Δ. Σιμόπουλος: Άνθρωπος και χρόνος: όταν η ποίηση συναντά την επιστήμη
Πριν λίγες ημέρες διοργανώθηκε μια ξεχωριστή εκδήλωση στο Ιδρυμα Ευγενίδου. Οι αστροφυσικοί Διονύσης Σιμόπουλος και Δημήτρης Νανόπουλος παρουσίασαν ένα βιβλίο ποίησης, αποδεικνύοντας ότι τα όρια στη δημιουργία, με την ευρύτερη έννοια, δεν είναι ποτέ διακριτά. Ακολουθεί το κείμενο τής παρουσίασης του βιβλίου από τον Διονύση Σιμόπουλο. Απολαύστε το:
«Όταν ο Δημήτρης Βίκτωρ μου ζήτησε, μέσω ενός κοινού φίλου, του Κώστα του Χαραλάμπους, να προλογίσω το βιβλίο που είχαν γράψει με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να αρνηθώ, γιατί απλούστατα θεώρησα ότι, όπως και τα προηγούμενα έργα των δύο συγγραφέων, πρόκειται για ένα έργο ποιητικό, κι εγώ με την ποίηση δεν έχω και τόσο μεγάλη συνάφεια.
Ναι βέβαια, όταν ήμουν πιτσιρικάς έγραφα κι εγώ τα σχετικά μου ποιήματα. Αλλά πέραν τούτου ουδέν.
Εκείνο πάντως που διέγειρε την περιέργειά μου σχετικά με το όλο αυτό θέμα ήταν το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο ανθρώπων.
Θα μου πείτε, τίποτε το συνταρακτικό σε κάτι τέτοιο. Πολλά είναι εκείνα τα βιβλία που γράφονται από δύο συντελεστές. Και ο Δημήτρης το έχει κάνει, και ο Στράτος με τον Μάνο, αλλά κι εγώ. Ναι, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναλύουμε εξ αρχής τα κεφάλαια που θα περιλαμβάνει το βιβλίο, και αποφασίζουμε εξ αρχής ποια κεφάλαια θα γράψει ο ένας και ποια ο άλλος.
Στην δεδομένη όμως περίπτωση, στο «Άνθρωπος και Χρόνος», τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Όπως μου είπε ο Κώστας το βιβλίο δεν σχεδιάστηκε όπως συνήθως γίνεται μ’ ένα βιβλίο συνεργασίας. Αλλά αντίθετα γράφτηκε καθώς προχωρούσε! Έγραφε η μία κι απαντούσε ο άλλος. Έγραφε ο ένας και απαντούσε η άλλη. Επρόκειτο δηλαδή για έναν διάλογο, Έναν διάλογο ποιητικό, γραμμένο όμως σε πεζό λόγο!
Κι έτσι από περιέργεια περισσότερο, παρά απ’ οτιδήποτε άλλο, άρχισα να φιλομετρώ τις σελίδες των χειρογράφων που μου έδωσε ο Κώστας. Κι έτσι μετά από δύο-τρεις σελίδες αγκιστρώθηκα! Γιατί πραγματικά το θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν οι δύο συγγραφείς μου κέντρισε το ενδιαφέρον.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε πράγματι όντα με χρονικό προσανατολισμό. Και παρόλο που η έννοια του χρόνου επιφανειακά φαίνεται να είναι ευκολονόητη και άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινότητά μας, εντούτοις έχει αποδειχθεί τόσο σπουδαία και μυστηριώδης, ώστε μερικά από τα μεγαλύτερα ανθρώπινα μυαλά έχουν καταπιαστεί με την ανάλυση και τα παράδοξά της.
Πάρτε, για παράδειγμα, μερικές από τις πρώτες αράδες που γράφει ο Χρόνος-Βίκτωρ:
«…γιατί μέχρι το φως να ταξιδέψει ως τη Γη
Όλα άλλαξαν, πέθαναν, ξανάγιναν
Κι εσύ κοιτάζεις και με τα μάτια βλέπεις,
αυτό που στην ουσία τώρα, δεν μπορεί να είναι εκεί.»
Περιγράφει δηλαδή σε τέσσερις σειρές όλα αυτά που βλέπουμε όταν κοιτάμε τον νυχτερινό ουρανό. Οι αρχαίοι Έλληνες που έβλεπαν την γαλακτόχρωμη λωρίδα του Γαλαξία μας την ονόμαζαν «γέφυρα του χρόνου», και κατά κάποιον τρόπο δεν είχαν καθόλου άδικο. Επειδή απαιτείται η παρέλευση κάποιου χρόνου για να φτάσει μέχρις εμάς το φως από τα απόμακρα άστρα και τους γαλαξίες, όταν κοιτάζουμε έξω στο διάστημα βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων όπως ήταν στο παρελθόν κι όχι όπως είναι την στιγμή που τα κοιτάμε.
Λόγω του χρόνου που χρειάζεται η εικόνα κάθε ουράνιου αντικειμένου για να έρθει σε μας, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι βλέπουμε και μελετάμε… αναμνήσεις!
Κατά κάποιο, δηλαδή, τρόπο ο έναστρος ουρανός δεν είναι παρά ένα είδος μηχανής του χρόνου. Όσο πιο μακριά βλέπουμε μέσα στο Σύμπαν τόσο πιο πολύ εισχωρούμε στο παρελθόν.
Κατά κάποιον δηλαδή τρόπο οι αστρονόμοι είμαστε οι Αρχαιολόγοι του Σύμπαντος.
Ο Ήλιος, για παράδειγμα, απέχει από μας 150 εκατομμύρια χλμ. και το φως του, τρέχοντας με την ταχύτητα του φωτός 300.000 χλμ το δευτερόλεπτο, χρειάζεται 8,5 περίπου λεπτά για να φτάσει μέχρι τη Γη, που σημαίνει ότι τον βλέπουμε όπως ήταν πριν από 8,5 λεπτά.
Το φως από τον πλησιέστερο σε μας Μεγάλο Γαλαξία της Ανδρομέδας χρειάζεται 2,5 εκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στη Γη μας, πράγμα που σημαίνει ότι το φως που φτάνει σήμερα σε μας ξεκίνησε από εκεί έξω όταν οι προπάτορες του ανθρώπου έκαναν τα πρώτα δειλά τους βήματά πάνω στον πλανήτη μας.
Το φως του πιο απόμακρου αντικειμένου που φτάνει σήμερα στη Γη, έχει ηλικία 13,4 περίπου δισεκατομμυρίων χρόνων, και μας εμφανίζεται όπως ήταν 400 εκατ. χρόνια μετά τη γέννηση του Σύμπαντος.
Ενώ σ’ αυτήν την φωτογραφία έχει καταγραφεί η κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου που προέρχεται από τη γέννηση του Σύμπαντος πριν από 13,8 δις. χρόνια.
Ο ουρανός δηλαδή δεν εκτείνεται μόνο χωροταξικά, αλλά και χρονικά. Αυτή άλλωστε είναι και η σύγχρονη αντίληψη που έχουμε για το χωροχρονικό μας Σύμπαν και την αρχή του χρόνου.
Όλα αυτά, όμως, αφορούν το Σύμπαν και τον χωρόχρονο των αστροφυσικών, ενώ το πόνημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και του Δημήτρη Βίκτωρ κάνει την υπέρβαση. Οι δύο συνεργοί στην προσπάθειά τους αυτή ξεφεύγουν από τους περιορισμούς του πειράματος και της απόδειξης και ταξιδεύουν στο χώρο και τον χρόνο της ανθρώπινης διανόησης.
Ο Άνθρωπος-Αγγελάκη Ρουκ, μας λεει:
«Χρόνε επί τέλους βρήκαμε ένα χώρο όπου μπορούμε να συγκατοικήσουμε: το παρελθόν. Έλα λοιπόν, στο λιβάδι μας, στο παρελθόν, μήπως και καταλάβω γιατί είμαι σήμερα εδώ με σένα…»
Είναι εμφανές ότι παρ’ όλο που το κείμενο τους δεν φαίνεται να πειθαρχεί σε κανόνες, η γλώσσα του είναι μια γλώσσα ποιητική με την οποία παρουσιάζονται με αδρές πινελιές μερικά από τα πιο εντυπωσιακά διοράματα της προσπάθειας του ανθρώπου να κατανοήσει μια από τις δυσκολότερες έννοιες της ανθρώπινης ύπαρξης, με λυρισμό και ευαισθησία. Και πολύ σύντομα, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι το κείμενο των δύο συγγραφέων, ενώ δίνει την εντύπωση του πεζού λόγου έχει εντούτοις ένα δικό του συγκεκριμένο ρυθμό και αρμονία, όπως θάπρεπε άλλωστε να έχει.
Όπως λεει προς το τέλος ο Άνθρωπος-Ρουκ:
«Δεν θα ‘μαι ποτέ
Αυτό που είμαι στιγμιαία
Αλλά είναι θρίαμβος
Αυτή η σταθερή απώλεια.
Πες μου λοιπόν: Πόσο καιρό έχω ακόμα;»
Για να πάρει την άμεση αμείλικτη απάντηση από τον Χρόνο-Βίκτωρ:
«Με ακούς; Με βλέπεις; Με έχεις μπροστά σου; Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; Ποτέ κανείς δεν με έχει δει. Μήπως είμαι δημιούργημα της φαντασίας σου;»
Όπως το θέτει ο Νεύτων και η κλασσική Φυσική, ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν οι άνθρωποι, είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο πλατωνικό-κοσμικό χώρο και χρόνο. Άποψη που, παραδόξως, συμμερίζεται και ο Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος της «δολοφονίας» του απόλυτου χρόνου στη σύγχρονη Φυσική. Όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, έστω κι αν πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση».
Παρά το μικρό του μέγεθος το βιβλίο αυτό είναι ένας πραγματικός χείμαρρος συναισθηματικής φόρτισης που κατακλύζει τον αναγνώστη από την πρώτη του σελίδα. Και δεν αμφιβάλλω ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στο τρόπο γραψίματος του κειμένου τους. Τα λόγια του κειμένου μετατρέπονται σε εικόνες, ορισμένες φορές απόκοσμες και φαντασμαγορικές. Άλλες εικόνες περιορίζονται σε πιο γήινα, πεζά χρώματα. Εικόνες, όμως, πάντα κατάλληλα φωτισμένες για να δώσουν την πρέπουσα ζεστασιά στις έννοιες που περιγράφουν.
Δεν ξέρω πως θα πρέπει να περιγράψει κάποιος το λογοτεχνικό είδος αυτού του βιβλίου: Δοκίμιο; Πραγματεία; Ποίηση; Αλλά τι σημασία έχουν οι λέξεις; Όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ πριν από 400 και χρόνια:
«Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα δεν θα μύριζε εξίσου ωραία;»
Οι διοργανωτές όμως αυτής της εκδήλωσης μου είχαν δώσει 12 λεπτά για να μιλήσω, και ήδη έχω πάρει πολύ περισσότερα.
Παρ’ όλα αυτά ελπίζω να μου επιτρέψετε να τελειώσω, με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, και περιμέναμε πότε θα χτυπήσει το κουδούνι να γλιτώσουμε. Τα παράθυρα της τάξης ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά. Ένα αηδόνι είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, δε βάσταξε άλλο, σήκωσε το δάχτυλο του και είπε στο δάσκαλο:
«Σώπα καλέ δάσκαλε, σώπα, ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνι.»
Κι απόψε για μάς, το αηδόνι είναι το βιβλίο «Άνθρωπος και Χρόνος». Γι’ αυτό κι εγώ θα σωπάσω, για ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνια: την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και τον Δημήτρη Βίκτωρ.
«Όταν ο Δημήτρης Βίκτωρ μου ζήτησε, μέσω ενός κοινού φίλου, του Κώστα του Χαραλάμπους, να προλογίσω το βιβλίο που είχαν γράψει με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να αρνηθώ, γιατί απλούστατα θεώρησα ότι, όπως και τα προηγούμενα έργα των δύο συγγραφέων, πρόκειται για ένα έργο ποιητικό, κι εγώ με την ποίηση δεν έχω και τόσο μεγάλη συνάφεια.
Ναι βέβαια, όταν ήμουν πιτσιρικάς έγραφα κι εγώ τα σχετικά μου ποιήματα. Αλλά πέραν τούτου ουδέν.
Εκείνο πάντως που διέγειρε την περιέργειά μου σχετικά με το όλο αυτό θέμα ήταν το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο ανθρώπων.
Θα μου πείτε, τίποτε το συνταρακτικό σε κάτι τέτοιο. Πολλά είναι εκείνα τα βιβλία που γράφονται από δύο συντελεστές. Και ο Δημήτρης το έχει κάνει, και ο Στράτος με τον Μάνο, αλλά κι εγώ. Ναι, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναλύουμε εξ αρχής τα κεφάλαια που θα περιλαμβάνει το βιβλίο, και αποφασίζουμε εξ αρχής ποια κεφάλαια θα γράψει ο ένας και ποια ο άλλος.
Στην δεδομένη όμως περίπτωση, στο «Άνθρωπος και Χρόνος», τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Όπως μου είπε ο Κώστας το βιβλίο δεν σχεδιάστηκε όπως συνήθως γίνεται μ’ ένα βιβλίο συνεργασίας. Αλλά αντίθετα γράφτηκε καθώς προχωρούσε! Έγραφε η μία κι απαντούσε ο άλλος. Έγραφε ο ένας και απαντούσε η άλλη. Επρόκειτο δηλαδή για έναν διάλογο, Έναν διάλογο ποιητικό, γραμμένο όμως σε πεζό λόγο!
Κι έτσι από περιέργεια περισσότερο, παρά απ’ οτιδήποτε άλλο, άρχισα να φιλομετρώ τις σελίδες των χειρογράφων που μου έδωσε ο Κώστας. Κι έτσι μετά από δύο-τρεις σελίδες αγκιστρώθηκα! Γιατί πραγματικά το θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν οι δύο συγγραφείς μου κέντρισε το ενδιαφέρον.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε πράγματι όντα με χρονικό προσανατολισμό. Και παρόλο που η έννοια του χρόνου επιφανειακά φαίνεται να είναι ευκολονόητη και άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινότητά μας, εντούτοις έχει αποδειχθεί τόσο σπουδαία και μυστηριώδης, ώστε μερικά από τα μεγαλύτερα ανθρώπινα μυαλά έχουν καταπιαστεί με την ανάλυση και τα παράδοξά της.
Πάρτε, για παράδειγμα, μερικές από τις πρώτες αράδες που γράφει ο Χρόνος-Βίκτωρ:
«…γιατί μέχρι το φως να ταξιδέψει ως τη Γη
Όλα άλλαξαν, πέθαναν, ξανάγιναν
Κι εσύ κοιτάζεις και με τα μάτια βλέπεις,
αυτό που στην ουσία τώρα, δεν μπορεί να είναι εκεί.»
Περιγράφει δηλαδή σε τέσσερις σειρές όλα αυτά που βλέπουμε όταν κοιτάμε τον νυχτερινό ουρανό. Οι αρχαίοι Έλληνες που έβλεπαν την γαλακτόχρωμη λωρίδα του Γαλαξία μας την ονόμαζαν «γέφυρα του χρόνου», και κατά κάποιον τρόπο δεν είχαν καθόλου άδικο. Επειδή απαιτείται η παρέλευση κάποιου χρόνου για να φτάσει μέχρις εμάς το φως από τα απόμακρα άστρα και τους γαλαξίες, όταν κοιτάζουμε έξω στο διάστημα βλέπουμε τις εικόνες των διαφόρων ουράνιων αντικειμένων όπως ήταν στο παρελθόν κι όχι όπως είναι την στιγμή που τα κοιτάμε.
Λόγω του χρόνου που χρειάζεται η εικόνα κάθε ουράνιου αντικειμένου για να έρθει σε μας, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι βλέπουμε και μελετάμε… αναμνήσεις!
Κατά κάποιο, δηλαδή, τρόπο ο έναστρος ουρανός δεν είναι παρά ένα είδος μηχανής του χρόνου. Όσο πιο μακριά βλέπουμε μέσα στο Σύμπαν τόσο πιο πολύ εισχωρούμε στο παρελθόν.
Κατά κάποιον δηλαδή τρόπο οι αστρονόμοι είμαστε οι Αρχαιολόγοι του Σύμπαντος.
Ο Ήλιος, για παράδειγμα, απέχει από μας 150 εκατομμύρια χλμ. και το φως του, τρέχοντας με την ταχύτητα του φωτός 300.000 χλμ το δευτερόλεπτο, χρειάζεται 8,5 περίπου λεπτά για να φτάσει μέχρι τη Γη, που σημαίνει ότι τον βλέπουμε όπως ήταν πριν από 8,5 λεπτά.
Το φως από τον πλησιέστερο σε μας Μεγάλο Γαλαξία της Ανδρομέδας χρειάζεται 2,5 εκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στη Γη μας, πράγμα που σημαίνει ότι το φως που φτάνει σήμερα σε μας ξεκίνησε από εκεί έξω όταν οι προπάτορες του ανθρώπου έκαναν τα πρώτα δειλά τους βήματά πάνω στον πλανήτη μας.
Το φως του πιο απόμακρου αντικειμένου που φτάνει σήμερα στη Γη, έχει ηλικία 13,4 περίπου δισεκατομμυρίων χρόνων, και μας εμφανίζεται όπως ήταν 400 εκατ. χρόνια μετά τη γέννηση του Σύμπαντος.
Ενώ σ’ αυτήν την φωτογραφία έχει καταγραφεί η κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου που προέρχεται από τη γέννηση του Σύμπαντος πριν από 13,8 δις. χρόνια.
Ο ουρανός δηλαδή δεν εκτείνεται μόνο χωροταξικά, αλλά και χρονικά. Αυτή άλλωστε είναι και η σύγχρονη αντίληψη που έχουμε για το χωροχρονικό μας Σύμπαν και την αρχή του χρόνου.
Όλα αυτά, όμως, αφορούν το Σύμπαν και τον χωρόχρονο των αστροφυσικών, ενώ το πόνημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και του Δημήτρη Βίκτωρ κάνει την υπέρβαση. Οι δύο συνεργοί στην προσπάθειά τους αυτή ξεφεύγουν από τους περιορισμούς του πειράματος και της απόδειξης και ταξιδεύουν στο χώρο και τον χρόνο της ανθρώπινης διανόησης.
Ο Άνθρωπος-Αγγελάκη Ρουκ, μας λεει:
«Χρόνε επί τέλους βρήκαμε ένα χώρο όπου μπορούμε να συγκατοικήσουμε: το παρελθόν. Έλα λοιπόν, στο λιβάδι μας, στο παρελθόν, μήπως και καταλάβω γιατί είμαι σήμερα εδώ με σένα…»
Είναι εμφανές ότι παρ’ όλο που το κείμενο τους δεν φαίνεται να πειθαρχεί σε κανόνες, η γλώσσα του είναι μια γλώσσα ποιητική με την οποία παρουσιάζονται με αδρές πινελιές μερικά από τα πιο εντυπωσιακά διοράματα της προσπάθειας του ανθρώπου να κατανοήσει μια από τις δυσκολότερες έννοιες της ανθρώπινης ύπαρξης, με λυρισμό και ευαισθησία. Και πολύ σύντομα, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι το κείμενο των δύο συγγραφέων, ενώ δίνει την εντύπωση του πεζού λόγου έχει εντούτοις ένα δικό του συγκεκριμένο ρυθμό και αρμονία, όπως θάπρεπε άλλωστε να έχει.
Όπως λεει προς το τέλος ο Άνθρωπος-Ρουκ:
«Δεν θα ‘μαι ποτέ
Αυτό που είμαι στιγμιαία
Αλλά είναι θρίαμβος
Αυτή η σταθερή απώλεια.
Πες μου λοιπόν: Πόσο καιρό έχω ακόμα;»
Για να πάρει την άμεση αμείλικτη απάντηση από τον Χρόνο-Βίκτωρ:
«Με ακούς; Με βλέπεις; Με έχεις μπροστά σου; Είσαι σίγουρος γι’ αυτό; Ποτέ κανείς δεν με έχει δει. Μήπως είμαι δημιούργημα της φαντασίας σου;»
Όπως το θέτει ο Νεύτων και η κλασσική Φυσική, ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν οι άνθρωποι, είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο πλατωνικό-κοσμικό χώρο και χρόνο. Άποψη που, παραδόξως, συμμερίζεται και ο Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος της «δολοφονίας» του απόλυτου χρόνου στη σύγχρονη Φυσική. Όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, έστω κι αν πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση».
Παρά το μικρό του μέγεθος το βιβλίο αυτό είναι ένας πραγματικός χείμαρρος συναισθηματικής φόρτισης που κατακλύζει τον αναγνώστη από την πρώτη του σελίδα. Και δεν αμφιβάλλω ότι το γεγονός αυτό οφείλεται στο τρόπο γραψίματος του κειμένου τους. Τα λόγια του κειμένου μετατρέπονται σε εικόνες, ορισμένες φορές απόκοσμες και φαντασμαγορικές. Άλλες εικόνες περιορίζονται σε πιο γήινα, πεζά χρώματα. Εικόνες, όμως, πάντα κατάλληλα φωτισμένες για να δώσουν την πρέπουσα ζεστασιά στις έννοιες που περιγράφουν.
Δεν ξέρω πως θα πρέπει να περιγράψει κάποιος το λογοτεχνικό είδος αυτού του βιβλίου: Δοκίμιο; Πραγματεία; Ποίηση; Αλλά τι σημασία έχουν οι λέξεις; Όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ πριν από 400 και χρόνια:
«Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα δεν θα μύριζε εξίσου ωραία;»
Οι διοργανωτές όμως αυτής της εκδήλωσης μου είχαν δώσει 12 λεπτά για να μιλήσω, και ήδη έχω πάρει πολύ περισσότερα.
Παρ’ όλα αυτά ελπίζω να μου επιτρέψετε να τελειώσω, με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Μια μέρα, ήταν άνοιξη, και περιμέναμε πότε θα χτυπήσει το κουδούνι να γλιτώσουμε. Τα παράθυρα της τάξης ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά. Ένα αηδόνι είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, δε βάσταξε άλλο, σήκωσε το δάχτυλο του και είπε στο δάσκαλο:
«Σώπα καλέ δάσκαλε, σώπα, ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνι.»
Κι απόψε για μάς, το αηδόνι είναι το βιβλίο «Άνθρωπος και Χρόνος». Γι’ αυτό κι εγώ θα σωπάσω, για ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνια: την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και τον Δημήτρη Βίκτωρ.
Πηγή :http://poplike.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου