόταν και ο Κέμερ. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα εκεί;
«Πολύ όμορφη! Ήμουν και γραμματέας μιας επιτροπής επιστημόνων που μάχονταν για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους που σκέφτονταν σαν εμένα. Μεταξύ αυτών και τη μελλοντική μου σύζυγο, που ήταν Αμερικανίδα».
• Από επιστημονική άποψη ήσασταν ικανοποιημένος;
«Ναι. Ο Κέμερ δεν αναμειγνυόταν ιδιαίτερα στις έρευνές μου, ωστόσο του άρεσε στην ομάδα του να ασχολείται ο καθένας με διαφορετικά πράγματα, οπότε έκανε ο καθένας ό,τι τον ενδιέφερε περισσότερο. Είχα ανέκαθεν μια πολύ προσωπική προσέγγιση των πραγμάτων, που σπανίως ταυτιζόταν με την προσέγγιση της πλειονότητας. Μολονότι δεν κατάφερα να εργαστώ με τον Ντιράκ, ο τρόπος σκέψης του με είχε επηρεάσει βαθιά. Και ο Ντιράκ υποστήριζε ότι το μόνο που αξίζει είναι να επικεντρωθούμε στα θεμελιώδη φυσικά προβλήματα.
Ηδη από τότε οι περισσότεροι φυσικοί προτιμούσαν να εργάζονται πάνω σε ζητήματα που συνδέονταν με πρακτικές εφαρμογές και όχι με τα μεγάλα αφηρημένα θέματα της φυσικής. Εγώ, αντίθετα, ήθελα να κατανοήσω πώς λειτουργούν τα πράγματα σε ένα βαθύτερο επίπεδο».
• Πότε αρχίσατε να υποψιάζεστε την ύπαρξη του μποζονίου;
«Το 1964 -τότε ήμουν 35 ετών- δημοσίευσα δύο άρθρα που μου χάρισαν κάποια φήμη. Το πρώτο ήταν μόνο μία σελίδα, στην οποία έκανα μια καθαρά μαθηματική ανάλυση. Επειδή εκείνη την εποχή όλοι έλεγαν ότι οι Ευρωπαίοι επιστήμονες όφειλαν να στηρίζουν τα ευρωπαϊκά επιστημονικά περιοδικά και να δημοσιεύουν αποκλειστικά σε αυτά, έστειλα αυτή την εργασία σε ένα περιοδικό της γηραιάς ηπείρου, στο “Physics Letters”. Το άρθρο έγινε αποδεκτό. Λίγο αργότερα έστειλα και δεύτερο, εξίσου σύντομο άρθρο, που συμπλήρωνε το πρώτο και στο οποίο εξηγούσα πώς οι μαθηματικές υποθέσεις που είχα προτείνει εφαρμόζονταν σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αυτή τη φορά, το ίδιο περιοδικό αρνήθηκε να δημοσιεύσει το δεύτερο άρθρο, κάτι που με εκνεύρισε ιδιαίτερα!».
• Πώς γίνεται ένα περιοδικό που έχει δεχτεί να δημοσιεύσει το πρώτο σας άρθρο, να απορρίπτει το δεύτερο;
«Πιστεύω επειδή, ως συνήθως, είχα συμπεριφερθεί με τρόπο αντισυμβατικό. Το άρθρο ήταν γραμμένο στη γλώσσα της κβαντομηχανικής, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν ξεπερασμένη. Τότε αποφάσισα να προσθέσω τις απαραίτητες λεπτομέρειες, για να εξηγήσω τι προτείνω, και έστειλα το άρθρο σε ένα ανταγωνιστικό αμερικανικό περιοδικό, όπου και έγινε αμέσως δεκτό».
• Ετσι, σταδιακά, αρχίσατε να γίνεστε διάσημος;
«Αρχισα να αποκτώ πραγματικά κάποια φήμη διεθνώς μόνο κατά το 1972, μετά από μια συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο. Με αυτή την ευκαιρία ένας διάσημος Κορεάτης φυσικός, ο Μπεν Λι (Ben Lee), έκανε τη σύνοψη όλων όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε. Είχα συναντήσει τον Λι πριν από καιρό και μου είχε θέσει πολλές ερωτήσεις. Ετσι, μεταξύ ενός πιάτου φαγητού και μιας μπίρας, έπρεπε να του εξηγήσω, σε πολύ γενικές γραμμές, πού είχαν φτάσει οι έρευνες σε αυτό τον τομέα. Ισως γι’ αυτό στη συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο απέδωσε μόνο σ’ εμένα τα όσα είχαν επιτευχθεί στην αναζήτηση του μποζονίου. Και αρκετοί συνάδελφοι ενοχλήθηκαν… ».
• Ωστόσο, και εσείς ποτέ δεν αντιταχθήκατε στη χρήση του ονόματός σας για αυτό το μποζόνιο.
«Οχι, επειδή είναι απολύτως βέβαιο ότι εγώ ήμουν ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον όλων γι’ αυτό το σωματίδιο το 1964».
• Τι κάνατε μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη του μποζονίου;
«Γέρασα! (βάζει τα γέλια). Στην πραγματικότητα μετά το 1970, εξαιτίας της αποτυχίας του γάμου μου, πέρασα πολλά χρόνια σε βαθιά προσωπική κρίση. Μόνο μετά το 1975 άρχισα να παθιάζομαι ξανά με το νέο ερευνητικό μου έργο για την υπερσυμμετρία. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι στο πεδίο αυτό τις καλύτερες ιδέες τις πρότειναν άτομα που ήταν κατά τριάντα χρόνια νεότεροί μου και πως οι υποθέσεις μου ήταν λανθασμένες. Ετσι, εγκατέλειψα τη σωματιδιακή φυσική για να ασχοληθώ με κάποια μαθηματικά προβλήματα».
• Σας είναι δύσκολο να συμβιώσετε με τη διεθνή διασημότητα του μποζονίου;
«Είναι κυρίως δύσκολο για το εγγονάκι μου. Την πρώτη ημέρα στο σχολείο, μπήκε στην τάξη και είδε κρεμασμένη στον τοίχο μια μεγάλη αφίσα με τη φάτσα μου».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου