Βραβείο Νόμπελ Φυσικής 2019
Σε τρεις επιστήμονες, στον Καναδοαμερικανό κοσμολόγο Τζέιμς Πιμπλς και στους Ελβετούς αστροφυσικούς Μισέλ Μαγιόρ και Ντιντιέ Κελόζ θα απονεμηθεί το φετινό Νόμπελ Φυσικής. Στη σημερινή ανακοίνωσή της, η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών αναφέρεται στον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο οι τρεις επιστήμονες κατάφεραν να αλλάξουν τις ιδέες που είχαμε για το Σύμπαν, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα την εξέλιξή του και τη θέση της Γης μέσα σε αυτό.
Ειδικότερα, το βραβείο απονέμεται κατά 50% στον κοσμολόγο Πιμπλς και κατά 50% στους αστροφυσικούς Μαγιόρ και Κελόζ, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να εξερευνήσουν τη διαστημική μας γειτονιά, ανακάλυψαν έναν εξωπλανήτη με τροχιά γύρω από ένα άστρο ανάλογο του Ήλιου.
Η δουλειά του καθηγητή Πιμπλς επικεντρώθηκε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε θεωρητικές ανακαλύψεις στη φυσική κοσμολογία. Οι νέοι τρόποι παρατήρησης του σύμπαντος που πρότεινε μεταμόρφωσαν την κοσμολογία σε μία περισσότερο αξιόπιστη, μαθηματική επιστήμη.
«Το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης περιγράφει το Σύμπαν από τις πρώτες στιγμές του, σχεδόν 14.000.000.000 χρόνια πριν, την περίοδο που ήταν εξαιρετικά ζεστό και πυκνό. Από τότε επεκτείνεται, γίνεται μεγαλύτερο και πιο κρύο. Μόλις 400.000 χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, άρχισε να γίνεται διαφανές. Τότε, οι ακτίνες φωτός μπόρεσαν να ταξιδέψουν στο διάστημα. Αυτή η αρχαία ακτινοβολία είναι ακόμη και σήμερα γύρω μας, και μεταφέρει κωδικοποιημένα πολλά από τα μυστικά του Σύμπαντος», σημειώνει στην ανακοίνωσή της η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών. Και προσθέτει: «Ο Τζέιμς Πιμπλς, χρησιμοποιώντας στέρεα θεωρητικά εργαλεία και υπολογισμούς, κατάφερε να ερμηνεύσει αυτά τα αρχαία ίχνη από τη νηπιακή ηλικία του Σύμπαντος, και να ανακαλύψει νέες φυσικές διεργασίες και χρήσιμα συμπεράσματα».
Οι καθηγητές Μαγιόρ και Κελόζ ήταν οι πρώτοι που, το 1995, ταυτοποίησαν, 50 έτη φωτός μακριά, έναν εξωπλανήτη, τον 51 Pegasi b που βρισκόταν σε τροχιά γύρω από ένα αστέρι ανάλογο του δικού μας Ήλιου. Η ανακάλυψή τους θεωρήθηκε επαναστατική για την αστρονομία και οδήγησε, στα χρόνια που ακολούθησαν, στον εντοπισμό 4.000 και πλέον εξωπλανητών στον Γαλαξία μας.
Ο Τζέιμς Πιμπλς γεννήθηκε το 1935 και είναι ομότιμος καθηγητής Φυσικής στην έδρα Αϊνστάιν στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ο Μισέλ Μαγιόρ γεννήθηκε το 1942 και είναι ομότιμος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ο Ντιντιέ Κελόζ, ο νεότερος της ομάδας, γεννήθηκε το 1966 και είναι καθηγητής Φυσικής στο Εργαστήριο Κάβεντις του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Η βράβευση συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 829.000 ευρώ.
Από τη μία, οι θεωρητικές αποκαλύψεις του Τζέιμς Πιμπλς συμβάλλουν στην κατανόηση του πώς εξελίχθηκε το διάστημα μετά το Big Bang, ενώ οι Μαγιόρ και Κελόζ εξερεύνησαν τις γειτονικές στη Γη περιοχές του διαστήματος σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν άγνωστους, μέχρι σήμερα, πλανήτες και πράγματι ανακάλυψαν έναν εξωπλανήτη που κινείται σε τροχιά γύρω από ένα αστέρι ηλιακού τύπου.
Η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών δήλωσε ότι οι φετινοί νικητές άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για το σύμπαν και πως οι ανακαλύψεις τους αλλάζουν οριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σύμπαν.
Ο Καναδο-Αμερικανός James Peebles (Πανεπιστήμιο Princeton, ΗΠΑ) είναι ένας από τους φυσικούς που με την έρευνά τους μετέτρεψαν την Κοσμολογία από συνονθύλευμα εικασιών σε ένα από τα πιο σημαντικά επιστημονικά πεδία της φυσικής. Το θεωρητικό του πλαίσιο αναπτύχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτελεί την βάση των σημερινών ιδεών μας σχετικά με το σύμπαν. To 1965 δημοσιεύθηκαν δυο ιστορικά άρθρα στο περιοδικό Astrophysical Journal: το άρθρο των Penzias – Wilson «Α measurement of excess antenna temperature at 4080 Mc/s», στο οποίο περιγράφουν πως μέτρησαν μια μικροκυματική ακτινοβολία που αντιστοιχεί σε θερμοκρασία περίπου 3 Κ. Επρόκειτο για την θερμοκρασία του σύμπαντος. Ακριβώς πάνω απ’ αυτό το άρθρο, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα οι Dicke, Peebles, Roll και Wilkinson δημοσίευαν το δικό τους άρθρο με τίτλο “Cosmic black body radiation”, στο οποίο «προέβλεπαν» την θερμοκρασία μικροκυματικής ακτινοβολίας ως κατάλοιπο της Μεγάλης Έκρηξης.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια είδαμε την ανάπτυξη της αστροφυσικής και της κοσμολογίας για την εξέλιξη του Σύμπαντος κυριολεκτικά να καλπάζει καθώς οι γνώσεις μας προόδευαν όλο και πιο πολύ. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που στη σημερινή ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής του 2019 απονέμεται για «την συνεισφορά τους στην κατανόηση της εξελικτικής πορείας του Σύμπαντος καθώς και για την θέση της Γης μας σ’ αυτό.» Ως εκ τούτου το ήμισυ του βραβείου απονέμεται στον καθηγητή James Peebles του Πανεπιστημίου Πρίνσετον ενώ το δεύτερο ήμισυ απονέμεται στους καθηγητές Michel Mayor και Didier Queloz του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Στον πρώτο για τις θεωρητικές του ανακαλύψεις στον τομέα της φυσικής κοσμολογίας, και στους άλλους δύο για την ανακάλυψη του πρώτου εξωπλανήτη γύρω από ένα άστρο του ίδιου τύπου με τον Ήλιο μας.
Οι βραβευθέντες επιστήμονες με τις έρευνές τους μας έχουν βοηθήσει να διαμορφώσουμε μια νέα αντίληψη για το Σύμπαν και την θέση της Γης σ’ αυτό. Οι έρευνες του καθ. Peebles είχαν στόχο την θεωρητική διερεύνηση μερικών από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις για την γέννηση και την εξέλιξη του Σύμπαντος αφού το Σύμπαν, και όλα όσα εμπεριέχει, δεν είναι σταθερό, αιώνιο και αμετάβλητο, αλλά αντίθετα εξελίσσεται συνεχώς από τότε που γεννήθηκε πριν από περίπου 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Πρόκειται δηλαδή για την βάση της σύγχρονης επιστήμης της Κοσμολογίας η οποία εξετάζει την περιεκτικότητα της ύλης και της ενέργειας στο Σύμπαν, την μορφή και την δομή που έχει, την ηλικία και την ιστορία του καθώς και την μελλοντική του εξέλιξη.
Οι δύο Ελβετοί ερευνητές Michel Mayor και Didier Queloz ανακάλυψαν το 1995 τον πρώτο εξωηλιακό πλανήτη να περιφέρεται γύρω από το άστρο 51 στον αστερισμό του Πήγασου, ένα άστρο που μοιάζει πάρα πολύ με τον Ήλιο και είναι σχετικά στη γειτονιά μας αφού η απόστασή του από εμάς δεν υπερβαίνει τα 50 έτη φωτός. Το τηλεσκόπιό τους είχε διάμετρο κατόπτρου λίγο μικρότερη των δύο μέτρων, ήταν δηλαδή ένα σχετικά μικρό τηλεσκόπιο, αλλά παρ’ όλα αυτά οι παρατηρήσεις εκείνες ήταν αρκετές να εντοπίσουν για πρώτη φορά έναν πλανήτη έξω από το Ηλιακό μας Σύστημα. Ήταν ο πρώτος εξωηλιακός πλανήτης. Μέσα στον επόμενο χρόνο της πρώτης εκείνης ανακάλυψης, οι έρευνες εντόπισαν δέκα ακόμη πλανήτες. Έκτοτε κάθε εβδομάδα που περνάει προσθέτει όλο και πιο πολλούς νέους εξωηλιακούς πλανήτες που ξεπερνούν πλέον τους 4.000, ενώ σύντομα αναμένεται η ανακοίνωση και μερικών χιλιάδων ακόμη εξωπλανητών από την λειτουργία του Διαστημικού Τηλεσκοπίου TESS της NASA.
Ο JAMES PEEBLES ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Στα ερωτήματα με τα οποία ασχολήθηκε ο καθ. Peebles (όπως και άλλοι επιστήμονες) για την εξελικτική πορεία του Σύμπαντος προσπάθησε να δώσει απαντήσεις με τη βοήθεια των τεράστιων ατομικών επιταχυντών αλλά και με τις παρατηρήσεις των γιγάντιων τηλεσκοπίων στη Γη και στο Διάστημα. Έτσι, οι ανακαλύψεις των τελευταίων μερικών χρόνων μας έχουν οδηγήσει στην διαπίστωση ότι όλα τα άστρα, τα νεφελώματα και οι γαλαξίες που υπάρχουν αποτελούν το 5% μόνο των συστατικών του Σύμπαντος. Ανακαλύψαμε επίσης ότι διάχυτα στο Σύμπαν περιλαμβάνονται κι άλλα υλικά που είναι προς το παρόν «αόρατα». Η «σκοτεινή ύλη» (όπως ονομάζεται) που υπάρχει με κάποια μορφή αποτελεί το 27% περίπου των συστατικών του Σύμπαντος αν και δεν μπορούμε μέχρι τώρα να προσδιορίσουμε από τι αποτελείται.
Ακόμη όμως κι αν στην ύλη που βλέπουμε προσθέσουμε και όλα τα υλικά της «σκοτεινής ύλης» πάλι φαίνεται ότι χρειαζόμαστε μια διπλάσια επί πλέον ποσότητα «υλικών» ή «ενέργειας» (αφού ύλη και ενέργεια αποτελούν δύο όψεις του ιδίου πράγματος) για να εξηγηθούν οι παρατηρήσεις των κοσμολόγων που μας λένε ότι το Σύμπαν στο οποίο ζούμε είναι ένα «επίπεδο» Σύμπαν. Ένα Σύμπαν του οποίου η χωροχρονική διαστολή φαίνεται ότι δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Γιατί οι μετρήσεις που έγιναν εδώ και 20 περίπου χρόνια μας δείχνουν ότι η διαστολή του Σύμπαντος όχι μόνο δεν επιβραδύνεται λόγω της βαρύτητας των υλικών που περιλαμβάνει (ορατή και σκοτεινή ύλη) αλλά αντίθετα επιταχύνεται από τότε που το Σύμπαν είχε το ήμισυ της ηλικίας που έχει σήμερα.
Γι' αυτό όλο και πιο πολλοί κοσμολόγοι αντιμετωπίζουν σήμερα την επιτάχυνση αυτή σαν μια πέμπτη δύναμη, ένα απωθητικό είδος «αντιβαρύτητας», που είναι συνδεδεμένη με την ενεργειακή πυκνότητα του κενού και η οποία προβλέπεται από την σύγχρονη θεωρία πεδίων. Της έχουν μάλιστα δώσει κι ένα ιδιαίτερα ευφάνταστο όνομα αποκαλώντας την «σκοτεινή ενέργεια». Οι κοσμολόγοι υποστηρίζουν ότι η ενέργεια αυτή αποτελεί σήμερα το 68% της υλο-ενέργειας που απαιτείται για να γίνει το Σύμπαν επίπεδο όπως παρατηρείται ότι είναι. Αυτού του είδους η ενέργεια προέρχεται από την εμφάνιση «εικονικών σωματιδίων» τα οποία ξεπηδούν από το «τίποτα» και εξαφανίζονται (εξαϋλώνονται) στιγμιαία προτού προφτάσει κάποιος να τα παρατηρήσει. Αυτό, δηλαδή, που ονομάζουμε «τίποτα» είναι το μηδενικό αποτέλεσμα που βγαίνει από το άθροισμα θετικής και αρνητικής ενέργειας που υπάρχει στο «κενό».
Οι μελέτες αυτές μας έχουν δώσει τα εφόδια εκείνα με τα οποία μπορούμε να διατυπώσουμε σήμερα (με αρκετή μάλιστα βεβαιότητα) τα πρώτα βήματα της γέννησης του Σύμπαντος αλλά και την εξελικτική του έκτοτε πορεία. Η σύγχρονη αυτή αντίληψη της γέννησης και της εξέλιξης του Σύμπαντος βασίζεται σε μία θεώρηση που είναι σήμερα γνωστή ως Θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης». Η Θεωρία αυτή, αν και όχι τέλεια, είναι ένα πλήρες, μαθηματικά θεμελιωμένο μοντέλο που δημιουργήθηκε με τη βοήθεια των δύο μεγάλων θεωριών του 20ου αιώνα, της Γενικής Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής και συμπληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με τις θεωρίες του Πληθωρισμού και των Υπερχορδών. Το μοντέλο μάλιστα αυτό επεξηγεί ικανοποιητικά πολλές (αν και όχι όλες) από τις παρατηρήσεις και τα πειράματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Για να γίνει όμως κατανοητή όλη αυτή η αλληλουχία των γεγονότων και η εξελικτική πορεία του Σύμπαντος από την γέννησή του και μέχρι σήμερα αναγκαστήκαμε πρώτα απ’ όλα να κοιτάξουμε με προσοχή το εσωτερικό του ατόμου, να περιγράψουμε με λεπτομέρεια τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, (που ίσως αποδειχτεί ότι μπορεί να είναι πέντε!), να αναγνωρίσουμε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ένδεκα διαστάσεων στο Σύμπαν (αντί των τεσσάρων που γνωρίζουμε σήμερα), και για να εξαλείψουμε την ύπαρξη μιας «ανώμαλης ιδιομορφίας» με άπειρη θερμότητα και πυκνότητα στην πρώτη απειροελάχιστη εκείνη oτιγμή της γένεσης, οδηγηθήκαμε στη διερεύνηση της εκτίμησης ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε μέσω δύσκολα κατανοήσιμων, ακόμη και για τη σύγχρονη επιστήμη, κβαντικών διαδικασιών πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά το σημερινό Σύμπαν βρίσκεται ακόμη στη νεανική του ηλικία κι ο ουρανός είναι γεμάτος με άστρα και γαλαξίες. Ζούμε στην «Άνοιξη του Σύμπαντος», αφού υπάρχουν τρισεκατομμύρια άστρα που λάμπουν σήμερα στο Σύμπαν, αν και όλα τους θα σβήσουν κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον. Κι άλλα νέα άστρα θα δημιουργηθούν στους σπειροειδείς βραχίονες των γαλαξιών και για ένα διάστημα θα λάμψουν κι αυτά όπως κι όσα άλλα προηγήθηκαν. Όμως κι αυτά κάποτε θα πεθάνουν. Κάποτε, κάποια μέρα, το αέριο υδρογόνο που υπάρχει διάχυτο στο Σύμπαν θα εξαντληθεί και η γέννηση νέων άστρων θα σταματήσει. Το κοσμικό ρολόι αν και χτυπάει αργά, χτυπάει αμετάκλητα, και το γεγονός ότι όλα τα άστρα σήμερα λάμπουν σημαίνει ότι κάποτε όλα τα άστρα θα πεθάνουν. Θα πεθάνουν ακριβώς επειδή λάμπουν.
Η ενήλικη όμως ιστορία του Σύμπαντος απέχει πολύ από το σήμερα και υπολογίζεται ότι θα φτάσει σε τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων ετών, όταν τα άστρα αυτά θα πάψουν να υπάρχουν. Και θα είναι μια ιστορία φωτισμένη από τα μικρά μόνο κόκκινα και υπέρυθρα άστρα, που είναι σχεδόν αόρατα στα μάτια μας. Και πάλι όμως θα πρόκειται για ένα όμορφο Σύμπαν για τα πλάσματα που θα το κατοικούν τότε. Πλάσματα που θα έχουν προσαρμοστεί στο ίδιο αλλά ταυτόχρονα κι ένα διαφορετικό με το δικό μας Σύμπαν. Αυτού του είδους τα «Πλάσματα» θα μετρούν το χρόνο πίσω τους, όχι με τα εκατομμύρια χρόνια των γεωλογικών μας εποχών, ούτε με τα δισεκατομμύρια χρόνια της ζωής ενός άστρου, αλλά με χρόνια της τάξης των τρισεκατομμυρίων. Και τότε θα έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους, στους ατέλειωτους αιώνες τους, για να ερευνήσουν και να μάθουν την ιστορία της βιογραφίας του Σύμπαντος. Δεν θα είναι σαν θεοί, γιατί το μυαλό μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξη τέτοιων θεών που θα μπορούσαν να κατέχουν τη δύναμη που εκείνοι θα έχουν. Παρ’ όλα αυτά, όμως, θα μας ζηλεύουν! Θα μας ζηλεύουν γιατί γνωρίσαμε το Σύμπαν όταν ήταν ακόμη μωρό. Θα μας ζηλεύουν ακριβώς επειδή εμείς ζούμε σήμερα στην Άνοιξη του Σύμπαντος! Ένα Σύμπαν με τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων εξωηλιακούς πλανήτες.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΞΩΗΛΙΑΚΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ MAYOR KAI QUELOZ
Σχετικά με τις μέχρι τώρα ανακαλύψεις των εξωηλιακών πλανητών πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι περισσότεροι από τους πλανήτες αυτούς είναι αέριοι γίγαντες με μέγεθος παρόμοιο με του Δία, του μεγαλύτερου πλανήτη στο Ηλιακό μας Σύστημα. Χρειάζεται όμως να βρούμε βραχώδεις πλανήτες 30 έως 600 φορές μικρότερους από τον Δία. Τα τελευταία, όμως, 24 χρόνια οι τεχνικές ανακάλυψης νέων εξωηλιακών πλανητών έχουν προχωρήσει πάρα πολύ με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε πλανήτες με μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος της Γης.
Η σημερινή βράβευση έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός πως η εξερεύνηση του Σύμπαντος εξάπτει την ανθρώπινη φαντασία, ιδιαίτερα όμως η προσπάθεια ανακάλυψης κι άλλων πλανητών παρόμοιων με τη Γη γύρω από κάποια άλλα άστρα του Γαλαξία μας. Πλανητών που αν διαθέτουν και τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει πάνω τους το θαυμαστό επίτευγμα της φύσης που ονομάζουμε ζωή. Σε μία εντυπωσιακή ανακοίνωση που έγινε πριν από ένα μήνα από μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Έλληνα αστροφυσικό Άγγελο Τσιάρα αναφέρθηκε ο εντοπισμός υδρατμών στην ατμόσφαιρα του εξωπλανήτη K2-18b με βάση τις παρατηρήσεις που έκαναν με το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble το 2016 και το 2017.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ομάδας ο πλανήτης αυτός, που ανακαλύφτηκε το 2015 από το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler, έχει μάζα 8-9 φορές την μάζα της Γης και περιφέρεται γύρω από ένα ψυχρό κόκκινο άστρο νάνο φασματικού τύπου Μ3 σε απόσταση 124 ετών φωτός από τη Γη προς την κατεύθυνση του αστερισμού του Λέοντα. Παρ’ όλο που ο πλανήτης αυτός βρίσκεται στην επονομαζόμενη κατοικήσιμη ζώνη του μητρικού του άστρου, οι ακτινοβολίες που εκπέμπονται από το άστρο του είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες και μάλλον αποκλείουν την δημιουργία κάποιου είδους ζωής στην επιφάνειά του.
Η δυνατότητα εντοπισμού της ατμόσφαιρας ενός εξωηλιακού πλανήτη είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί από την χημική σύσταση της ατμόσφαιρας μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα κατά πόσο ένας πλανήτης είναι δυνητικά κατοικισμός κι αν έχει κάποιο είδος ζωής πάνω του. Αυτό σημαίνει ότι στην αναζήτησή μας για την ύπαρξη ζωής θα πρέπει να περιοριστούμε μόνο σε άστρα με επιφανειακή θερμοκρασία από 3.500 έως 7.500 βαθμούς Κελσίου γιατί μόνο αυτού του είδους τα άστρα μπορούν να ζήσουν μερικά τουλάχιστον δισεκατομμύρια χρόνια ώστε να δοθεί στους πιθανούς πλανήτες τους η ευκαιρία να δημιουργήσουν ζωή πάνω τους. Ένα κατάλληλο άστρο, όμως, θα πρέπει επίσης να διαθέτει και κάποιον ή κάποιους πλανήτες στην επιφάνεια των οποίων να υπάρχει νερό σε υγρή μορφή, αφού στο είδος ζωής που γνωρίζουμε το υγρό νερό είναι ένα απαραίτητο συστατικό για την δημιουργία και την συντήρησή της. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια οι τεχνικές ανακάλυψης νέων εξωηλιακών πλανητών έχουν προχωρήσει πάρα πολύ με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε πλανήτες με μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος της Γης.
Ένας νέος πλανήτης, για παράδειγμα, που ανακαλύφτηκε με τις νέες τεχνικές έχει μάζα 5,5 φορές την μάζα της Γης και εντούτοις εντοπίστηκε παρ’ όλο που βρίσκεται σε απόσταση 20.000 ετών φωτός προς την κατεύθυνση του κέντρου του Γαλαξία μας. Ο πλανήτης αυτός περιφέρεται γύρω από ένα άστρο με μάζα 20% την μάζα που έχει ο Ήλιος, πρόκειται όμως για έναν παγωμένο πλανήτη αφού η επιφάνειά του έχει θερμοκρασία 220 βαθμών Κελσίου κάτω του μηδενός. Παρ’ όλο που τέτοιοι παγωμένοι πλανήτες είναι αδύνατον να διαθέτουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν την δημιουργία ζωής πάνω τους, εντούτοις οι διάφοροι ειδικοί ερευνητές ελπίζουν ότι σύντομα θα κατορθώσουν να εντοπίσουν και αρκετούς νέους πλανήτες στη λεγόμενη “κατοικήσιμη ζώνη” διαφόρων άστρων όπου η επικρατούσα θερμοκρασία θα μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη νερού σε υγρή μορφή και άρα την δημιουργία και ανάπτυξη ζωής.
Μία άλλη διαπίστωση που έγινε τελευταία είναι αντίθετη όλων όσων υπολογίζαμε μέχρι τώρα σχετικά με την ύπαρξη πλανητών γύρω από διπλά ή πολλαπλά αστρικά συστήματα. Μία διερεύνηση των πρώτων εξωηλιακών πλανητικών συστημάτων εντόπισε ότι το 20% των συστημάτων αυτών βρίσκονται σε τροχιά διπλών ή πολλαπλών άστρων. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει ότι η δημιουργία πλανητών δεν περιορίζεται γύρω από μονά μόνον άστρα, αλλά ότι οι πλανήτες μπορούν να επιβιώσουν κάτω από μια ποικιλία περιβαλλόντων. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν επίσης και το γεγονός ότι οι διαδικασίες γέννησης ενός πλανητικού συστήματος δεν είναι διαφορετικές από τις διαδικασίες που γέννησαν το δικό μας Ηλιακό Σύστημα. Θα ήταν άλλωστε ιδιαίτερα ανθρωποκεντρικό αν πιστεύαμε ότι ο Ήλιος μας είναι το μοναδικό άστρο στο Σύμπαν που κατόρθωσε να δημιουργήσει πλανήτες αφού όλα δείχνουν ότι η δημιουργία πλανητικών συστημάτων είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο που συμβαίνει στα αρχικά στάδια της γέννησης των περισσότερων άστρων.
Μέχρι τώρα, φυσικά, κανένας από τους εξωηλιακούς αυτούς πλανήτες δεν έχει φωτογραφηθεί αφού οι περισσότεροι από αυτούς είναι ένα δισεκατομμύριο φορές αμυδρότεροι από τα άστρα γύρω από τα οποία βρίσκονται. Παρόλα αυτά ειδικοί ζωγράφοι αστρονομικών θεμάτων, σε συνεργασία με τους επιστήμονες που έχουν ανακαλύψει τέτοιους πλανήτες, έχουν την δυνατότητα να αποδώσουν καλλιτεχνικά τις ανακαλύψεις αυτές ώστε να γίνουν κατανοητές καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη περιγραφή. Αν και οι απεικονίσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν τελείως επακριβείς επιστημονικά, είναι εντούτοις ότι καλύτερο υπάρχει στη διάθεσή μας για να γίνουν κατανοητά τα αποτελέσματα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων από το ευρύ κοινό.
Πηγή: Διονύσιος Σιμοπουλος Ίδρυμα Ευγενίδου
ΑΜΕ ΑΠΕ
Ειδικότερα, το βραβείο απονέμεται κατά 50% στον κοσμολόγο Πιμπλς και κατά 50% στους αστροφυσικούς Μαγιόρ και Κελόζ, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να εξερευνήσουν τη διαστημική μας γειτονιά, ανακάλυψαν έναν εξωπλανήτη με τροχιά γύρω από ένα άστρο ανάλογο του Ήλιου.
Η δουλειά του καθηγητή Πιμπλς επικεντρώθηκε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, σε θεωρητικές ανακαλύψεις στη φυσική κοσμολογία. Οι νέοι τρόποι παρατήρησης του σύμπαντος που πρότεινε μεταμόρφωσαν την κοσμολογία σε μία περισσότερο αξιόπιστη, μαθηματική επιστήμη.
«Το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης περιγράφει το Σύμπαν από τις πρώτες στιγμές του, σχεδόν 14.000.000.000 χρόνια πριν, την περίοδο που ήταν εξαιρετικά ζεστό και πυκνό. Από τότε επεκτείνεται, γίνεται μεγαλύτερο και πιο κρύο. Μόλις 400.000 χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, άρχισε να γίνεται διαφανές. Τότε, οι ακτίνες φωτός μπόρεσαν να ταξιδέψουν στο διάστημα. Αυτή η αρχαία ακτινοβολία είναι ακόμη και σήμερα γύρω μας, και μεταφέρει κωδικοποιημένα πολλά από τα μυστικά του Σύμπαντος», σημειώνει στην ανακοίνωσή της η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών. Και προσθέτει: «Ο Τζέιμς Πιμπλς, χρησιμοποιώντας στέρεα θεωρητικά εργαλεία και υπολογισμούς, κατάφερε να ερμηνεύσει αυτά τα αρχαία ίχνη από τη νηπιακή ηλικία του Σύμπαντος, και να ανακαλύψει νέες φυσικές διεργασίες και χρήσιμα συμπεράσματα».
Οι καθηγητές Μαγιόρ και Κελόζ ήταν οι πρώτοι που, το 1995, ταυτοποίησαν, 50 έτη φωτός μακριά, έναν εξωπλανήτη, τον 51 Pegasi b που βρισκόταν σε τροχιά γύρω από ένα αστέρι ανάλογο του δικού μας Ήλιου. Η ανακάλυψή τους θεωρήθηκε επαναστατική για την αστρονομία και οδήγησε, στα χρόνια που ακολούθησαν, στον εντοπισμό 4.000 και πλέον εξωπλανητών στον Γαλαξία μας.
Ο Τζέιμς Πιμπλς γεννήθηκε το 1935 και είναι ομότιμος καθηγητής Φυσικής στην έδρα Αϊνστάιν στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ο Μισέλ Μαγιόρ γεννήθηκε το 1942 και είναι ομότιμος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ο Ντιντιέ Κελόζ, ο νεότερος της ομάδας, γεννήθηκε το 1966 και είναι καθηγητής Φυσικής στο Εργαστήριο Κάβεντις του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Η βράβευση συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 829.000 ευρώ.
Από τη μία, οι θεωρητικές αποκαλύψεις του Τζέιμς Πιμπλς συμβάλλουν στην κατανόηση του πώς εξελίχθηκε το διάστημα μετά το Big Bang, ενώ οι Μαγιόρ και Κελόζ εξερεύνησαν τις γειτονικές στη Γη περιοχές του διαστήματος σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν άγνωστους, μέχρι σήμερα, πλανήτες και πράγματι ανακάλυψαν έναν εξωπλανήτη που κινείται σε τροχιά γύρω από ένα αστέρι ηλιακού τύπου.
Η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών δήλωσε ότι οι φετινοί νικητές άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για το σύμπαν και πως οι ανακαλύψεις τους αλλάζουν οριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σύμπαν.
Ο Καναδο-Αμερικανός James Peebles (Πανεπιστήμιο Princeton, ΗΠΑ) είναι ένας από τους φυσικούς που με την έρευνά τους μετέτρεψαν την Κοσμολογία από συνονθύλευμα εικασιών σε ένα από τα πιο σημαντικά επιστημονικά πεδία της φυσικής. Το θεωρητικό του πλαίσιο αναπτύχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτελεί την βάση των σημερινών ιδεών μας σχετικά με το σύμπαν. To 1965 δημοσιεύθηκαν δυο ιστορικά άρθρα στο περιοδικό Astrophysical Journal: το άρθρο των Penzias – Wilson «Α measurement of excess antenna temperature at 4080 Mc/s», στο οποίο περιγράφουν πως μέτρησαν μια μικροκυματική ακτινοβολία που αντιστοιχεί σε θερμοκρασία περίπου 3 Κ. Επρόκειτο για την θερμοκρασία του σύμπαντος. Ακριβώς πάνω απ’ αυτό το άρθρο, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα οι Dicke, Peebles, Roll και Wilkinson δημοσίευαν το δικό τους άρθρο με τίτλο “Cosmic black body radiation”, στο οποίο «προέβλεπαν» την θερμοκρασία μικροκυματικής ακτινοβολίας ως κατάλοιπο της Μεγάλης Έκρηξης.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια είδαμε την ανάπτυξη της αστροφυσικής και της κοσμολογίας για την εξέλιξη του Σύμπαντος κυριολεκτικά να καλπάζει καθώς οι γνώσεις μας προόδευαν όλο και πιο πολύ. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που στη σημερινή ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής του 2019 απονέμεται για «την συνεισφορά τους στην κατανόηση της εξελικτικής πορείας του Σύμπαντος καθώς και για την θέση της Γης μας σ’ αυτό.» Ως εκ τούτου το ήμισυ του βραβείου απονέμεται στον καθηγητή James Peebles του Πανεπιστημίου Πρίνσετον ενώ το δεύτερο ήμισυ απονέμεται στους καθηγητές Michel Mayor και Didier Queloz του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Στον πρώτο για τις θεωρητικές του ανακαλύψεις στον τομέα της φυσικής κοσμολογίας, και στους άλλους δύο για την ανακάλυψη του πρώτου εξωπλανήτη γύρω από ένα άστρο του ίδιου τύπου με τον Ήλιο μας.
Οι βραβευθέντες επιστήμονες με τις έρευνές τους μας έχουν βοηθήσει να διαμορφώσουμε μια νέα αντίληψη για το Σύμπαν και την θέση της Γης σ’ αυτό. Οι έρευνες του καθ. Peebles είχαν στόχο την θεωρητική διερεύνηση μερικών από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις για την γέννηση και την εξέλιξη του Σύμπαντος αφού το Σύμπαν, και όλα όσα εμπεριέχει, δεν είναι σταθερό, αιώνιο και αμετάβλητο, αλλά αντίθετα εξελίσσεται συνεχώς από τότε που γεννήθηκε πριν από περίπου 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Πρόκειται δηλαδή για την βάση της σύγχρονης επιστήμης της Κοσμολογίας η οποία εξετάζει την περιεκτικότητα της ύλης και της ενέργειας στο Σύμπαν, την μορφή και την δομή που έχει, την ηλικία και την ιστορία του καθώς και την μελλοντική του εξέλιξη.
Οι δύο Ελβετοί ερευνητές Michel Mayor και Didier Queloz ανακάλυψαν το 1995 τον πρώτο εξωηλιακό πλανήτη να περιφέρεται γύρω από το άστρο 51 στον αστερισμό του Πήγασου, ένα άστρο που μοιάζει πάρα πολύ με τον Ήλιο και είναι σχετικά στη γειτονιά μας αφού η απόστασή του από εμάς δεν υπερβαίνει τα 50 έτη φωτός. Το τηλεσκόπιό τους είχε διάμετρο κατόπτρου λίγο μικρότερη των δύο μέτρων, ήταν δηλαδή ένα σχετικά μικρό τηλεσκόπιο, αλλά παρ’ όλα αυτά οι παρατηρήσεις εκείνες ήταν αρκετές να εντοπίσουν για πρώτη φορά έναν πλανήτη έξω από το Ηλιακό μας Σύστημα. Ήταν ο πρώτος εξωηλιακός πλανήτης. Μέσα στον επόμενο χρόνο της πρώτης εκείνης ανακάλυψης, οι έρευνες εντόπισαν δέκα ακόμη πλανήτες. Έκτοτε κάθε εβδομάδα που περνάει προσθέτει όλο και πιο πολλούς νέους εξωηλιακούς πλανήτες που ξεπερνούν πλέον τους 4.000, ενώ σύντομα αναμένεται η ανακοίνωση και μερικών χιλιάδων ακόμη εξωπλανητών από την λειτουργία του Διαστημικού Τηλεσκοπίου TESS της NASA.
Ο JAMES PEEBLES ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Στα ερωτήματα με τα οποία ασχολήθηκε ο καθ. Peebles (όπως και άλλοι επιστήμονες) για την εξελικτική πορεία του Σύμπαντος προσπάθησε να δώσει απαντήσεις με τη βοήθεια των τεράστιων ατομικών επιταχυντών αλλά και με τις παρατηρήσεις των γιγάντιων τηλεσκοπίων στη Γη και στο Διάστημα. Έτσι, οι ανακαλύψεις των τελευταίων μερικών χρόνων μας έχουν οδηγήσει στην διαπίστωση ότι όλα τα άστρα, τα νεφελώματα και οι γαλαξίες που υπάρχουν αποτελούν το 5% μόνο των συστατικών του Σύμπαντος. Ανακαλύψαμε επίσης ότι διάχυτα στο Σύμπαν περιλαμβάνονται κι άλλα υλικά που είναι προς το παρόν «αόρατα». Η «σκοτεινή ύλη» (όπως ονομάζεται) που υπάρχει με κάποια μορφή αποτελεί το 27% περίπου των συστατικών του Σύμπαντος αν και δεν μπορούμε μέχρι τώρα να προσδιορίσουμε από τι αποτελείται.
Ακόμη όμως κι αν στην ύλη που βλέπουμε προσθέσουμε και όλα τα υλικά της «σκοτεινής ύλης» πάλι φαίνεται ότι χρειαζόμαστε μια διπλάσια επί πλέον ποσότητα «υλικών» ή «ενέργειας» (αφού ύλη και ενέργεια αποτελούν δύο όψεις του ιδίου πράγματος) για να εξηγηθούν οι παρατηρήσεις των κοσμολόγων που μας λένε ότι το Σύμπαν στο οποίο ζούμε είναι ένα «επίπεδο» Σύμπαν. Ένα Σύμπαν του οποίου η χωροχρονική διαστολή φαίνεται ότι δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Γιατί οι μετρήσεις που έγιναν εδώ και 20 περίπου χρόνια μας δείχνουν ότι η διαστολή του Σύμπαντος όχι μόνο δεν επιβραδύνεται λόγω της βαρύτητας των υλικών που περιλαμβάνει (ορατή και σκοτεινή ύλη) αλλά αντίθετα επιταχύνεται από τότε που το Σύμπαν είχε το ήμισυ της ηλικίας που έχει σήμερα.
Γι' αυτό όλο και πιο πολλοί κοσμολόγοι αντιμετωπίζουν σήμερα την επιτάχυνση αυτή σαν μια πέμπτη δύναμη, ένα απωθητικό είδος «αντιβαρύτητας», που είναι συνδεδεμένη με την ενεργειακή πυκνότητα του κενού και η οποία προβλέπεται από την σύγχρονη θεωρία πεδίων. Της έχουν μάλιστα δώσει κι ένα ιδιαίτερα ευφάνταστο όνομα αποκαλώντας την «σκοτεινή ενέργεια». Οι κοσμολόγοι υποστηρίζουν ότι η ενέργεια αυτή αποτελεί σήμερα το 68% της υλο-ενέργειας που απαιτείται για να γίνει το Σύμπαν επίπεδο όπως παρατηρείται ότι είναι. Αυτού του είδους η ενέργεια προέρχεται από την εμφάνιση «εικονικών σωματιδίων» τα οποία ξεπηδούν από το «τίποτα» και εξαφανίζονται (εξαϋλώνονται) στιγμιαία προτού προφτάσει κάποιος να τα παρατηρήσει. Αυτό, δηλαδή, που ονομάζουμε «τίποτα» είναι το μηδενικό αποτέλεσμα που βγαίνει από το άθροισμα θετικής και αρνητικής ενέργειας που υπάρχει στο «κενό».
Οι μελέτες αυτές μας έχουν δώσει τα εφόδια εκείνα με τα οποία μπορούμε να διατυπώσουμε σήμερα (με αρκετή μάλιστα βεβαιότητα) τα πρώτα βήματα της γέννησης του Σύμπαντος αλλά και την εξελικτική του έκτοτε πορεία. Η σύγχρονη αυτή αντίληψη της γέννησης και της εξέλιξης του Σύμπαντος βασίζεται σε μία θεώρηση που είναι σήμερα γνωστή ως Θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης». Η Θεωρία αυτή, αν και όχι τέλεια, είναι ένα πλήρες, μαθηματικά θεμελιωμένο μοντέλο που δημιουργήθηκε με τη βοήθεια των δύο μεγάλων θεωριών του 20ου αιώνα, της Γενικής Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής και συμπληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με τις θεωρίες του Πληθωρισμού και των Υπερχορδών. Το μοντέλο μάλιστα αυτό επεξηγεί ικανοποιητικά πολλές (αν και όχι όλες) από τις παρατηρήσεις και τα πειράματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Για να γίνει όμως κατανοητή όλη αυτή η αλληλουχία των γεγονότων και η εξελικτική πορεία του Σύμπαντος από την γέννησή του και μέχρι σήμερα αναγκαστήκαμε πρώτα απ’ όλα να κοιτάξουμε με προσοχή το εσωτερικό του ατόμου, να περιγράψουμε με λεπτομέρεια τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, (που ίσως αποδειχτεί ότι μπορεί να είναι πέντε!), να αναγνωρίσουμε την αναγκαιότητα της ύπαρξης ένδεκα διαστάσεων στο Σύμπαν (αντί των τεσσάρων που γνωρίζουμε σήμερα), και για να εξαλείψουμε την ύπαρξη μιας «ανώμαλης ιδιομορφίας» με άπειρη θερμότητα και πυκνότητα στην πρώτη απειροελάχιστη εκείνη oτιγμή της γένεσης, οδηγηθήκαμε στη διερεύνηση της εκτίμησης ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε μέσω δύσκολα κατανοήσιμων, ακόμη και για τη σύγχρονη επιστήμη, κβαντικών διαδικασιών πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά το σημερινό Σύμπαν βρίσκεται ακόμη στη νεανική του ηλικία κι ο ουρανός είναι γεμάτος με άστρα και γαλαξίες. Ζούμε στην «Άνοιξη του Σύμπαντος», αφού υπάρχουν τρισεκατομμύρια άστρα που λάμπουν σήμερα στο Σύμπαν, αν και όλα τους θα σβήσουν κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον. Κι άλλα νέα άστρα θα δημιουργηθούν στους σπειροειδείς βραχίονες των γαλαξιών και για ένα διάστημα θα λάμψουν κι αυτά όπως κι όσα άλλα προηγήθηκαν. Όμως κι αυτά κάποτε θα πεθάνουν. Κάποτε, κάποια μέρα, το αέριο υδρογόνο που υπάρχει διάχυτο στο Σύμπαν θα εξαντληθεί και η γέννηση νέων άστρων θα σταματήσει. Το κοσμικό ρολόι αν και χτυπάει αργά, χτυπάει αμετάκλητα, και το γεγονός ότι όλα τα άστρα σήμερα λάμπουν σημαίνει ότι κάποτε όλα τα άστρα θα πεθάνουν. Θα πεθάνουν ακριβώς επειδή λάμπουν.
Η ενήλικη όμως ιστορία του Σύμπαντος απέχει πολύ από το σήμερα και υπολογίζεται ότι θα φτάσει σε τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων ετών, όταν τα άστρα αυτά θα πάψουν να υπάρχουν. Και θα είναι μια ιστορία φωτισμένη από τα μικρά μόνο κόκκινα και υπέρυθρα άστρα, που είναι σχεδόν αόρατα στα μάτια μας. Και πάλι όμως θα πρόκειται για ένα όμορφο Σύμπαν για τα πλάσματα που θα το κατοικούν τότε. Πλάσματα που θα έχουν προσαρμοστεί στο ίδιο αλλά ταυτόχρονα κι ένα διαφορετικό με το δικό μας Σύμπαν. Αυτού του είδους τα «Πλάσματα» θα μετρούν το χρόνο πίσω τους, όχι με τα εκατομμύρια χρόνια των γεωλογικών μας εποχών, ούτε με τα δισεκατομμύρια χρόνια της ζωής ενός άστρου, αλλά με χρόνια της τάξης των τρισεκατομμυρίων. Και τότε θα έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους, στους ατέλειωτους αιώνες τους, για να ερευνήσουν και να μάθουν την ιστορία της βιογραφίας του Σύμπαντος. Δεν θα είναι σαν θεοί, γιατί το μυαλό μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξη τέτοιων θεών που θα μπορούσαν να κατέχουν τη δύναμη που εκείνοι θα έχουν. Παρ’ όλα αυτά, όμως, θα μας ζηλεύουν! Θα μας ζηλεύουν γιατί γνωρίσαμε το Σύμπαν όταν ήταν ακόμη μωρό. Θα μας ζηλεύουν ακριβώς επειδή εμείς ζούμε σήμερα στην Άνοιξη του Σύμπαντος! Ένα Σύμπαν με τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων εξωηλιακούς πλανήτες.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΞΩΗΛΙΑΚΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ MAYOR KAI QUELOZ
Σχετικά με τις μέχρι τώρα ανακαλύψεις των εξωηλιακών πλανητών πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι περισσότεροι από τους πλανήτες αυτούς είναι αέριοι γίγαντες με μέγεθος παρόμοιο με του Δία, του μεγαλύτερου πλανήτη στο Ηλιακό μας Σύστημα. Χρειάζεται όμως να βρούμε βραχώδεις πλανήτες 30 έως 600 φορές μικρότερους από τον Δία. Τα τελευταία, όμως, 24 χρόνια οι τεχνικές ανακάλυψης νέων εξωηλιακών πλανητών έχουν προχωρήσει πάρα πολύ με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε πλανήτες με μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος της Γης.
Η σημερινή βράβευση έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός πως η εξερεύνηση του Σύμπαντος εξάπτει την ανθρώπινη φαντασία, ιδιαίτερα όμως η προσπάθεια ανακάλυψης κι άλλων πλανητών παρόμοιων με τη Γη γύρω από κάποια άλλα άστρα του Γαλαξία μας. Πλανητών που αν διαθέτουν και τις κατάλληλες συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει πάνω τους το θαυμαστό επίτευγμα της φύσης που ονομάζουμε ζωή. Σε μία εντυπωσιακή ανακοίνωση που έγινε πριν από ένα μήνα από μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Έλληνα αστροφυσικό Άγγελο Τσιάρα αναφέρθηκε ο εντοπισμός υδρατμών στην ατμόσφαιρα του εξωπλανήτη K2-18b με βάση τις παρατηρήσεις που έκαναν με το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble το 2016 και το 2017.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ομάδας ο πλανήτης αυτός, που ανακαλύφτηκε το 2015 από το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler, έχει μάζα 8-9 φορές την μάζα της Γης και περιφέρεται γύρω από ένα ψυχρό κόκκινο άστρο νάνο φασματικού τύπου Μ3 σε απόσταση 124 ετών φωτός από τη Γη προς την κατεύθυνση του αστερισμού του Λέοντα. Παρ’ όλο που ο πλανήτης αυτός βρίσκεται στην επονομαζόμενη κατοικήσιμη ζώνη του μητρικού του άστρου, οι ακτινοβολίες που εκπέμπονται από το άστρο του είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες και μάλλον αποκλείουν την δημιουργία κάποιου είδους ζωής στην επιφάνειά του.
Η δυνατότητα εντοπισμού της ατμόσφαιρας ενός εξωηλιακού πλανήτη είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί από την χημική σύσταση της ατμόσφαιρας μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα κατά πόσο ένας πλανήτης είναι δυνητικά κατοικισμός κι αν έχει κάποιο είδος ζωής πάνω του. Αυτό σημαίνει ότι στην αναζήτησή μας για την ύπαρξη ζωής θα πρέπει να περιοριστούμε μόνο σε άστρα με επιφανειακή θερμοκρασία από 3.500 έως 7.500 βαθμούς Κελσίου γιατί μόνο αυτού του είδους τα άστρα μπορούν να ζήσουν μερικά τουλάχιστον δισεκατομμύρια χρόνια ώστε να δοθεί στους πιθανούς πλανήτες τους η ευκαιρία να δημιουργήσουν ζωή πάνω τους. Ένα κατάλληλο άστρο, όμως, θα πρέπει επίσης να διαθέτει και κάποιον ή κάποιους πλανήτες στην επιφάνεια των οποίων να υπάρχει νερό σε υγρή μορφή, αφού στο είδος ζωής που γνωρίζουμε το υγρό νερό είναι ένα απαραίτητο συστατικό για την δημιουργία και την συντήρησή της. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια οι τεχνικές ανακάλυψης νέων εξωηλιακών πλανητών έχουν προχωρήσει πάρα πολύ με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε πλανήτες με μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος της Γης.
Ένας νέος πλανήτης, για παράδειγμα, που ανακαλύφτηκε με τις νέες τεχνικές έχει μάζα 5,5 φορές την μάζα της Γης και εντούτοις εντοπίστηκε παρ’ όλο που βρίσκεται σε απόσταση 20.000 ετών φωτός προς την κατεύθυνση του κέντρου του Γαλαξία μας. Ο πλανήτης αυτός περιφέρεται γύρω από ένα άστρο με μάζα 20% την μάζα που έχει ο Ήλιος, πρόκειται όμως για έναν παγωμένο πλανήτη αφού η επιφάνειά του έχει θερμοκρασία 220 βαθμών Κελσίου κάτω του μηδενός. Παρ’ όλο που τέτοιοι παγωμένοι πλανήτες είναι αδύνατον να διαθέτουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους επέτρεπαν την δημιουργία ζωής πάνω τους, εντούτοις οι διάφοροι ειδικοί ερευνητές ελπίζουν ότι σύντομα θα κατορθώσουν να εντοπίσουν και αρκετούς νέους πλανήτες στη λεγόμενη “κατοικήσιμη ζώνη” διαφόρων άστρων όπου η επικρατούσα θερμοκρασία θα μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη νερού σε υγρή μορφή και άρα την δημιουργία και ανάπτυξη ζωής.
Μία άλλη διαπίστωση που έγινε τελευταία είναι αντίθετη όλων όσων υπολογίζαμε μέχρι τώρα σχετικά με την ύπαρξη πλανητών γύρω από διπλά ή πολλαπλά αστρικά συστήματα. Μία διερεύνηση των πρώτων εξωηλιακών πλανητικών συστημάτων εντόπισε ότι το 20% των συστημάτων αυτών βρίσκονται σε τροχιά διπλών ή πολλαπλών άστρων. Η διαπίστωση αυτή αποδεικνύει ότι η δημιουργία πλανητών δεν περιορίζεται γύρω από μονά μόνον άστρα, αλλά ότι οι πλανήτες μπορούν να επιβιώσουν κάτω από μια ποικιλία περιβαλλόντων. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν επίσης και το γεγονός ότι οι διαδικασίες γέννησης ενός πλανητικού συστήματος δεν είναι διαφορετικές από τις διαδικασίες που γέννησαν το δικό μας Ηλιακό Σύστημα. Θα ήταν άλλωστε ιδιαίτερα ανθρωποκεντρικό αν πιστεύαμε ότι ο Ήλιος μας είναι το μοναδικό άστρο στο Σύμπαν που κατόρθωσε να δημιουργήσει πλανήτες αφού όλα δείχνουν ότι η δημιουργία πλανητικών συστημάτων είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο που συμβαίνει στα αρχικά στάδια της γέννησης των περισσότερων άστρων.
Μέχρι τώρα, φυσικά, κανένας από τους εξωηλιακούς αυτούς πλανήτες δεν έχει φωτογραφηθεί αφού οι περισσότεροι από αυτούς είναι ένα δισεκατομμύριο φορές αμυδρότεροι από τα άστρα γύρω από τα οποία βρίσκονται. Παρόλα αυτά ειδικοί ζωγράφοι αστρονομικών θεμάτων, σε συνεργασία με τους επιστήμονες που έχουν ανακαλύψει τέτοιους πλανήτες, έχουν την δυνατότητα να αποδώσουν καλλιτεχνικά τις ανακαλύψεις αυτές ώστε να γίνουν κατανοητές καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη περιγραφή. Αν και οι απεικονίσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν τελείως επακριβείς επιστημονικά, είναι εντούτοις ότι καλύτερο υπάρχει στη διάθεσή μας για να γίνουν κατανοητά τα αποτελέσματα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων από το ευρύ κοινό.
Πηγή: Διονύσιος Σιμοπουλος Ίδρυμα Ευγενίδου
ΑΜΕ ΑΠΕ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου