Ένας «χρωματικός κατάλογος» για πιο αποτελεσματική αναζήτηση εξωγήινης ζωής
Στην προσπάθεια για ανίχνευση εξωγήινης ζωής, οι πρώτες αποδείξεις για την ύπαρξη έμβιων ειδών σε κάποια άλλη «γωνιά» του σύμπαντος είναι πιθανό να βρεθούν στο φως που προέρχεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη σε κάποιο μακρινό ηλιακό σύστημα. Αυτή είναι η ιδέα πίσω από την έρευνα επιστημόνων του πανεπιστημίου Κόρνελ στις ΗΠΑ,του Ινστιτούτου Max Planck στη Γερμανία και του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, οι οποίοι δημιούργησαν έναν «χρωματικό κατάλογο» με τη χαρακτηριστική ακτινοβολία που ανακλούν δεκάδες μικροοργανισμοί εδώ στη Γη. Έτσι, αναλύοντας το φως από οποιονδήποτε δυνητικά κατοικήσιμο εξωπλανήτη, με τον «κατάλογο» θα μπορεί να ελεγχθεί εύκολα αν τυχόν έχει αναπτυχθεί εκεί μια μικροσκοπική μορφή ζωής, η οποία να αντιστοιχεί σε κάποιο από αυτά τα γήινα μικρόβια.
Οι επιστήμονες συγκέντρωσαν 137 είδη γήινων μικροβίων και συνέταξαν τον «κατάλογο» με τις φασματικές «υπογραφές» τους.
Αν φανταστούμε πως κάποιος εξωγήινος… επιστήμονας μελετούσε τον πλανήτη μας με ένα τηλεσκόπιο από έτη φωτός μακριά, δεν θα χρειαζόταν να καταφύγει στα μικρόβια για να καταλάβει πως ο «κόσμος» μας σφύζει από ζωή. Ο λόγος είναι η γήινη βλάστηση και πιο συγκεκριμένα η χλωροφύλλη των φυτών, η οποία απορροφά μεγάλο μέρος του ορατού φωτός, ενώ γίνεται όλο και πιο διαφανής όσο τα μήκη κύματος πλησιάζουν το ερυθρό τμήμα του φάσματος. Επομένως, από την ακτινοβολία που ανακλά η Γη, ο επιστήμονας θα συμπέραινε την παρουσία οξυγόνου στην ατμόσφαιρα και, από αυτήν, την παρουσία ζωής.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως ένας εξωπλανήτης είναι πιθανό να «φιλοξενεί» μικρόβια, χωρίς να έχει ακόμη αναπτύξει βλάστηση – εξάλλου, ακόμη και στη Γη, η χλωρίδα έχει «ηλικία» μόλις 500 εκατομμυρίων ετών, τη στιγμή που οι πρώτοι μικροοργανισμοί εμφανίσθηκαν πριν από 2,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Επιπλέον, είναι πιθανό οι κλιματικές συνθήκες σε αυτόν να ευνοούν την ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων, χωρίς να μπορέσουν να υποστηρίξουν ποτέ τη δημιουργία φυτικών οργανισμών.
Αυτός είναι ο λόγος που οι επιστήμονες από το Max Planck συγκέντρωσαν 137 είδη γήινων μικροβίων και συνέταξαν τον «κατάλογο» με τις φασματικές «υπογραφές» τους, δηλαδή τη χαρακτηριστική ακτινοβολία που ανακλούν. Μάλιστα, σε αυτά τα 137 είδη, φρόντισαν να περιλάβουν και μικροοργανισμούς που είναι ανθεκτικοί σε αρκετά ακραίες συνθήκες. Έτσι, στη λίστα υπάρχουν μικρόβια τα οποία π.χ. ζουν σε ερήμους ή σε υδροθερμικές πηγές στα βάθη των ωκεανών, δηλαδή σε περιβάλλοντα με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις.
«Μέχρι σήμερα, κανείς δεν είχε σκεφθεί πως, στην αναζήτηση ζωής σε εξωγήινους πλανήτες, θα πρέπει να συμπεριληφθούν είδη από ακραία περιβάλλοντα τα οποία, αν και είναι εξαίρεση στη Γη, ίσως αποτελούν τον κανόνα σε άλλους πλανήτες», αναφέρει σε συνέντευξη της στην ιστοσελίδα του αμερικανικού Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν η Λίζα Καλτενέγκερ από το πανεπιστήμιο Κορνέλ, η οποία πήρε μέρος στην έρευνα.
Όπως συμπληρώνει η Kaltenegger, ο «κατάλογος» θα ήταν βέβαια άχρηστος αν δεν μπορούσαν να μελετηθούν οι επιφάνειες των εξωπλανητών. Κάτι που θα γίνει εφικτό με τη νέα «γενιά» τηλεσκοπίων που βρίσκονται ήδη στα σκαριά. Ανάμεσά τους, το Εξαιρετικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο της Ευρώπης (European Extremely Large Telescope, E-ELT) στη Χιλή, το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο να λειτουργήσει το 2022. Την ίδια δυνατότητα θα προσφέρει και το υπέρυθρο διαστημικό τηλεσκόπιο της ΝΑΣΑ WFIRST (Wide-Field Infrared Survey Telescope), που προγραμματίζεται να εκτοξευθεί στα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Οι επιστήμονες συγκέντρωσαν 137 είδη γήινων μικροβίων και συνέταξαν τον «κατάλογο» με τις φασματικές «υπογραφές» τους.
Αν φανταστούμε πως κάποιος εξωγήινος… επιστήμονας μελετούσε τον πλανήτη μας με ένα τηλεσκόπιο από έτη φωτός μακριά, δεν θα χρειαζόταν να καταφύγει στα μικρόβια για να καταλάβει πως ο «κόσμος» μας σφύζει από ζωή. Ο λόγος είναι η γήινη βλάστηση και πιο συγκεκριμένα η χλωροφύλλη των φυτών, η οποία απορροφά μεγάλο μέρος του ορατού φωτός, ενώ γίνεται όλο και πιο διαφανής όσο τα μήκη κύματος πλησιάζουν το ερυθρό τμήμα του φάσματος. Επομένως, από την ακτινοβολία που ανακλά η Γη, ο επιστήμονας θα συμπέραινε την παρουσία οξυγόνου στην ατμόσφαιρα και, από αυτήν, την παρουσία ζωής.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως ένας εξωπλανήτης είναι πιθανό να «φιλοξενεί» μικρόβια, χωρίς να έχει ακόμη αναπτύξει βλάστηση – εξάλλου, ακόμη και στη Γη, η χλωρίδα έχει «ηλικία» μόλις 500 εκατομμυρίων ετών, τη στιγμή που οι πρώτοι μικροοργανισμοί εμφανίσθηκαν πριν από 2,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Επιπλέον, είναι πιθανό οι κλιματικές συνθήκες σε αυτόν να ευνοούν την ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων, χωρίς να μπορέσουν να υποστηρίξουν ποτέ τη δημιουργία φυτικών οργανισμών.
Αυτός είναι ο λόγος που οι επιστήμονες από το Max Planck συγκέντρωσαν 137 είδη γήινων μικροβίων και συνέταξαν τον «κατάλογο» με τις φασματικές «υπογραφές» τους, δηλαδή τη χαρακτηριστική ακτινοβολία που ανακλούν. Μάλιστα, σε αυτά τα 137 είδη, φρόντισαν να περιλάβουν και μικροοργανισμούς που είναι ανθεκτικοί σε αρκετά ακραίες συνθήκες. Έτσι, στη λίστα υπάρχουν μικρόβια τα οποία π.χ. ζουν σε ερήμους ή σε υδροθερμικές πηγές στα βάθη των ωκεανών, δηλαδή σε περιβάλλοντα με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις.
«Μέχρι σήμερα, κανείς δεν είχε σκεφθεί πως, στην αναζήτηση ζωής σε εξωγήινους πλανήτες, θα πρέπει να συμπεριληφθούν είδη από ακραία περιβάλλοντα τα οποία, αν και είναι εξαίρεση στη Γη, ίσως αποτελούν τον κανόνα σε άλλους πλανήτες», αναφέρει σε συνέντευξη της στην ιστοσελίδα του αμερικανικού Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν η Λίζα Καλτενέγκερ από το πανεπιστήμιο Κορνέλ, η οποία πήρε μέρος στην έρευνα.
Όπως συμπληρώνει η Kaltenegger, ο «κατάλογος» θα ήταν βέβαια άχρηστος αν δεν μπορούσαν να μελετηθούν οι επιφάνειες των εξωπλανητών. Κάτι που θα γίνει εφικτό με τη νέα «γενιά» τηλεσκοπίων που βρίσκονται ήδη στα σκαριά. Ανάμεσά τους, το Εξαιρετικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο της Ευρώπης (European Extremely Large Telescope, E-ELT) στη Χιλή, το οποίο αναμένεται να είναι έτοιμο να λειτουργήσει το 2022. Την ίδια δυνατότητα θα προσφέρει και το υπέρυθρο διαστημικό τηλεσκόπιο της ΝΑΣΑ WFIRST (Wide-Field Infrared Survey Telescope), που προγραμματίζεται να εκτοξευθεί στα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Πηγή: Ναυτεμπορική
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου