Δ. Σιμόπουλος: Ταξίδι χωρίς τέλος
Πριν από ένα χρόνο, τον Οκτώβριο του 2013, το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Χαμπλ κατέγραψε τον πιο απόμακρο γαλαξία του οποίου το φως (ή καλύτερα η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία) ξεκίνησε πριν από 13,1 δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει μόλις τώρα στα τηλεσκόπιά μας.
Πρόκειται για ένα αντικείμενο που καταγράφηκε όπως ήταν όταν το Σύμπαν είχε ηλικία 700 περίπου εκατομμυρίων ετών, στις αρχές δηλαδή της εξελικτικής του πορείας. Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα από τα άπειρα όσα μάθαμε τα τελευταία μερικά χρόνια με τη βοήθεια των επίγειων και διαστημικών μας τηλεσκοπίων. Για την επόμενη δεκαετία ετοιμάζονται ήδη ακόμη πιο μεγάλα τηλεσκόπια όπως είναι το ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο Ε-ΕLT, με διάμετρο κατόπτρου 39 μέτρων και εμβαδόν έξι στρεμμάτων, ίσο με σχεδόν 16 γήπεδα του μπάσκετ! Ενα τόσο γιγάντιο τηλεσκόπιο θα έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει δύο πυγολαμπίδες σε απόσταση 200.000 χιλιομέτρων. Θα μπορεί δηλαδή να διακρίνει αντικείμενα πέντε τρισεκατομμύρια φορές πιο αμυδρά από το πιο αμυδρό άστρο που βλέπουμε με γυμνό μάτι!
Λένε ότι η επιστήμη και η επιστημονική έρευνα μάς απελευθερώνουν από τον εγωκεντρισμό μας. Και είναι αλήθεια γιατί οι αστρονόμοι γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο μικροσκοπικός είναι ο πλανήτης μας και πόσο απέραντο είναι το Σύμπαν, και δεν νομίζω να υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τη μικρότητα και το εφήμερο της παρουσίας μας στο Σύμπαν. Για σκεφτείτε: αν σμικρύναμε το Ηλιακό μας Σύστημα ένα τρισεκατομμύριο φορές τότε αυτό θα είχε το μέγεθος ενός μεγάλου δωματίου και ο Ηλιος θα είχε το μέγεθος του κεφαλιού μιας καρφίτσας, ενώ το πλησιέστερο σ’ εμάς άστρο (ο άλφα Κενταύρου) θα βρισκόταν σε απόσταση περίπου 42 χιλιομέτρων. Στην ίδια σμίκρυνση ο Γαλαξίας μας θα είχε διάμετρο 1.000.000 χιλιομέτρων, ενώ το πάχος του στο κέντρο θα έφτανε τα 100.000 χιλιόμετρα. Σε όλη του μάλιστα την έκταση ο Γαλαξίας μας θα στολιζόταν από 200 δισεκατομμύρια άστρα, καθένα με μέσο μέγεθος το κεφάλι μιας καρφίτσας σε αποστάσεις περίπου 40 χιλιομέτρων το ένα από το άλλο. Στο Σύμπαν υπάρχουν περίπου ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα. Τόσα άστρα, όσοι είναι και οι κόκκοι της άμμου όλων των ωκεανών της Γης. Και παρ’ όλα αυτά βρίσκουμε ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άτομα στην ύλη που περιέχεται μέσα σε μία μόνο δαχτυλήθρα.
Κι όμως, όλοι μας, απασχολημένοι από τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε το μέλλον των σύγχρονων ανακαλύψεων. Αυτό, άλλωστε, συνέβαινε ανέκαθεν. Οταν η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας επισκέφτηκε τον Michael Faraday στο εργαστήριό του και τον ρώτησε σε τι θα χρησίμευαν οι ανακαλύψεις του, ο Faraday της απάντησε: «Σε τι χρησιμεύει, μεγαλειοτάτη, ένα μωρό;». Περίπου 50 χρόνια αργότερα ο J. J. Thomson ανακάλυψε το ηλεκτρόνιο όταν κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί (στα πρόθυρα του 20ού αιώνα) με ποιον τρόπο το ηλεκτρόνιο θα μπορούσε να αλλάξει την ανθρωπότητα. Κι όμως, οι ανακαλύψεις των Faraday και Thomson ήταν αυτές που οδήγησαν σε όλες τις μετέπειτα εφαρμογές που βασίζονται στον ηλεκτρισμό!
Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ όσα μας δίδαξε η ιστορία της επιστήμης, γιατί δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τις συνέπειες μιας επιστημονικής ανακάλυψης, αφού κάθε πρόσθετο κομμάτι γνώσης, οσοδήποτε περίεργο, άσχετο ή αφηρημένο κι αν φαίνεται στην αρχή, καταλήγει άμεσα ή έμμεσα, αργά ή γρήγορα, σε κάποια πρακτική εφαρμογή. Αν δεν συνεχίσουμε την ανάπτυξη της επιστήμης και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας, άσχετα με την άμεση χρησιμότητά τους, γρήγορα θα ταφούμε κάτω από το βάρος των προβλημάτων μας, γιατί η επιστήμη του σήμερα είναι η λύση του αύριο.
Είναι, άλλωστε, στη φύση του ανθρώπου να θέλει να μάθει, ή όπως έγραφε ο Αριστοτέλης: «Φύσει του ειδέναι ορέγεται ο άνθρωπος». Απ’ όλα τα όντα πάνω στη Γη, μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κάνει τον Ηλιο να λάμπει, γιατί το ουράνιο τόξο ακολουθεί την καταιγίδα, με ποιον τρόπο τα πουλιά πετάνε. Μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κρύβεται πίσω από τον επόμενο λόφο ή πέρα από την απέραντη θάλασσα. Κι έχουμε πάντα αναρριχηθεί στον λόφο, κι έχουμε πάντα διασχίσει τον ωκεανό. Ίσως, κάτι βαθιά χαραγμένο στη γενετική μας δομή να είναι αυτό που μας ωθεί να μάθουμε το τι είμαστε και από πού προήλθαμε. Που μας ωθεί στην περιπέτεια της εξερεύνησης. Γιατί είμαστε προικισμένοι με την ικανότητα να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε και να διερωτόμαστε. Είναι η μοίρα μας, και ίσως ο σκοπός μας, να αναπτυσσόμαστε και να προοδεύουμε καθώς επιδιώκουμε να μάθουμε και να δώσουμε έννοια και σημασία στο Σύμπαν στο οποίο ανήκουμε, σε μία ατέρμονη ίσως προσπάθεια ερευνών. Γι’ αυτό άλλωστε και ο σημερινός άνθρωπος, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το Σύμπαν, δεν αντικρίζει εκεί έξω έναν εχθρικό και άδειο κόσμο. Βλέπει, αντίθετα, την υπόσχεση ενός πανέμορφου ταξιδιού προς την Ιθάκη των γνώσεων. Ενός Ταξιδιού Χωρίς Τέλος.
Πρόκειται για ένα αντικείμενο που καταγράφηκε όπως ήταν όταν το Σύμπαν είχε ηλικία 700 περίπου εκατομμυρίων ετών, στις αρχές δηλαδή της εξελικτικής του πορείας. Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα από τα άπειρα όσα μάθαμε τα τελευταία μερικά χρόνια με τη βοήθεια των επίγειων και διαστημικών μας τηλεσκοπίων. Για την επόμενη δεκαετία ετοιμάζονται ήδη ακόμη πιο μεγάλα τηλεσκόπια όπως είναι το ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο Ε-ΕLT, με διάμετρο κατόπτρου 39 μέτρων και εμβαδόν έξι στρεμμάτων, ίσο με σχεδόν 16 γήπεδα του μπάσκετ! Ενα τόσο γιγάντιο τηλεσκόπιο θα έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει δύο πυγολαμπίδες σε απόσταση 200.000 χιλιομέτρων. Θα μπορεί δηλαδή να διακρίνει αντικείμενα πέντε τρισεκατομμύρια φορές πιο αμυδρά από το πιο αμυδρό άστρο που βλέπουμε με γυμνό μάτι!
Λένε ότι η επιστήμη και η επιστημονική έρευνα μάς απελευθερώνουν από τον εγωκεντρισμό μας. Και είναι αλήθεια γιατί οι αστρονόμοι γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο μικροσκοπικός είναι ο πλανήτης μας και πόσο απέραντο είναι το Σύμπαν, και δεν νομίζω να υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τη μικρότητα και το εφήμερο της παρουσίας μας στο Σύμπαν. Για σκεφτείτε: αν σμικρύναμε το Ηλιακό μας Σύστημα ένα τρισεκατομμύριο φορές τότε αυτό θα είχε το μέγεθος ενός μεγάλου δωματίου και ο Ηλιος θα είχε το μέγεθος του κεφαλιού μιας καρφίτσας, ενώ το πλησιέστερο σ’ εμάς άστρο (ο άλφα Κενταύρου) θα βρισκόταν σε απόσταση περίπου 42 χιλιομέτρων. Στην ίδια σμίκρυνση ο Γαλαξίας μας θα είχε διάμετρο 1.000.000 χιλιομέτρων, ενώ το πάχος του στο κέντρο θα έφτανε τα 100.000 χιλιόμετρα. Σε όλη του μάλιστα την έκταση ο Γαλαξίας μας θα στολιζόταν από 200 δισεκατομμύρια άστρα, καθένα με μέσο μέγεθος το κεφάλι μιας καρφίτσας σε αποστάσεις περίπου 40 χιλιομέτρων το ένα από το άλλο. Στο Σύμπαν υπάρχουν περίπου ένα τρισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άστρα. Τόσα άστρα, όσοι είναι και οι κόκκοι της άμμου όλων των ωκεανών της Γης. Και παρ’ όλα αυτά βρίσκουμε ένα δισεκατομμύριο τρισεκατομμύρια άτομα στην ύλη που περιέχεται μέσα σε μία μόνο δαχτυλήθρα.
Κι όμως, όλοι μας, απασχολημένοι από τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε το μέλλον των σύγχρονων ανακαλύψεων. Αυτό, άλλωστε, συνέβαινε ανέκαθεν. Οταν η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας επισκέφτηκε τον Michael Faraday στο εργαστήριό του και τον ρώτησε σε τι θα χρησίμευαν οι ανακαλύψεις του, ο Faraday της απάντησε: «Σε τι χρησιμεύει, μεγαλειοτάτη, ένα μωρό;». Περίπου 50 χρόνια αργότερα ο J. J. Thomson ανακάλυψε το ηλεκτρόνιο όταν κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί (στα πρόθυρα του 20ού αιώνα) με ποιον τρόπο το ηλεκτρόνιο θα μπορούσε να αλλάξει την ανθρωπότητα. Κι όμως, οι ανακαλύψεις των Faraday και Thomson ήταν αυτές που οδήγησαν σε όλες τις μετέπειτα εφαρμογές που βασίζονται στον ηλεκτρισμό!
Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ όσα μας δίδαξε η ιστορία της επιστήμης, γιατί δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τις συνέπειες μιας επιστημονικής ανακάλυψης, αφού κάθε πρόσθετο κομμάτι γνώσης, οσοδήποτε περίεργο, άσχετο ή αφηρημένο κι αν φαίνεται στην αρχή, καταλήγει άμεσα ή έμμεσα, αργά ή γρήγορα, σε κάποια πρακτική εφαρμογή. Αν δεν συνεχίσουμε την ανάπτυξη της επιστήμης και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας, άσχετα με την άμεση χρησιμότητά τους, γρήγορα θα ταφούμε κάτω από το βάρος των προβλημάτων μας, γιατί η επιστήμη του σήμερα είναι η λύση του αύριο.
Είναι, άλλωστε, στη φύση του ανθρώπου να θέλει να μάθει, ή όπως έγραφε ο Αριστοτέλης: «Φύσει του ειδέναι ορέγεται ο άνθρωπος». Απ’ όλα τα όντα πάνω στη Γη, μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κάνει τον Ηλιο να λάμπει, γιατί το ουράνιο τόξο ακολουθεί την καταιγίδα, με ποιον τρόπο τα πουλιά πετάνε. Μόνο εμείς διερωτόμαστε τι κρύβεται πίσω από τον επόμενο λόφο ή πέρα από την απέραντη θάλασσα. Κι έχουμε πάντα αναρριχηθεί στον λόφο, κι έχουμε πάντα διασχίσει τον ωκεανό. Ίσως, κάτι βαθιά χαραγμένο στη γενετική μας δομή να είναι αυτό που μας ωθεί να μάθουμε το τι είμαστε και από πού προήλθαμε. Που μας ωθεί στην περιπέτεια της εξερεύνησης. Γιατί είμαστε προικισμένοι με την ικανότητα να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε και να διερωτόμαστε. Είναι η μοίρα μας, και ίσως ο σκοπός μας, να αναπτυσσόμαστε και να προοδεύουμε καθώς επιδιώκουμε να μάθουμε και να δώσουμε έννοια και σημασία στο Σύμπαν στο οποίο ανήκουμε, σε μία ατέρμονη ίσως προσπάθεια ερευνών. Γι’ αυτό άλλωστε και ο σημερινός άνθρωπος, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το Σύμπαν, δεν αντικρίζει εκεί έξω έναν εχθρικό και άδειο κόσμο. Βλέπει, αντίθετα, την υπόσχεση ενός πανέμορφου ταξιδιού προς την Ιθάκη των γνώσεων. Ενός Ταξιδιού Χωρίς Τέλος.
Πηγή: Καθημερινή του Δ. Σιμόπουλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου