«Επιστημονική» δαιμονολογία
“Τα υπερφυσικά πράγματα, που λέγεται ότι εκτελούνται από τις μάγισσες και τα κακά πνεύματα, θα μπορούσαν, όταν είναι αληθινά, να μας εφοδιάσουν με υποθέσεις και μέσα που συνθέτουν και αποδεικνύουν θεωρίες για τα φαινόμενα ενός μέρους της φύσης [...]”. Το απόφθεγμα ανήκει στον Robert Boyle και το συναντούμε στο έργο του «Some Considerations about the Reconcileableness of Reason and Religion» (1675).
Το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου 1660 ιδρύεται στο Λονδίνο η περίφημη Βασιλική Εταιρεία (Royal Society) με σκοπό την προώθηση της νέας Φυσικής Φιλοσοφίας. Μετά τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και στη διάρκεια της αγγλικής παλινόρθωσης, μια ομάδα φυσικών φιλοσόφων, μεταξύ των οποίων ο Robert Boyle, αποφασίζουν τις τακτικές εβδομαδιαίες συναντήσεις τους στο Gresham College. Εκεί θα διεξάγονται συζητήσεις σχετικές με τους κατάλληλους τρόπους υπεράσπισης και εφαρμογής της νέας μεθόδου: της πειραματικής παρατήρησης του Francis Bacon. Οι περισσότεροι από τους ιδρυτές σχετίζονται άμεσα με το περιβάλλον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και εμπνέονται από τη βακωνική ουτοπία.
Από τον 16ο αιώνα δημιουργούνται αρκετά δίκτυα διανοητικών προσπαθειών, ωστόσο με διαφορετικές μεταξύ τους κατευθύνσεις. Η μελέτη των αναγεννησιακών ανακτήσεων των αρχαίων φιλοσοφικών και θρησκευτικών κειμένων ποικίλων προελεύσεων (πλατωνισμός, ερμητισμός, καμπαλισμός, ζωροαστρισμός, θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου, αγγελολογίες, δαιμονολογίες κ.ά.) έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Παράλληλα, σχηματίζονται και μεταλλάσσονται, διαρκώς, αντικρουόμενα ή συμπορευόμενα ρεύματα της Φυσικής Φιλοσοφίας. Στο ίδιο κάδρο βλέπουμε τους φυσικούς μάγους και τους αλχημιστές. Πιο πέρα, χιλιάδες γυναίκες βασανίζονται στα μπουντρούμια για να οδηγηθούν στο ικρίωμα και στην πυρά ως ενεργούμενα του διαβόλου. Συγκοινωνούντα δοχεία, όλα αυτά τα ετερόκλητα -για τη σημερινή ματιά- στοιχεία αποτελούν ένα διανοητικό πλέγμα με μεγάλες εντάσεις στο εσωτερικό του. Σε γενικές γραμμές, αναφέρουμε ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον της Φυσικής Φιλοσοφίας προσηλώνεται στις καταστάσεις της ύλης και της κίνησης, καθώς και της φύσης του κενού. Βεβαίως, ούτε εδώ συναντούμε ένα ενιαίο πεδίο εισηγήσεων, ενώ ο νομιναλισμός εξοστρακίζει τον αριστοτελικό σχολαστικισμό. Η Θεολογία στην Αγγλία της Παλινόρθωσης, μάλιστα, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στις διακυμάνσεις και στον βαθμό υλισμού που φέρουν οι αναδυόμενες μηχανικές θεωρήσεις. Τα μέλη της Βασιλικής Εταιρείας υπερασπίζονται την αδιαμφισβήτητη θέση του Θεού στον κόσμο, που αναμένει να αποκαλυφθεί μέσω της νέας Φυσικής Φιλοσοφίας και της μεθόδου του Bacon. Οι ίδιοι είναι οι υπερασπιστές του στέμματος, το οποίο προΐσταται της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Στη διαμάχη με τους υλιστές χρησιμοποιείται το ζήτημα της ύπαρξης της δαιμονικής μαγείας. Στην έντονη συζήτηση εμπλέκονται, μεταξύ άλλων, οι υλιστικές θεωρήσεις των Thomas Hobbes και Margaret Lucas Cavendish (Κύκλος του Νιούκαστλ), που πρεσβεύουν ότι η φύση και τα δημιουργήματά της αποτελούνται μόνο από ύλη. Οι δαίμονες και οι μάγισσες δεν έχουν καμία θέση στη φυσική τάξη. Απέναντί τους, ο πλατωνιστής (και καμπαλιστής) του Κέιμπριτζ Henry More, με τη συνδρομή της Ann Conway, και οι βακωνιστές Joseph Glanvill και Robert Boyle. Οι υλιστές τη χαρακτηρίζουν ως δεισιδαιμονία - με τον Hobbes, ωστόσο, να τάσσεται υπέρ του διωγμού των μαγισσών ως παμπόνηρων γυναικών που παραπλανούν τους ανθρώπους. Οι αντίπαλοί τους επιμένουν στην αθανασία της ψυχής, την ύπαρξη του άυλου και των δαιμόνων στη φύση. Ο διάβολος επηρεάζει εμφανώς κυρίως τις γυναίκες, καθώς είναι ατελή και αδύναμα όντα. Σε προηγούμενο άρθρο μας είχε αναφερθεί ο εναγκαλισμός μεταξύ της πειραματικής παρατήρησης και της δαιμονολογίας ως στάδιο της επιστημονικής εξέλιξης, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό σήμερα. Είχε επισημανθεί επίσης ότι η δαιμονολογία ταυτιζόταν με τη μελέτη σημαντικού μέρους της φυσικής τάξης, καθώς -κατά τις πεποιθήσεις εκείνων των καιρών- η δαιμονική δράση ήταν παρούσα στον φυσικό κόσμο και ο διάβολος γνώριζε πολύ καλύτερα από κάθε ερευνητή τους φανερούς και μη αποκεκαλυμμένους ακόμα φυσικούς νόμους.
Δύο μέλη της Βασιλικής Εταιρείας αφιερώνουν μέρος των ερευνών τους στην “επιστημονική” απόδειξη για την ύπαρξη της σατανικής μαγείας. Πρόκειται για τον φυσικό φιλόσοφο, μεγάλου διαμετρήματος στην επίσημη ιστορία της επιστήμης και της περίφημης Επιστημονικής Επανάστασης, και γνωστό για τον έναν από τους τρεις νόμους των αερίων Robert Boyle. Η πειραματική μέθοδος για τον Boyle αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη διαδικασία εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων για τη μελέτη της φυσικής τάξης και τη διερεύνηση των νόμων της θεϊκής δημιουργίας. Ο δεύτερος είναι ο Joseph Glanvill, εκλεγμένος ως μέλος της Βασιλικής Εταιρείας τον Δεκέμβριο του 1664, προσωπικός κληρικός του Κάρολου ΙΙ, ο οποίος είναι επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας.
Ο Glanvill το 1661 γράφει ένα περίτεχνο δοκίμιο με τίτλο «The Vanity of Dogmatizing». Η δεύτερη έκδοση του έργου (1664) τιτλοφορείται «Scepsis scientifica: or, the way to science Confest ignorance... (&c.)», ενώ έχει ήδη παρουσιαστεί στη Βασιλική Εταιρεία. Πρόκειται για έναν πρόλογο σχετικά με τη χρήση της λογικής στη θρησκεία, την επιβεβλημένη αποστροφή απέναντι στον θρησκευτικό δογματισμό, την αδιαμφισβήτητη αθανασία της ψυχής, την ελευθερία της σκέψης. Η Βασιλική Εταιρεία επιδιώκει, όπως επισημαίνει ο Glanvill, την εξακρίβωση των πληροφοριών (τις οποίες μόνο ένας δογματιστής θα μπορούσε να αμφισβητήσει) σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα, αποφεύγοντας την πρόωρη θεωρητικοποίηση. Επιπλέον, η νέα Φυσική Φιλοσοφία οφείλει να προφυλαχτεί από την κατάχρηση της «μηχανικής υπόθεσης», συνεπώς, από τους ισχυρισμούς του υλιστικού αθεϊσμού του Hobbes. Η Εταιρεία σκοπεύει στην ανακάλυψη των αληθινών νόμων της ύλης και της κίνησης διασφαλίζοντας τα θεμέλια της θρησκείας. Δεν έχουμε άμεση αντίληψη για τις αιτιώδεις συνδέσεις. Στην καλύτερη περίπτωση παρατηρούμε συνεχείς συνηγορίες, μας λέει με έναν σκεπτικισμό ο Glanvill, δίνοντας έμφαση στην ενίσχυση της βαθιάς έρευνας που παρέχεται από τα σύγχρονα επιτεύγματα στον τομέα των οργάνων, της Χημείας, της Ανατομίας και ιδιαίτερα των Μαθηματικών (στα οποία περιλαμβάνει την Αστρονομία και την Οπτική). Η προσοχή μας στρέφεται στο πείραμα και όχι στη θεωρία, σύμφωνα με τις οδηγίες που μας κληροδοτεί ο “άριστος λόρδος Bacon”. Η νέα μέθοδος κατευθύνει στην ακλόνητη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Ο Glanvill συνεχίζει την πολεμική του με το «Philosophical Considerations Touching the Being of Witches and Witchcraft» (1666), το οποίο απευθύνεται στον Robert Hunt, o οποίος ασχολείται με τις μάγισσες στο Σόμερσετ, ως Μεγάλος Σερίφης της περιοχής. Το 1668 επανεκδίδεται με τίτλο «A Blow at Modern Sadducism». Υποδεικνύει τις διαδικασίες του δικαστηρίου του Hunt ως υποδειγματικές για την εκδίκαση φαινομένων διαβολικής μαγείας και επιτίθεται στους Reginald Scot και Thomas Hobbes. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι η εμπειρική παρατήρηση θα αποκαλύψει τον κόσμο του άυλου. Αργότερα, ρίχνει τα ισχυρότερα βέλη του ενάντια στην πρόκληση του χομπσιανού υλισμού με το διάσημο «Saducismus triumphatus». Η τελική του μορφή εκδίδεται το 1681 με προσθήκες του Henry More και τον τίτλο «Saducismus triumphatus, or, Full and plain evidence concerning witches and apparitions in two parts: the first treating of their possibility, the second of their real existence». Η δυσπιστία απέναντι στους δαίμονες και στη δράση τους μέσω των μαγισσών οδηγεί αναπόφευκτα στην αδιαφορία για τη θεϊκή και συνεπώς την αληθινή φυσική τάξη. Η απόδειξη για την -εκμεταλλευόμενη τους φυσικούς νόμους- δαιμονική παρουσία πρέπει να τεκμηριωθεί και να κάμψει την επικίνδυνη αμφισβήτηση των σύγχρονων Σαδδουκαίων, όπως ο Hobbes. Η σατανική μαγεία απειλεί τον χριστιανικό κόσμο και τη μοναρχία.
Αρωγός στη μεθοδολογική προσπάθεια του Glanvill στέκεται η πλειονότητα των μελών της Βασιλικής Εταιρείας. Βασικός υποστηρικτής του είναι ο Boyle. Η βοήθειά του αποτυπώνεται σαφώς στην αλληλογραφία του με τον Glanvill. Μάλιστα, ο ίδιος ορίζει σε αρκετές περιπτώσεις τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της άσκησης σατανικής μαγείας ή κατά τον εντοπισμό δαιμονικών δυνάμεων και φαντασμάτων. Η ακριβής “χαρτογράφηση” του ακροατηρίου και των μαρτύρων, η άμεση και καλά επαληθευμένη εμπειρία του φαινομένου, ο δημόσιος χαρακτήρας της παρατήρησης, τα δικαστικά πρακτικά και η ακεραιότητα της διαδικασίας μπορούν να οδηγήσουν σε αξιόλογα συμπεράσματα. O Glanvill, τηρώντας το σχετικό πρωτόκολλο, καταγράφει την ενδελεχή αυτοψία που έκανε ο ίδιος για την επιβεβαίωση φαινομένων σατανικής μαγείας στην οικία των Mompesson στην περιοχή του Τέντγουρθ. Επιδίδεται σε μια επίπονη καταγραφή παρόμοιων φαινομένων. Στην «Collection of Relations», που περιλαμβάνεται στο «Sadducismus Triumphatus», ακολουθεί ως πρότυπο τις «Histories of nature», όπως χρησιμοποιήθηκαν από τον Bacon στο «Sylva Sylvarum» (1627). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η σύνταξη της συλλογής αποτελεί υπόδειξη του Boyle.
Ο Boyle, το 1660, γράφει το «New Experiments Physico-Mechanicall, Touching the Spring of the Air, and Its Effects», ανιχνεύοντας τη φυσική κατάσταση του αέρα με μια σειρά έξυπνων πειραμάτων, κάνοντας χρήση της αεραντλίας. Απορρίπτει την αριστοτελική στοιχειακή θεωρία, ενδιαφέρεται για τις χημικές ενώσεις και συνδιαμορφώνει τις σωματιδιακές θεωρήσεις της περιόδου. Εικάζεται ότι το έργο μετατρέπεται σε εργαλείο από τον Glanvill ώστε να γίνει κατανοητή η επίδραση του διαβόλου στο ανθρώπινο σώμα με “ατμώδεις ουσίες”.
Αν και για τον Boyle οι δεκαεννέα από τις είκοσι περιπτώσεις που εξετάζονται ως δαιμονική μαγεία αποδεικνύονται εσφαλμένες και παραπλανητικές, ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Glanvill τον συγχαίρει για το θεάρεστο έργο του, διαβεβαιώνοντας την ύπαρξη αόρατων οντοτήτων που χειρίζονται με ευφυΐα τα φυσικά πράγματα. Γνωρίζουμε πολύ λίγα για τη φύση, τις κοινότητες, τους νόμους, την πολιτική και τη διακυβέρνηση των πνευμάτων, γράφει ο Boyle στις προσωπικές σημειώσεις του. Ο ίδιος συμβάλλει στον εμπλουτισμό της συλλογής του Glanvill με υποθέσεις σατανικής μαγείας που μελετά στην Ιρλανδία και τη Σκωτία. Σε μία από αυτές επικαλείται τον δικαστή της υπόθεσης ως τον βασικό μάρτυρα του γεγονότος. Επίσης, παροτρύνει τον σερ William Strode, ο οποίος μελετούσε τα ορυχεία μετάλλων και τη χημεία, να προωθήσει επαληθεύσιμες και αξιόπιστες ιστορίες μαγείας, φαινόμενα τερατογέννεσης κ.ά. στη Βασιλική Εταιρεία. Μοιράζεται με άλλους φυσικούς φιλόσοφους το ενδιαφέρον για τη δαιμονολογία και το όραμα για μια ισχυρή Αγγλικανική Εκκλησία. Ο αθεϊσμός και ο σαδδουκισμός πρέπει να δεχθούν ισχυρό πλήγμα.
Στο «Excellency of Theology» (1674) ξεχωρίζει τρεις ομάδες οντοτήτων: τα σωματικά όντα, τους αγγέλους και τους δαίμονες. O Boyle μέχρι το τέλος της ζωής του συγκεντρώνει αναφορές για παράδοξα φαινόμενα. Διανθίζει, έστω και με αυστηρά κριτήρια, τη δική του συλλογή «Strange Reports» που δημοσιεύεται ως παράρτημα στο «Experimenta et observationes physicae» (1691) ακολουθώντας την οδηγία του Bacon στο «Novum Organum» (1620) περί μελέτης “όλων των τεράτων και των φαινομένων της φύσης που στρέφονται εκτός της συνηθισμένης πορείας της”.
Οι απόψεις των Glanvill και Boyle επηρέασαν την οπτική του γιατρού και πουριτανού πάστορα Cotton Mather, ο οποίος ενεπλάκη ενεργά στη δίκη εναντίον των μαγισσών του Σάλεμ. Ο ίδιος γράφει το «The Wonders of the Invisible World. Observations as Well Historical as Theological, upon the Nature, the Number, and the Operations of the Devils» (1693). Στο «Memorable Providences» (1697) υπερασπίζεται τη θέση ότι οι μάγισσες υπάρχουν επειδή η ψυχή είναι αθάνατη.
Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι μια αξιόπιστη αφήγηση περί μαγικών πρακτικών δεν διαφέρει εκείνη την περίοδο από το εμπειρικό και αντιληπτικό επίπεδο που συναντά κανείς στα γραπτά των υπόλοιπων μελών της Βασιλικής Εταιρείας. Η δαιμονολογία προσαρμόστηκε άνετα από τους Boyle και Glanvill στα πρωτόκολλα της πειραματικής Φιλοσοφίας. Τα πειράματα με την αεραντλία, η ανάλυση του αίματος, η παρατήρηση με το μικροσκόπιο κ.ά. δεν καθιστούν υποδεέστερο τον πειραματισμό για το υπερφυσικό (supernatural) ή το παραφυσικό (preternatural). Το σύνολο των φαινομένων, τουλάχιστον για τους επιγόνους του Bacon, βρίσκονται υπό συστηματική παρατήρηση και χωρίς αποκλεισμούς.
Έφη Ασημακοπούλου
Ιστορικός των Επιστημών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου