Στ. Τραχανάς : Η Επιστήμη ως… φάντασμα
Η ακατάπαυστη συσσώρευση γνώσης από τις λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές μεταμορφώσεις και κοινωνικές επενδύσεις αυτής της γνώσης φαίνεται πως δεν είναι πλέον σε θέση να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, μέχρι πρόσφατα, «αλήθεια» ή «αξία» της Επιστήμης.«Τα ιερατεία στο εσωτερικό της επιστήμης είναι αδύνατον να αποκτήσουν πραγματική εξουσία, όχι γιατί οι επιστήμονες είναι καλοί και ανιδιοτελείς άνθρωποι, υπεράνω εξουσιαστικών παρορμήσεων, αλλά γιατί δεν τους… παίρνει!
Το παιχνίδι της θεμελιώδους επιστήμης δεν παίζεται με πολιτικούς όρους αλλά στον πάγκο του εργαστηρίου. Στο δικαστήριο της Φύσης», υποστηρίζει με πάθος ο Στ. Τραχανάς
Η ακατάπαυστη συσσώρευση γνώσης από τις λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές μεταμορφώσεις και κοινωνικές επενδύσεις αυτής της γνώσης φαίνεται πως δεν είναι πλέον σε θέση να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, μέχρι πρόσφατα, «αλήθεια» ή «αξία» της Επιστήμης. Πριν από δύο εβδομάδες ξεκινήσαμε να διερευνούμε αυτήν την ανησυχητική διαπίστωση με τη βοήθεια του φιλοσόφου της επιστήμης Αριστείδη Μπαλτά (βλ. «Εφ.Συν.» 6-6-2014).
Σήμερα θα συζητήσουμε κάποιες διαφορετικές πτυχές αυτού του ζητήματος με τον φυσικό Στέφανο Τραχανά, ο οποίος έχει συνεισφέρει αποφασιστικά στη διάδοση της επιστημονικής παιδείας στον τόπο μας, τόσο με το πλούσιο διδακτικό-συγγραφικό έργο του όσο και ως διευθυντής -σήμερα πρόεδρος- των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Αφορμή για την απολαυστική συνέντευξη που ακολουθεί ήταν η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του «Το φάντασμα της Οπερας: η επιστήμη στον πολιτισμό μας». Ενα μικρό αλλά πυκνό σε διεγερτικές ιδέες βιβλίο σχετικά με την υπόγεια και τελικά φασματική παρουσία της επιστήμης στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης
• Μία από τις βασικές ιδέες που αναπτύσσετε στο βιβλίο σας «Το φάντασμα της Οπερας», είναι ότι καμία επιστημονική θεωρία δεν επιδέχεται μία μονοσήμαντη επιστημολογική-φιλοσοφική, κοινωνιολογική ή ιδεολογική ερμηνεία. Τι είναι όμως αυτό που διαφοροποιεί τη γνώση των λεγόμενων θετικών επιστημών από άλλες μορφές γνώσης; Τι «θωρακίζει» την Επιστήμη από τα ιδεολογικά δόγματα;
Ας δούμε πρώτα τις «ιδεολογικές ερμηνείες» τις οποίες επιθυμώ εξ αρχής να διαφοροποιήσω από τις φιλοσοφικές-επιστημολογικές. Στη θεμελιώδη επιστήμη -αυτήν που ασχολείται με την αναζήτηση των πιο βασικών νόμων του κόσμου μας- τέτοιου τύπου «ερμηνείες» όχι μόνο δεν είναι δυνατές, αλλά καταλήγουν και σε μνημειώδεις ανοησίες όταν επιχειρούνται.
Υπενθυμίζω ότι για αρκετούς ναζί επιστήμονες η κβαντομηχανική -όπως και η θεωρία της σχετικότητας λίγο νωρίτερα- ήταν μια τυπική εβραϊκή θεωρία (προορισμένη να μολύνει το καθαρό πνεύμα της Αρίας φυλής), ενώ για άλλους ήταν ένα γνήσιο τέκνο του σφριγηλού γερμανικού πνεύματος! Υπενθυμίζω ακόμα την «υπόθεση Λισένκο», όπου ένας τσαρλατάνος, με την υποστήριξη του Στάλιν, κατάφερε να καταστρέψει τη ρωσική βιολογία (και όχι μόνο) για να την ξαναστήσει πάνω σε υγιείς «ιδεολογικές» βάσεις χωρίς… Δαρβίνους και άλλα αστικά… κατάλοιπα!
Για να φτάσω, τέλος, στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό των ημερών μας που «αλωνίζει» σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα είτε να έχει αποβληθεί ο Δαρβίνος (πάλι αυτός!) από τα σχολεία ορισμένων πολιτειών ή να έχει γίνει υποχρεωτική η παράλληλη διδασκαλία της θεωρίας της δημιουργίας ή εκείνης του ευφυούς σχεδιασμού! Δείτε την κοινή γραμμή σε όλα τα παραπάνω: ιδεολογική τύφλωση. Αν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τις θεωρίες σου, τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα!
• Ωραία, και για τις επιστημολογικές και φιλοσοφικές ερμηνείες της επιστήμης τι λέτε;
Οτι εδώ η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Στην περίπτωση της κβαντομηχανικής, για παράδειγμα, τα επιστημολογικά ερωτήματα που τίθενται είναι τόσο θεμελιώδη ώστε ο διάλογος μεταξύ φυσικών και επιστημολόγων να είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και αυτό διότι, κατά τη γνώμη μου, η φιλοσοφία κουβαλάει μια τόσο μεγάλη παράδοση αυστηρού ορισμού των εννοιών ώστε οι λεπτές εννοιολογικές αναλύσεις που απαιτεί ο έλεγχος των θεμελίων μιας φυσικής θεωρίας να βρίσκουν εκεί μια καταπληκτική «εργαλειοθήκη».
Από την άλλη μεριά, στον διάλογο επιστήμης – φιλοσοφίας και οι δύο πλευρές θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση ότι η μονοσήμαντη φιλοσοφική ανάγνωση μιας φυσικής θεωρίας δεν είναι δυνατή. Το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα για όσους το γνωρίζουν.
Αυτό που «θωρακίζει» τώρα τη σύγχρονη φυσική επιστήμη από τις βλαβερές συνέπειες του ιδεολογικού και του φιλοσοφικού δογματισμού είναι ασφαλώς το εξής: η άνευ όρων αναγνώριση του «πρωτείου» της εμπειρικής πραγματικότητας. Οτι η παρατήρηση και το πείραμα είναι η μοναδική πηγή έγκυρης -αν και πάντα προσωρινής και ατελούς- γνώσης για τον φυσικό κόσμο.
Η επιτυχία και η αδιάκοπη πρόοδος της επιστήμης από τον Γαλιλαίο και μετά οφείλεται σε αυτό ακριβώς: στην πλήρη χειραφέτησή της από τα κάθε είδους δόγματα και τα ιερατεία που τα «διακονούν». Η μόνη αυθεντία είναι η εμπειρική πραγματικότητα. Και επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η χειραφέτηση αυτή είναι μια μεγάλη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού.
• Παρά τη σφοδρή αντίθεσή σας στις «μονοσήμαντες ερμηνείες», στο πρώτο μέρος του βιβλίου σας υποστηρίζετε ότι η αρχή της αβεβαιότητας, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κβαντικής φυσικής, δεν είναι μόνον η «μητέρα» της μεγαλύτερης επιστημονικής-τεχνολογικής επανάστασης στην ιστορία, αλλά βρίσκεται πίσω ακόμα και από την ανάδυση της ζωής στο σύμπαν. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί επίσης «μονοσήμαντη» αυτή η αναγωγή σχεδόν των πάντων στην αρχή της αβεβαιότητας;
Μην εκπλαγείτε που θα ξεκινήσω λίγο… επιθετικά, λέγοντας: μα αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της θεμελιώδους επιστήμης, να βρει εκείνους τους -πολύ λίγους- θεμελιώδεις νόμους της φύσης στους οποίους ανάγονται τα πάντα «σε τελευταία ανάλυση».
Προσέξτε όμως γιατί ο διάβολος κρύβεται σε αυτήν τη φαινομενικά αθώα φράση: «σε τελευταία ανάλυση». Την ίδια ακριβώς φράση που τόσο ταλαιπώρησε τους μαρξιστές φιλοσόφους του περασμένου αιώνα στην προσπάθειά τους να δώσουν ακριβές περιεχόμενο στην περίφημη θέση του Μαρξ, ότι η βάση -δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής- προσδιορίζει το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας σε τελευταία ανάλυση. Προσδιορίζει δηλαδή τον πολιτισμό, τους θεσμούς, το νομικό πλαίσιο, τις ιδέες της κ.λπ., κ.λπ.
Δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τη θεμελιώδη επιστήμη, αλλά η αναλογία είναι πολύ χρήσιμη. Κυρίως για να μας προφυλάξει από ακραίους και τελικά αφελείς αναγωγισμούς, που ορθά επισημαίνετε στην ερώτησή σας.
Υστερα από όλα αυτά σπεύδω να «ομολογήσω» ότι η αναγωγή όλων των πολύπλοκων εκδηλώσεων της μακροσκοπικής ύλης -και ιδίως της έμβιας ύλης- στους λίγους θεμελιώδεις νόμους του μικρόκοσμου, παρότι θεωρητικά δυνατή, όχι μόνο είναι πρακτικά ανέφικτη, αλλά πολύ συχνά δεν είναι καν χρήσιμο να επιδιώκεται.
Γι’ αυτό εξάλλου επιστήμες όπως η Βιολογία ξεκινούν από δικούς τους βασικούς νόμους που αφορούν άμεσα αυτό το επίπεδο οργάνωσης της ύλης. Χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται ότι «από κάτω» υπάρχουν οι νόμοι της φυσικής και τίποτε άλλο: ούτε βιταλισμοί ούτε άλλοι μυστηριώδεις υπερ-φυσικοί νόμοι. Οχι λοιπόν στον αφελή αναγωγισμό -που εκλαμβάνει αυτό το «σε τελευταία ανάλυση» ως δυνατότητα ουσιαστικής πρόβλεψης-, όχι όμως και να αφήσουμε το παράθυρο ανοιχτό στους… «ευφυείς σχεδιαστές» και σε όλες τις παραλλαγές του μυστικισμού που καραδοκούν.
Η αναφορά μου στην αρχή της αβεβαιότητας και στο φαινόμενο της ζωής σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται. Οχι για να ισχυριστώ ότι είναι εφικτές λεπτομερείς προβλέψεις, αλλά για να αναδείξω το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ζωής στο σύμπαν ενυπάρχουν στους ίδιους τους φυσικούς νόμους.
• Πάντως, εισάγοντας την πράξη της παρατήρησης (και τον παρατηρητή!) ως αποφασιστικό παράγοντα που επηρεάζει όχι μόνο τη γνώση αλλά και την ίδια την πορεία των μικροφυσικών φαινομένων, η κβαντική φυσική φαίνεται πως άνοιξε τον δρόμο σε αντιρεαλιστικές απόψεις. Μήπως τελικά συνέβαλε (άθελά της;) στο να νομιμοποιηθούν οι ακραίες απόψεις των φιλοσόφων και επιστημολόγων που αμφισβητούν την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης;
Είναι αλήθεια ότι στο πλαίσιο της κβαντομηχανικής αλλάζει δραστικά και η έννοια της αντικειμενικής πραγματικότητας, αφού πλέον η πράξη της παρατήρησης ενός κβαντικού συστήματος δεν πιστοποιεί απλώς αυτό που υπάρχει, όπως στην κλασική φυσική, αλλά πραγματώνει κάποια από τις ενυπάρχουσες δυνατότητές του. Το κβαντικό σύστημα μπορεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση επαλληλίας, όπως λέμε -να είναι, π.χ., «άσπρο» και «μαύρο» ταυτόχρονα-, και η πράξη της μέτρησης είναι αυτή που τελικά πραγματώνει τη μία ή την άλλη εκδοχή του.
Ομως αυτές οι καταστάσεις επαλληλίας -με όλα τα «ενδεχόμενα» που εμπεριέχουν- προσδιορίζονται με αυστηρά αντικειμενικό τρόπο από το ίδιο το φυσικό σύστημα και τους φυσικούς παράγοντες που το καθορίζουν. Επομένως, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η κβαντομηχανική άνοιξε τον δρόμο για αμφισβητήσεις του αντικειμενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης.
Θα ήταν εξωφρενικό να το λέμε αυτό ενώ ζούμε σε έναν τεχνολογικό πολιτισμό που βασίζεται πλέον -σχεδόν κατά 100%- στην κβαντική φυσική! Λέτε όλα αυτά τα απίθανα «γκατζετάκια» με τα οποία «παίζουμε» κάθε μέρα να «χτίστηκαν» πάνω σε μια γνώση του φυσικού κόσμου χωρίς αντικειμενικό χαρακτήρα;
Για να είμαι όμως συνεπής με όσα ήδη είπα -ότι δηλαδή οι φυσικές θεωρίες δεν επιδέχονται μονοσήμαντη φιλοσοφική «ανάγνωση»-, τότε θα πρέπει να αφήσω ανοιχτό το ενδεχόμενο και για φιλοσοφικά συμπεράσματα σαν αυτά που αναφέρατε. Τέτοια συμπεράσματα βγαίνουν πράγματι πολύ δύσκολα -το είπαμε και πριν-, αν όμως το… θέλεις πολύ, τελικά βγαίνουν! Και είναι αλήθεια ότι μερικοί μεταμοντέρνοι αποδομητές και ουκ ολίγοι οπαδοί θρησκευτικών δογμάτων το θέλουν πάρα πολύ.
• Με κάθε ευκαιρία υπογραμμίζετε στα κείμενά σας ότι ο απόλυτος εχθρός της Επιστήμης είναι «τα ιδεολογικά ιερατεία» -θρησκευτικά, πολιτικά, διανοητικά- τα οποία θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη και οριστική Αλήθεια. Κατά καιρούς όμως και στην Επιστήμη εμφανίζονται τέτοια δογματικά ιερατεία. Εκφραση της βαθύτερης, σχεδόν ακατανίκητης επιθυμίας του ανθρώπινου μυαλού για απόλυτες και οριστικές αλήθειες, καθώς και της ανάγκης του για εξουσία. Υπάρχει άραγε κάποιο επαρκές αντίβαρο στη ματαιοδοξία της «βασικής» επιστήμης ή στην αυθαιρεσία της «εφαρμοσμένης» τεχνοεπιστήμης;
Ένα «ιδεολογικό ιερατείο» μπορεί να «στηθεί» και να λειτουργήσει ως «αστυνομία σκέψης» -δηλαδή ως «ιδεοφύλακας»- μόνο υπό τη σκέπη ενός ολοκληρωτικού ή θεοκρατικού καθεστώτος. Σε μια δημοκρατική κοινωνία όμως (όσο ατελής κι αν είναι) τέτοια ιερατεία, ακόμα και όταν εμφανίζονται (και όντως εμφανίζονται, ιδίως σε ταραγμένες εποχές), είναι πολύ αδύναμα για να έχουν σοβαρή επίδραση στην επιστημονική ζωή μιας χώρας.
Οσο για τα ιερατεία στο εσωτερικό της επιστήμης, αυτά είναι αδύνατον να αποκτήσουν πραγματική εξουσία, όχι γιατί οι επιστήμονες είναι καλοί και ανιδιοτελείς άνθρωποι, υπεράνω εξουσιαστικών παρορμήσεων, αλλά γιατί δεν τους… παίρνει! Στην επιστήμη δεν θα γίνεις ποτέ π.χ. Αϊνστάιν επειδή έφτιαξες ένα κόμμα οπαδών της ριζοσπαστικής θεωρίας σου για το σύμπαν και πήρατε στο κατόπι τους αντιπάλους σας.
Αυτή η στρατηγική αποδίδει σε άλλες περιπτώσεις, όχι όμως στην επιστήμη. Εκεί, μάλλον χρειάζεται να συνωμοτήσει και το… σύμπαν μαζί σου και να δίνει μόνο τα αποτελέσματα που συμφωνούν με τη θεωρία σου και τίποτε άλλο!
Γι’ αυτό εξάλλου ούτε ο Αϊνστάιν ο ίδιος, παρά τη σφοδρή αντιπολίτευση που άσκησε στην πιθανοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής, δεν μπόρεσε να επιβάλει την άποψή του κόντρα στα πειραματικά δεδομένα που διαρκώς τον διέψευδαν. Με κορυφαία στιγμή το πείραμα του Aspect το 1984, που απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πράγματι ο Αϊνστάιν είχε άδικο. Ο Θεός… παίζει ζάρια με τον κόσμο!
Δεν σηκώνει λοιπόν ιερατεία η θεμελιώδης επιστήμη γιατί εκεί το παιχνίδι δεν παίζεται με πολιτικούς όρους αλλά στον… πάγκο του εργαστηρίου. Στο δικαστήριο της Φύσης. Και αυτό τουλάχιστον το δικαστήριο ουδείς μπορεί να το επηρεάσει.
• Πώς εξηγείτε, ωστόσο, το γεγονός ότι στην εποχή της δήθεν απόλυτης ηγεμονίας και του θριάμβου της τεχνοεπιστήμης ολοένα και περισσότεροι «μορφωμένοι» άνθρωποι παραδίδονται αμαχητί στον ανορθολογισμό και στις παραεπιστήμες που δεσπόζουν στον δημόσιο χώρο;
Η ειλικρινής μου απάντηση είναι… δεν ξέρω. Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό κοινωνιολογικό φαινόμενο που μόνο επαγγελματίες μελετητές του θα μπορούσαν να μας πουν κάτι ουσιώδες γι’ αυτό.
Από την πλευρά μου, μπορώ να πω μόνο τούτο: ότι ο ανορθολογισμός και το δίδυμο αδέλφι του, οι θεωρίες συνωμοσίας, πρόσφεραν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσαν «τα άνθη του κακού» τον ταραγμένο αιώνα που πέρασε.
Και ένας προσεκτικός παρατηρητής του δημόσιου χώρου στον τόπο μας θα έχει σίγουρα διαπιστώσει ότι το «φαινόμενο» δεν περιορίζεται πια στο μορφωτικά κατώτερο τμήμα της κοινωνίας μας, αλλά έχει διεισδύσει και στα κορυφαία στρώματα τής (υποτιθέμενης) πνευματικής ηγεσίας της.
Να πω, για παράδειγμα, ότι είδα και άκουσα ο ίδιος πρωτοβάθμιο πανεπιστημιακό καθηγητή -αναπληρωματικό μέλος τότε του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας- να εξηγεί από τηλεοράσεως τις μαγικές ιδιότητες της πυραμίδας του Χέοπος. Ιδιότητες που ο ίδιος είχε μελετήσει και επιβεβαιώσει πειραματικά!
Να προσθέσω επίσης ότι άκουσα εμβρόντητος ανώτερο ακαδημαϊκό αξιωματούχο να μιλάει από επίσημο βήμα για την περίφημη «τελευταία συνέντευξη» του Αϊνστάιν διά της οποίας (όπως ισχυρίζονται οι ερμηνευτές της) ο μεγάλος φυσικός περίπου ομολόγησε ότι η πραγματική πατρότητα της θεωρίας της σχετικότητας ανήκει στον μεγάλο -αλλά, κυρίως «δικό μας»- Ελληνα μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή; Και ξέρετε ποια είναι η «πηγή» για την ύπαρξη αυτής της συνέντευξης; Ακούστε την: Κυριάκος Διακογιάννης, εφημερίδα «Αυριανή»!
Θα μου επιτρέψετε όμως να κλείσω αυτό το πολύ σοβαρό θέμα -που το συζητώ διεξοδικά στο βιβλίο μου- μ’ έναν πιο ανάλαφρο τρόπο. Λέγοντας ότι τους φανατικούς ανθρώπους, που τρέφονται με τέτοιους «αστικούς μύθους», είναι σχεδόν αδύνατο να τους μεταπείσεις με λογικά επιχειρήματα και πραγματικά γεγονότα.
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, μάλιστα, η καλύτερη τακτική είναι η… πλειοδοσία: όχι μόνο να συμφωνήσεις με τη «θεωρία» τους, αλλά και να την πας ακόμα πιο πέρα. Στο όριο του παραλόγου. Εκεί όπου παραμονεύει ο μεγαλύτερος εχθρός του κάθε φανατισμού: το γέλιο.
Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση Αϊνστάιν -ναι, εκείνου του… παλιοεβραίου που έκλεψε τη θεωρία της σχετικότητας από τον «δικό μας»- προτείνω την εξής επέκταση της «θεωρίας». Λες στον συνομιλητή σου: «Βρε συ, τη θεωρία της σχετικότητας θα δίσταζε να του κλέψει; Εδώ του έκλεψε το ποδήλατο του ανθρώπου! Ναι, ναι, αυτό το ποδήλατο που φαίνεται να το οδηγεί καμαρωτά καμαρωτά στις φωτογραφίες. Μετά μου λες εσύ για σχετικότητα και πράσινα άλογα. Τι περιμένεις από έναν Εβραίο; Να μη σε κλέψει;».
………………………………………………………………
Εκδήλωση: «Το φάντασμα της όπερας» στον Ιανό
Το παιχνίδι της θεμελιώδους επιστήμης δεν παίζεται με πολιτικούς όρους αλλά στον πάγκο του εργαστηρίου. Στο δικαστήριο της Φύσης», υποστηρίζει με πάθος ο Στ. Τραχανάς
Η ακατάπαυστη συσσώρευση γνώσης από τις λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κυρίως οι ασύλληπτες τεχνολογικές μεταμορφώσεις και κοινωνικές επενδύσεις αυτής της γνώσης φαίνεται πως δεν είναι πλέον σε θέση να δικαιολογήσουν την αυταπόδεικτη, μέχρι πρόσφατα, «αλήθεια» ή «αξία» της Επιστήμης. Πριν από δύο εβδομάδες ξεκινήσαμε να διερευνούμε αυτήν την ανησυχητική διαπίστωση με τη βοήθεια του φιλοσόφου της επιστήμης Αριστείδη Μπαλτά (βλ. «Εφ.Συν.» 6-6-2014).
Σήμερα θα συζητήσουμε κάποιες διαφορετικές πτυχές αυτού του ζητήματος με τον φυσικό Στέφανο Τραχανά, ο οποίος έχει συνεισφέρει αποφασιστικά στη διάδοση της επιστημονικής παιδείας στον τόπο μας, τόσο με το πλούσιο διδακτικό-συγγραφικό έργο του όσο και ως διευθυντής -σήμερα πρόεδρος- των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης. Αφορμή για την απολαυστική συνέντευξη που ακολουθεί ήταν η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του «Το φάντασμα της Οπερας: η επιστήμη στον πολιτισμό μας». Ενα μικρό αλλά πυκνό σε διεγερτικές ιδέες βιβλίο σχετικά με την υπόγεια και τελικά φασματική παρουσία της επιστήμης στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης
• Μία από τις βασικές ιδέες που αναπτύσσετε στο βιβλίο σας «Το φάντασμα της Οπερας», είναι ότι καμία επιστημονική θεωρία δεν επιδέχεται μία μονοσήμαντη επιστημολογική-φιλοσοφική, κοινωνιολογική ή ιδεολογική ερμηνεία. Τι είναι όμως αυτό που διαφοροποιεί τη γνώση των λεγόμενων θετικών επιστημών από άλλες μορφές γνώσης; Τι «θωρακίζει» την Επιστήμη από τα ιδεολογικά δόγματα;
Ας δούμε πρώτα τις «ιδεολογικές ερμηνείες» τις οποίες επιθυμώ εξ αρχής να διαφοροποιήσω από τις φιλοσοφικές-επιστημολογικές. Στη θεμελιώδη επιστήμη -αυτήν που ασχολείται με την αναζήτηση των πιο βασικών νόμων του κόσμου μας- τέτοιου τύπου «ερμηνείες» όχι μόνο δεν είναι δυνατές, αλλά καταλήγουν και σε μνημειώδεις ανοησίες όταν επιχειρούνται.
Υπενθυμίζω ότι για αρκετούς ναζί επιστήμονες η κβαντομηχανική -όπως και η θεωρία της σχετικότητας λίγο νωρίτερα- ήταν μια τυπική εβραϊκή θεωρία (προορισμένη να μολύνει το καθαρό πνεύμα της Αρίας φυλής), ενώ για άλλους ήταν ένα γνήσιο τέκνο του σφριγηλού γερμανικού πνεύματος! Υπενθυμίζω ακόμα την «υπόθεση Λισένκο», όπου ένας τσαρλατάνος, με την υποστήριξη του Στάλιν, κατάφερε να καταστρέψει τη ρωσική βιολογία (και όχι μόνο) για να την ξαναστήσει πάνω σε υγιείς «ιδεολογικές» βάσεις χωρίς… Δαρβίνους και άλλα αστικά… κατάλοιπα!
Για να φτάσω, τέλος, στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό των ημερών μας που «αλωνίζει» σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Με αποτέλεσμα είτε να έχει αποβληθεί ο Δαρβίνος (πάλι αυτός!) από τα σχολεία ορισμένων πολιτειών ή να έχει γίνει υποχρεωτική η παράλληλη διδασκαλία της θεωρίας της δημιουργίας ή εκείνης του ευφυούς σχεδιασμού! Δείτε την κοινή γραμμή σε όλα τα παραπάνω: ιδεολογική τύφλωση. Αν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τις θεωρίες σου, τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα!
• Ωραία, και για τις επιστημολογικές και φιλοσοφικές ερμηνείες της επιστήμης τι λέτε;
Οτι εδώ η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Στην περίπτωση της κβαντομηχανικής, για παράδειγμα, τα επιστημολογικά ερωτήματα που τίθενται είναι τόσο θεμελιώδη ώστε ο διάλογος μεταξύ φυσικών και επιστημολόγων να είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και αυτό διότι, κατά τη γνώμη μου, η φιλοσοφία κουβαλάει μια τόσο μεγάλη παράδοση αυστηρού ορισμού των εννοιών ώστε οι λεπτές εννοιολογικές αναλύσεις που απαιτεί ο έλεγχος των θεμελίων μιας φυσικής θεωρίας να βρίσκουν εκεί μια καταπληκτική «εργαλειοθήκη».
Από την άλλη μεριά, στον διάλογο επιστήμης – φιλοσοφίας και οι δύο πλευρές θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση ότι η μονοσήμαντη φιλοσοφική ανάγνωση μιας φυσικής θεωρίας δεν είναι δυνατή. Το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα για όσους το γνωρίζουν.
Αυτό που «θωρακίζει» τώρα τη σύγχρονη φυσική επιστήμη από τις βλαβερές συνέπειες του ιδεολογικού και του φιλοσοφικού δογματισμού είναι ασφαλώς το εξής: η άνευ όρων αναγνώριση του «πρωτείου» της εμπειρικής πραγματικότητας. Οτι η παρατήρηση και το πείραμα είναι η μοναδική πηγή έγκυρης -αν και πάντα προσωρινής και ατελούς- γνώσης για τον φυσικό κόσμο.
Η επιτυχία και η αδιάκοπη πρόοδος της επιστήμης από τον Γαλιλαίο και μετά οφείλεται σε αυτό ακριβώς: στην πλήρη χειραφέτησή της από τα κάθε είδους δόγματα και τα ιερατεία που τα «διακονούν». Η μόνη αυθεντία είναι η εμπειρική πραγματικότητα. Και επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η χειραφέτηση αυτή είναι μια μεγάλη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού.
• Παρά τη σφοδρή αντίθεσή σας στις «μονοσήμαντες ερμηνείες», στο πρώτο μέρος του βιβλίου σας υποστηρίζετε ότι η αρχή της αβεβαιότητας, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κβαντικής φυσικής, δεν είναι μόνον η «μητέρα» της μεγαλύτερης επιστημονικής-τεχνολογικής επανάστασης στην ιστορία, αλλά βρίσκεται πίσω ακόμα και από την ανάδυση της ζωής στο σύμπαν. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί επίσης «μονοσήμαντη» αυτή η αναγωγή σχεδόν των πάντων στην αρχή της αβεβαιότητας;
Μην εκπλαγείτε που θα ξεκινήσω λίγο… επιθετικά, λέγοντας: μα αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της θεμελιώδους επιστήμης, να βρει εκείνους τους -πολύ λίγους- θεμελιώδεις νόμους της φύσης στους οποίους ανάγονται τα πάντα «σε τελευταία ανάλυση».
Προσέξτε όμως γιατί ο διάβολος κρύβεται σε αυτήν τη φαινομενικά αθώα φράση: «σε τελευταία ανάλυση». Την ίδια ακριβώς φράση που τόσο ταλαιπώρησε τους μαρξιστές φιλοσόφους του περασμένου αιώνα στην προσπάθειά τους να δώσουν ακριβές περιεχόμενο στην περίφημη θέση του Μαρξ, ότι η βάση -δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής- προσδιορίζει το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας σε τελευταία ανάλυση. Προσδιορίζει δηλαδή τον πολιτισμό, τους θεσμούς, το νομικό πλαίσιο, τις ιδέες της κ.λπ., κ.λπ.
Δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τη θεμελιώδη επιστήμη, αλλά η αναλογία είναι πολύ χρήσιμη. Κυρίως για να μας προφυλάξει από ακραίους και τελικά αφελείς αναγωγισμούς, που ορθά επισημαίνετε στην ερώτησή σας.
Υστερα από όλα αυτά σπεύδω να «ομολογήσω» ότι η αναγωγή όλων των πολύπλοκων εκδηλώσεων της μακροσκοπικής ύλης -και ιδίως της έμβιας ύλης- στους λίγους θεμελιώδεις νόμους του μικρόκοσμου, παρότι θεωρητικά δυνατή, όχι μόνο είναι πρακτικά ανέφικτη, αλλά πολύ συχνά δεν είναι καν χρήσιμο να επιδιώκεται.
Γι’ αυτό εξάλλου επιστήμες όπως η Βιολογία ξεκινούν από δικούς τους βασικούς νόμους που αφορούν άμεσα αυτό το επίπεδο οργάνωσης της ύλης. Χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται ότι «από κάτω» υπάρχουν οι νόμοι της φυσικής και τίποτε άλλο: ούτε βιταλισμοί ούτε άλλοι μυστηριώδεις υπερ-φυσικοί νόμοι. Οχι λοιπόν στον αφελή αναγωγισμό -που εκλαμβάνει αυτό το «σε τελευταία ανάλυση» ως δυνατότητα ουσιαστικής πρόβλεψης-, όχι όμως και να αφήσουμε το παράθυρο ανοιχτό στους… «ευφυείς σχεδιαστές» και σε όλες τις παραλλαγές του μυστικισμού που καραδοκούν.
Η αναφορά μου στην αρχή της αβεβαιότητας και στο φαινόμενο της ζωής σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται. Οχι για να ισχυριστώ ότι είναι εφικτές λεπτομερείς προβλέψεις, αλλά για να αναδείξω το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ζωής στο σύμπαν ενυπάρχουν στους ίδιους τους φυσικούς νόμους.
• Πάντως, εισάγοντας την πράξη της παρατήρησης (και τον παρατηρητή!) ως αποφασιστικό παράγοντα που επηρεάζει όχι μόνο τη γνώση αλλά και την ίδια την πορεία των μικροφυσικών φαινομένων, η κβαντική φυσική φαίνεται πως άνοιξε τον δρόμο σε αντιρεαλιστικές απόψεις. Μήπως τελικά συνέβαλε (άθελά της;) στο να νομιμοποιηθούν οι ακραίες απόψεις των φιλοσόφων και επιστημολόγων που αμφισβητούν την αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης;
Είναι αλήθεια ότι στο πλαίσιο της κβαντομηχανικής αλλάζει δραστικά και η έννοια της αντικειμενικής πραγματικότητας, αφού πλέον η πράξη της παρατήρησης ενός κβαντικού συστήματος δεν πιστοποιεί απλώς αυτό που υπάρχει, όπως στην κλασική φυσική, αλλά πραγματώνει κάποια από τις ενυπάρχουσες δυνατότητές του. Το κβαντικό σύστημα μπορεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση επαλληλίας, όπως λέμε -να είναι, π.χ., «άσπρο» και «μαύρο» ταυτόχρονα-, και η πράξη της μέτρησης είναι αυτή που τελικά πραγματώνει τη μία ή την άλλη εκδοχή του.
Ομως αυτές οι καταστάσεις επαλληλίας -με όλα τα «ενδεχόμενα» που εμπεριέχουν- προσδιορίζονται με αυστηρά αντικειμενικό τρόπο από το ίδιο το φυσικό σύστημα και τους φυσικούς παράγοντες που το καθορίζουν. Επομένως, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η κβαντομηχανική άνοιξε τον δρόμο για αμφισβητήσεις του αντικειμενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης.
Θα ήταν εξωφρενικό να το λέμε αυτό ενώ ζούμε σε έναν τεχνολογικό πολιτισμό που βασίζεται πλέον -σχεδόν κατά 100%- στην κβαντική φυσική! Λέτε όλα αυτά τα απίθανα «γκατζετάκια» με τα οποία «παίζουμε» κάθε μέρα να «χτίστηκαν» πάνω σε μια γνώση του φυσικού κόσμου χωρίς αντικειμενικό χαρακτήρα;
Για να είμαι όμως συνεπής με όσα ήδη είπα -ότι δηλαδή οι φυσικές θεωρίες δεν επιδέχονται μονοσήμαντη φιλοσοφική «ανάγνωση»-, τότε θα πρέπει να αφήσω ανοιχτό το ενδεχόμενο και για φιλοσοφικά συμπεράσματα σαν αυτά που αναφέρατε. Τέτοια συμπεράσματα βγαίνουν πράγματι πολύ δύσκολα -το είπαμε και πριν-, αν όμως το… θέλεις πολύ, τελικά βγαίνουν! Και είναι αλήθεια ότι μερικοί μεταμοντέρνοι αποδομητές και ουκ ολίγοι οπαδοί θρησκευτικών δογμάτων το θέλουν πάρα πολύ.
• Με κάθε ευκαιρία υπογραμμίζετε στα κείμενά σας ότι ο απόλυτος εχθρός της Επιστήμης είναι «τα ιδεολογικά ιερατεία» -θρησκευτικά, πολιτικά, διανοητικά- τα οποία θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη και οριστική Αλήθεια. Κατά καιρούς όμως και στην Επιστήμη εμφανίζονται τέτοια δογματικά ιερατεία. Εκφραση της βαθύτερης, σχεδόν ακατανίκητης επιθυμίας του ανθρώπινου μυαλού για απόλυτες και οριστικές αλήθειες, καθώς και της ανάγκης του για εξουσία. Υπάρχει άραγε κάποιο επαρκές αντίβαρο στη ματαιοδοξία της «βασικής» επιστήμης ή στην αυθαιρεσία της «εφαρμοσμένης» τεχνοεπιστήμης;
Ένα «ιδεολογικό ιερατείο» μπορεί να «στηθεί» και να λειτουργήσει ως «αστυνομία σκέψης» -δηλαδή ως «ιδεοφύλακας»- μόνο υπό τη σκέπη ενός ολοκληρωτικού ή θεοκρατικού καθεστώτος. Σε μια δημοκρατική κοινωνία όμως (όσο ατελής κι αν είναι) τέτοια ιερατεία, ακόμα και όταν εμφανίζονται (και όντως εμφανίζονται, ιδίως σε ταραγμένες εποχές), είναι πολύ αδύναμα για να έχουν σοβαρή επίδραση στην επιστημονική ζωή μιας χώρας.
Οσο για τα ιερατεία στο εσωτερικό της επιστήμης, αυτά είναι αδύνατον να αποκτήσουν πραγματική εξουσία, όχι γιατί οι επιστήμονες είναι καλοί και ανιδιοτελείς άνθρωποι, υπεράνω εξουσιαστικών παρορμήσεων, αλλά γιατί δεν τους… παίρνει! Στην επιστήμη δεν θα γίνεις ποτέ π.χ. Αϊνστάιν επειδή έφτιαξες ένα κόμμα οπαδών της ριζοσπαστικής θεωρίας σου για το σύμπαν και πήρατε στο κατόπι τους αντιπάλους σας.
Αυτή η στρατηγική αποδίδει σε άλλες περιπτώσεις, όχι όμως στην επιστήμη. Εκεί, μάλλον χρειάζεται να συνωμοτήσει και το… σύμπαν μαζί σου και να δίνει μόνο τα αποτελέσματα που συμφωνούν με τη θεωρία σου και τίποτε άλλο!
Γι’ αυτό εξάλλου ούτε ο Αϊνστάιν ο ίδιος, παρά τη σφοδρή αντιπολίτευση που άσκησε στην πιθανοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής, δεν μπόρεσε να επιβάλει την άποψή του κόντρα στα πειραματικά δεδομένα που διαρκώς τον διέψευδαν. Με κορυφαία στιγμή το πείραμα του Aspect το 1984, που απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πράγματι ο Αϊνστάιν είχε άδικο. Ο Θεός… παίζει ζάρια με τον κόσμο!
Δεν σηκώνει λοιπόν ιερατεία η θεμελιώδης επιστήμη γιατί εκεί το παιχνίδι δεν παίζεται με πολιτικούς όρους αλλά στον… πάγκο του εργαστηρίου. Στο δικαστήριο της Φύσης. Και αυτό τουλάχιστον το δικαστήριο ουδείς μπορεί να το επηρεάσει.
• Πώς εξηγείτε, ωστόσο, το γεγονός ότι στην εποχή της δήθεν απόλυτης ηγεμονίας και του θριάμβου της τεχνοεπιστήμης ολοένα και περισσότεροι «μορφωμένοι» άνθρωποι παραδίδονται αμαχητί στον ανορθολογισμό και στις παραεπιστήμες που δεσπόζουν στον δημόσιο χώρο;
Η ειλικρινής μου απάντηση είναι… δεν ξέρω. Πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό κοινωνιολογικό φαινόμενο που μόνο επαγγελματίες μελετητές του θα μπορούσαν να μας πουν κάτι ουσιώδες γι’ αυτό.
Από την πλευρά μου, μπορώ να πω μόνο τούτο: ότι ο ανορθολογισμός και το δίδυμο αδέλφι του, οι θεωρίες συνωμοσίας, πρόσφεραν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσαν «τα άνθη του κακού» τον ταραγμένο αιώνα που πέρασε.
Και ένας προσεκτικός παρατηρητής του δημόσιου χώρου στον τόπο μας θα έχει σίγουρα διαπιστώσει ότι το «φαινόμενο» δεν περιορίζεται πια στο μορφωτικά κατώτερο τμήμα της κοινωνίας μας, αλλά έχει διεισδύσει και στα κορυφαία στρώματα τής (υποτιθέμενης) πνευματικής ηγεσίας της.
Να πω, για παράδειγμα, ότι είδα και άκουσα ο ίδιος πρωτοβάθμιο πανεπιστημιακό καθηγητή -αναπληρωματικό μέλος τότε του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας- να εξηγεί από τηλεοράσεως τις μαγικές ιδιότητες της πυραμίδας του Χέοπος. Ιδιότητες που ο ίδιος είχε μελετήσει και επιβεβαιώσει πειραματικά!
Να προσθέσω επίσης ότι άκουσα εμβρόντητος ανώτερο ακαδημαϊκό αξιωματούχο να μιλάει από επίσημο βήμα για την περίφημη «τελευταία συνέντευξη» του Αϊνστάιν διά της οποίας (όπως ισχυρίζονται οι ερμηνευτές της) ο μεγάλος φυσικός περίπου ομολόγησε ότι η πραγματική πατρότητα της θεωρίας της σχετικότητας ανήκει στον μεγάλο -αλλά, κυρίως «δικό μας»- Ελληνα μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή; Και ξέρετε ποια είναι η «πηγή» για την ύπαρξη αυτής της συνέντευξης; Ακούστε την: Κυριάκος Διακογιάννης, εφημερίδα «Αυριανή»!
Θα μου επιτρέψετε όμως να κλείσω αυτό το πολύ σοβαρό θέμα -που το συζητώ διεξοδικά στο βιβλίο μου- μ’ έναν πιο ανάλαφρο τρόπο. Λέγοντας ότι τους φανατικούς ανθρώπους, που τρέφονται με τέτοιους «αστικούς μύθους», είναι σχεδόν αδύνατο να τους μεταπείσεις με λογικά επιχειρήματα και πραγματικά γεγονότα.
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, μάλιστα, η καλύτερη τακτική είναι η… πλειοδοσία: όχι μόνο να συμφωνήσεις με τη «θεωρία» τους, αλλά και να την πας ακόμα πιο πέρα. Στο όριο του παραλόγου. Εκεί όπου παραμονεύει ο μεγαλύτερος εχθρός του κάθε φανατισμού: το γέλιο.
Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση Αϊνστάιν -ναι, εκείνου του… παλιοεβραίου που έκλεψε τη θεωρία της σχετικότητας από τον «δικό μας»- προτείνω την εξής επέκταση της «θεωρίας». Λες στον συνομιλητή σου: «Βρε συ, τη θεωρία της σχετικότητας θα δίσταζε να του κλέψει; Εδώ του έκλεψε το ποδήλατο του ανθρώπου! Ναι, ναι, αυτό το ποδήλατο που φαίνεται να το οδηγεί καμαρωτά καμαρωτά στις φωτογραφίες. Μετά μου λες εσύ για σχετικότητα και πράσινα άλογα. Τι περιμένεις από έναν Εβραίο; Να μη σε κλέψει;».
………………………………………………………………
Εκδήλωση: «Το φάντασμα της όπερας» στον Ιανό
Τρίτη 24 Ιουνίου στις 8.30 μ.μ. θα πραγματοποιηθεί στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» μια ενδιαφέρουσα επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Η επιστήμη στον πολιτισμό μας», με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Στέφανου Τραχανά «Το Φάντασμα της Οπερας».
Το θέμα θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν από διαφορετική σκοπιά τέσσερις επιφανείς επιστήμονες-διανοούμενοι, ο συγγραφέας-φυσικός, ο νευροεπιστήμονας Ηλίας Κούβελας, ο βιολόγος Σπύρος Σφενδουράκης και η φιλόσοφος και βιοηθικός Σταυρούλα Τσινόρεμα. Καθένας από τους ομιλητές θα κάνει μια εισήγηση (διάρκειας περίπου 45 λεπτών) που θα καλύπτει κάποια πτυχή των αμοιβαίων αλλά προβληματικών σχέσεων της επιστήμης με την κοινωνία. Θα ακολουθήσει συζήτηση μεταξύ τους και με τους ακροατές ή τις ακροάτριες που θα θελήσουν να συμμετάσχουν. Είσοδος ελεύθερη.
……………………………………………………………..
Ποιος είναι
Ο Στέφανος Τραχανάς είναι μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας και πρόεδρος των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης του Ιδρύματος. Σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεωρητική Φυσική στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος» και στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Τα τελευταία 30 χρόνια διδάσκει τα βασικά μαθήματα του κύκλου της Θεωρητικής Φυσικής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Συγγραφέας πολυάριθμων αξιόλογων βιβλίων με θέμα την Κβαντομηχανική και τις Διαφορικές εξισώσεις, τα οποία έχουν καθιερωθεί ως βασικά εγχειρίδια στα τμήματα Φυσικής και στις πολυτεχνικές σχολές της χώρας. Οπως εξομολογείται, γράφει βιβλία κυρίως για να καταλάβει ο ίδιος το θέμα και… παρεμπιπτόντως για να το καταλάβουν και κάποιοι άλλοι. Ισως γι’ αυτό, εκτός από το ειδικό κοινό, τα βιβλία του ευτύχησαν να έχουν και πολλούς «ελεύθερους» αναγνώστες που αναζητούν μια ουσιαστικότερη επιστημονική παιδεία.
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης τον τίμησε το 2001 με την ανώτερη ακαδημαϊκή διάκριση του επίτιμου διδάκτορα. Για την πολύχρονη προσφορά του ως διευθυντή των ΠΕΚ τού απονεμήθηκε το 2009 το εκδοτικό βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», ενώ το 2012 του απονεμήθηκε το εθνικό «Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Β. Ξανθόπουλου-Στ. Πνευματικού».
Το θέμα θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν από διαφορετική σκοπιά τέσσερις επιφανείς επιστήμονες-διανοούμενοι, ο συγγραφέας-φυσικός, ο νευροεπιστήμονας Ηλίας Κούβελας, ο βιολόγος Σπύρος Σφενδουράκης και η φιλόσοφος και βιοηθικός Σταυρούλα Τσινόρεμα. Καθένας από τους ομιλητές θα κάνει μια εισήγηση (διάρκειας περίπου 45 λεπτών) που θα καλύπτει κάποια πτυχή των αμοιβαίων αλλά προβληματικών σχέσεων της επιστήμης με την κοινωνία. Θα ακολουθήσει συζήτηση μεταξύ τους και με τους ακροατές ή τις ακροάτριες που θα θελήσουν να συμμετάσχουν. Είσοδος ελεύθερη.
……………………………………………………………..
Ποιος είναι
Ο Στέφανος Τραχανάς είναι μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας και πρόεδρος των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης του Ιδρύματος. Σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεωρητική Φυσική στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος» και στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Τα τελευταία 30 χρόνια διδάσκει τα βασικά μαθήματα του κύκλου της Θεωρητικής Φυσικής στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Συγγραφέας πολυάριθμων αξιόλογων βιβλίων με θέμα την Κβαντομηχανική και τις Διαφορικές εξισώσεις, τα οποία έχουν καθιερωθεί ως βασικά εγχειρίδια στα τμήματα Φυσικής και στις πολυτεχνικές σχολές της χώρας. Οπως εξομολογείται, γράφει βιβλία κυρίως για να καταλάβει ο ίδιος το θέμα και… παρεμπιπτόντως για να το καταλάβουν και κάποιοι άλλοι. Ισως γι’ αυτό, εκτός από το ειδικό κοινό, τα βιβλία του ευτύχησαν να έχουν και πολλούς «ελεύθερους» αναγνώστες που αναζητούν μια ουσιαστικότερη επιστημονική παιδεία.
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης τον τίμησε το 2001 με την ανώτερη ακαδημαϊκή διάκριση του επίτιμου διδάκτορα. Για την πολύχρονη προσφορά του ως διευθυντή των ΠΕΚ τού απονεμήθηκε το 2009 το εκδοτικό βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», ενώ το 2012 του απονεμήθηκε το εθνικό «Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Β. Ξανθόπουλου-Στ. Πνευματικού».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου