Χρύσα Σοφιανοπούλου: Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις και ένα πείραμα που πέτυχε
Από το μικρό θεώρημα του Fermat, που απερρίφθη από τον Euler, έως τις «Αποδείξεις και ανασκευές» (1976) του μαθηματικού φιλοσόφου Lakatos, το αντιπαράδειγμα χρησιμεύει στην αναδόμηση των καθιερωμένων δομών στη σκέψη. Καλλιεργεί την τόσο απαραίτητη στην επιστήμη, αλλά και στην ίδια τη ζωή, αμφισβήτηση.Ενα τέτοιο αντιπαράδειγμα επιστρατεύω τέτοιες μέρες, που ανακοινώνονται οι βάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Αδυνατώ να δεχθώ την αγωνία μιας ολόκληρης κοινωνίας. Αδυνατώ να κατανοήσω πώς η ζωή της ελληνικής οικογένειας και το status της επικεντρώνονται ή και εξαρτώνται από μια κατάταξη και από έναν αριθμό που οδηγεί στην περιβόητη πόρτα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αδυνατώ να συμμεριστώ τους εναγώνιους αλγεβρικούς υπολογισμούς του φίλου για το πόσοι μαθητές έγραψαν καλύτερα από την κόρη του. Αδυνατώ να παρακολουθήσω τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αδυνατώ να συμφωνήσω με τη «δυστυχία» που ακολουθεί την «αποτυχία» και κυρίως αδυνατώ να κατανοήσω το νόημα που δίνεται στον όρο «αποτυχία».
Και προσπαθώ, ματαίως συνήθως πρέπει να ομολογήσω, να εξηγήσω πώς η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τον τρόπο τουλάχιστον που επιχειρείται και όλες τις συνδηλώσεις που περιβάλλεται, είναι ένας αδόκιμος στόχος.
Θα κάνω άλλη μία προσπάθεια εδώ, με μια ιστορία. Μια ιστορία μυθοπλασίας, ας πούμε, όπου «τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική».
Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη δεκαετία του 2010, στην Αθήνα. Ενας νεαρός μαθητής μιας τυπικής οικογένειας. Φοιτά σε μικρά σχολεία που του μαθαίνουν κι άλλα πράγματα εκτός από μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και γλώσσα. Του μαθαίνουν πώς να συμβιώνει με τον άλλον, να δημιουργεί ψηφιακά animation, αλλά και να διακρίνει τον Γκάτσο από τον Καββαδία, να αγαπάει τη φύση και να ταξιδεύει, να αναγνωρίζει από τις πρώτες νότες τη μουσική του Χατζιδάκι στους «Ορνιθες», να φτιάχνει αερόστατα και να καταλαβαίνει τη λειτουργία ενός πυρηνικού εργοστασίου και λίγο αργότερα να μιλάει για τον Τζον Λοκ αλλά και να διαβάζει Καμύ και Προυντόν.
Ισως η μόνη «ιδιαιτερότητά» του είναι η πεποίθηση ότι το σχολείο είναι ένας ωραίος χώρος, ένας χώρος που κάποιος αποκτά γνώσεις και βρίσκει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει. Και άλλη μία «ιδιαιτερότητα» (η πρώτη παρέμβαση της οικογένειάς του) είναι ότι δεν πηγαίνει σε φροντιστήριο. Γιατί; Διότι τα σχολικά βιβλία, εξηγούν οι γονείς του, είναι γραμμένα για μαθητές της αντίστοιχης κάθε φορά ηλικίας και νοημοσύνης. Και αν κάποιος παρακολουθεί το μάθημα στην τάξη και διαβάζει στο σπίτι δεν χρειάζεται το φροντιστήριο.
Ο μαθητής μας έχει σχετικά χαμηλές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα. Μα είναι βαρετά, έτσι δεν είναι; Oταν έχεις μάθει να κατασκευάζεις αυτοσχέδιο τηλεσκόπιο, έκανες το πείραμα του Ερατοσθένη και πήγες μόνος σου στο CERN, τι να σου πει, παραδείγματος χάριν, η στεγνή και άχρωμη Φυσική της Α΄ Λυκείου. Σε διεθνή εκπαιδευτική έρευνα γνώσεων και δεξιοτήτων, όμως, κατατάσσεται στο υψηλότερο 5% των μαθητών. Την ίδια χρονιά μένει μετεξεταστέος σε 3 μαθήματα. Παράδοξο; Oχι, απολύτως λογικό και αυτό.
Η δεύτερη και τελευταία παρέμβαση της οικογένειας είναι η προτροπή (απόφαση μάλλον) ο μαθητής να μην δώσει Πανελλαδικές Εξετάσεις. Γιατί; Μα γιατί το σχολείο είναι τόσο ωραίο για να το «χαραμίσει» κανείς τρία χρόνια σε ατελείωτες ώρες φροντιστηριακών μαθημάτων, σε βαρετές επαναλήψεις βαρετών πραγμάτων, σε εκμηδένιση του ελεύθερου χρόνου (αλήθεια, πώς θα δει την «Τόσκα» στο Ηρώδειο αν πρέπει να κάνει σκληρή προετοιμασία στα Αρχαία;).
Αυτά βέβαια έχουν ένα κόστος. Ο μαθητής μας απομονώνεται από τους υπολοίπους που δεν συμμερίζονται αυτήν τη στάση και κυρίως που τον κατηγορούν ότι «κατεβάζει τον βαθμολογικό μέσο όρο της τάξης». Τι σημαίνει άραγε αυτό; Και πόσο σημαντικό είναι για τη ζωή;
Μια διευκρίνιση πολύ ουσιώδης για την ιστορία: ο μαθητής μας ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει, έχει στόχο επαγγελματικό και επιστημονικό, αναζητεί μόνος του τον δρόμο, στέλνει emails σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, συνομιλεί με διευθυντές μεταπτυχιακών προγραμμάτων, σχεδιάζει, ονειρεύεται, χαράσσει βήμα βήμα την πορεία του. Και αυτά όχι γιατί έχει κάποιο ξεχωριστό DNA από τους άλλους προφανώς, ούτε οικονομική επιφάνεια. Ισως ο Καμύ και ο Γκάτσος να έκαναν τη δουλειά τους. Ισως.
Τα σχέδιά του ακολουθούνται κατά γράμμα. Με κάποιες αναπροσαρμογές όπου εκείνος κρίνει απαραίτητο. Και τον βρίσκουμε λίγα χρόνια μετά, στα 21 του, πτυχιούχο από γαλλικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, πρώτο φοιτητή του έτους του, τέταρτο σε όλη τη Γαλλία στις εξετάσεις ενός μαθήματος, υποψήφιο για τον τίτλο του «φοιτητή της χρονιάς» στην Ευρώπη στην ειδικότητά του, με υποτροφία για να συνεχίσει εξειδίκευση στην Αγγλία, ήδη με μια πολύ καλή επαγγελματική πρόταση, επιπλέον με συνεργασία σε ευρωπαϊκό ερευνητικό κέντρο ως τεχνικός σύμβουλος, με μάτια που λάμπουν και ανοικτές πόρτες τριγύρω.
Τέλος της ιστορίας – μιας ιστορίας που θα έχει ασφαλώς και συνέχεια.
Συγκροτεί αυτή η ιστορία ένα αντιπαράδειγμα; Είναι ένα πείραμα που πέτυχε; Μήπως είναι μια αντίδραση στο ελληνικό φορμαλιστικό σύστημα; Ή ένα case study που δεν μπορεί να γενικευθεί, όπως λέει ένας φίλος; Ο,τι από αυτά κι αν είναι, επιβεβαιώνει όλα τα επιστημονικά ευρήματα της εκπαιδευτικής έρευνας. Με απλά λόγια, ένα υγιές και σύγχρονο σχολείο είναι εκείνο που θα ανοίξει τους ορίζοντες των μαθητών του. Μαθητές οικογενειών (και ας κρατήσουμε εδώ τον ρόλο της οικογένειας) που ξέρουν πως όνειρα, δεξιότητες και επαγγελματικό μέλλον δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν μόνο με το κυνήγι της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οπως και στην ιστορία μας, μένει ασφαλώς να φανεί πώς θα τελειώσουν. Το βέβαιο είναι, όμως, πως θα πρέπει να ξεκινούν από ένα σχολείο που θα προσφέρει κίνητρα και ένα σύστημα εισαγωγής που θα απελευθερώνει αντί να εγκλωβίζει.
* Επίκουρος καθηγήτρια, τ. εθνική συντονίστρια PISA.
Και προσπαθώ, ματαίως συνήθως πρέπει να ομολογήσω, να εξηγήσω πώς η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τον τρόπο τουλάχιστον που επιχειρείται και όλες τις συνδηλώσεις που περιβάλλεται, είναι ένας αδόκιμος στόχος.
Θα κάνω άλλη μία προσπάθεια εδώ, με μια ιστορία. Μια ιστορία μυθοπλασίας, ας πούμε, όπου «τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική».
Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη δεκαετία του 2010, στην Αθήνα. Ενας νεαρός μαθητής μιας τυπικής οικογένειας. Φοιτά σε μικρά σχολεία που του μαθαίνουν κι άλλα πράγματα εκτός από μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και γλώσσα. Του μαθαίνουν πώς να συμβιώνει με τον άλλον, να δημιουργεί ψηφιακά animation, αλλά και να διακρίνει τον Γκάτσο από τον Καββαδία, να αγαπάει τη φύση και να ταξιδεύει, να αναγνωρίζει από τις πρώτες νότες τη μουσική του Χατζιδάκι στους «Ορνιθες», να φτιάχνει αερόστατα και να καταλαβαίνει τη λειτουργία ενός πυρηνικού εργοστασίου και λίγο αργότερα να μιλάει για τον Τζον Λοκ αλλά και να διαβάζει Καμύ και Προυντόν.
Ισως η μόνη «ιδιαιτερότητά» του είναι η πεποίθηση ότι το σχολείο είναι ένας ωραίος χώρος, ένας χώρος που κάποιος αποκτά γνώσεις και βρίσκει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει. Και άλλη μία «ιδιαιτερότητα» (η πρώτη παρέμβαση της οικογένειάς του) είναι ότι δεν πηγαίνει σε φροντιστήριο. Γιατί; Διότι τα σχολικά βιβλία, εξηγούν οι γονείς του, είναι γραμμένα για μαθητές της αντίστοιχης κάθε φορά ηλικίας και νοημοσύνης. Και αν κάποιος παρακολουθεί το μάθημα στην τάξη και διαβάζει στο σπίτι δεν χρειάζεται το φροντιστήριο.
Ο μαθητής μας έχει σχετικά χαμηλές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα. Μα είναι βαρετά, έτσι δεν είναι; Oταν έχεις μάθει να κατασκευάζεις αυτοσχέδιο τηλεσκόπιο, έκανες το πείραμα του Ερατοσθένη και πήγες μόνος σου στο CERN, τι να σου πει, παραδείγματος χάριν, η στεγνή και άχρωμη Φυσική της Α΄ Λυκείου. Σε διεθνή εκπαιδευτική έρευνα γνώσεων και δεξιοτήτων, όμως, κατατάσσεται στο υψηλότερο 5% των μαθητών. Την ίδια χρονιά μένει μετεξεταστέος σε 3 μαθήματα. Παράδοξο; Oχι, απολύτως λογικό και αυτό.
Η δεύτερη και τελευταία παρέμβαση της οικογένειας είναι η προτροπή (απόφαση μάλλον) ο μαθητής να μην δώσει Πανελλαδικές Εξετάσεις. Γιατί; Μα γιατί το σχολείο είναι τόσο ωραίο για να το «χαραμίσει» κανείς τρία χρόνια σε ατελείωτες ώρες φροντιστηριακών μαθημάτων, σε βαρετές επαναλήψεις βαρετών πραγμάτων, σε εκμηδένιση του ελεύθερου χρόνου (αλήθεια, πώς θα δει την «Τόσκα» στο Ηρώδειο αν πρέπει να κάνει σκληρή προετοιμασία στα Αρχαία;).
Αυτά βέβαια έχουν ένα κόστος. Ο μαθητής μας απομονώνεται από τους υπολοίπους που δεν συμμερίζονται αυτήν τη στάση και κυρίως που τον κατηγορούν ότι «κατεβάζει τον βαθμολογικό μέσο όρο της τάξης». Τι σημαίνει άραγε αυτό; Και πόσο σημαντικό είναι για τη ζωή;
Μια διευκρίνιση πολύ ουσιώδης για την ιστορία: ο μαθητής μας ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει, έχει στόχο επαγγελματικό και επιστημονικό, αναζητεί μόνος του τον δρόμο, στέλνει emails σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, συνομιλεί με διευθυντές μεταπτυχιακών προγραμμάτων, σχεδιάζει, ονειρεύεται, χαράσσει βήμα βήμα την πορεία του. Και αυτά όχι γιατί έχει κάποιο ξεχωριστό DNA από τους άλλους προφανώς, ούτε οικονομική επιφάνεια. Ισως ο Καμύ και ο Γκάτσος να έκαναν τη δουλειά τους. Ισως.
Τα σχέδιά του ακολουθούνται κατά γράμμα. Με κάποιες αναπροσαρμογές όπου εκείνος κρίνει απαραίτητο. Και τον βρίσκουμε λίγα χρόνια μετά, στα 21 του, πτυχιούχο από γαλλικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, πρώτο φοιτητή του έτους του, τέταρτο σε όλη τη Γαλλία στις εξετάσεις ενός μαθήματος, υποψήφιο για τον τίτλο του «φοιτητή της χρονιάς» στην Ευρώπη στην ειδικότητά του, με υποτροφία για να συνεχίσει εξειδίκευση στην Αγγλία, ήδη με μια πολύ καλή επαγγελματική πρόταση, επιπλέον με συνεργασία σε ευρωπαϊκό ερευνητικό κέντρο ως τεχνικός σύμβουλος, με μάτια που λάμπουν και ανοικτές πόρτες τριγύρω.
Τέλος της ιστορίας – μιας ιστορίας που θα έχει ασφαλώς και συνέχεια.
Συγκροτεί αυτή η ιστορία ένα αντιπαράδειγμα; Είναι ένα πείραμα που πέτυχε; Μήπως είναι μια αντίδραση στο ελληνικό φορμαλιστικό σύστημα; Ή ένα case study που δεν μπορεί να γενικευθεί, όπως λέει ένας φίλος; Ο,τι από αυτά κι αν είναι, επιβεβαιώνει όλα τα επιστημονικά ευρήματα της εκπαιδευτικής έρευνας. Με απλά λόγια, ένα υγιές και σύγχρονο σχολείο είναι εκείνο που θα ανοίξει τους ορίζοντες των μαθητών του. Μαθητές οικογενειών (και ας κρατήσουμε εδώ τον ρόλο της οικογένειας) που ξέρουν πως όνειρα, δεξιότητες και επαγγελματικό μέλλον δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν μόνο με το κυνήγι της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οπως και στην ιστορία μας, μένει ασφαλώς να φανεί πώς θα τελειώσουν. Το βέβαιο είναι, όμως, πως θα πρέπει να ξεκινούν από ένα σχολείο που θα προσφέρει κίνητρα και ένα σύστημα εισαγωγής που θα απελευθερώνει αντί να εγκλωβίζει.
* Επίκουρος καθηγήτρια, τ. εθνική συντονίστρια PISA.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου