Χρύσα Σοφιανοπούλου, τι είναι το Pisa;
Συνέντευξη με τη Χρύσα Σοφιανοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκοπείο Πανεπιστήμιο για το νέο πολυνομοσχέδιο για την παιδεία & το Πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ.
«Το πάθος για τη μάθηση και το ελκυστικό σχολικό περιβάλλον. Αυτά λείπουν», μας λέει η Χρύσα Σοφιανοπούλου, «έτσι φτιάχνονται οι ουρανοί και όχι με αυξημένες ποινές και εμμονή στις εξετάσεις» συμπληρώνει. Οι ουρανοί; «Ναι. Όταν ήμασταν έφηβοι θέλαμε να είμαστε ο ουρανός” τραγουδάει η Cat Power» εξηγεί, και αυτά τα όνειρα των εφήβων φαίνεται ότι θέλει να κρατήσει ζωντανά μέσα στο ελληνικό σχολείο. Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, επισκέπτρια καθηγήτρια στη Γαλλία και στο Βέλγιο, έχει παράλληλα χρηματίσει σύμβουλος του Γάλλου υπουργού Παιδείας. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή το νέο πολυνομοσχέδιο για την παιδεία που κατατέθηκε πρόσφατα. Η διεθνής ερευνητική της εμπειρία και το Πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ για την Αξιολόγηση των Μαθητών άνοιξαν τη συζήτηση.
Πότε μπήκε το PISA στη ζωή μας και πότε στη δική σας;
Ευτυχώς το συναντήσαμε αμέσως μόλις γεννήθηκε, το 2000. Και λέω ευτυχώς διότι το PISA είναι η μεγαλύτερη διεθνής εκπαιδευτική έρευνα. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν εκφράστηκε η ανάγκη από τη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση των ΗΠΑ και τη σοσιαλιστική της Γαλλίας να αξιολογηθούν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα σε διεθνές επίπεδο και αναζητήθηκε για τον σκοπό αυτό ένα εργαλείο. Έτσι από τότε και κάθε τρία χρόνια, η Ελλάδα μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ και πολλές άλλες συνεργαζόμενες προσπαθούν μέσα από την έρευνα αυτή να κατανοήσουν πώς λειτουργούν τα σχολεία τους με στόχο φυσικά να τα κάνουν καλύτερα. Η δική μου, μοιραία μάλλον, συνάντηση με το PISA έγινε το 2008, ενώ είχα ήδη μια δεκαετή διεθνή ερευνητική εμπειρία. Από τότε έως σήμερα, με κάποια μικρά διαλείμματα, έχω την επιστημονική ευθύνη της έρευνας.
Η δική σας εμπειρία τι λέει, λοιπόν; Έγιναν τα σχολεία καλύτερα;
Καλύτερα; Θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, αλλά συγχρόνως δεν ξεχνώ αυτό που για μένα έχει ένα στοιχείο προσωπικής πρόκλησης. Ο στόχος είναι πάντα ένα πιο δίκαιο και λιγότερο άνισο εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι λεγόμενοι «ανθεκτικοί μαθητές», δηλαδή οι μαθητές που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον αλλά επιτυγχάνουν υψηλά μαθησιακά αποτελέσματα, δεν θα είναι η εξαίρεση, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ο κανόνας.
Αυτά τα 24 χρόνια που ασχολείστε με την έρευνα στην εκπαίδευση, ποιο είναι αυτό το στοιχείο που φαίνεται να μην αλλάζει με τίποτε; Από την άλλη πλευρά, ποιο είναι αυτό που φαίνεται να κινείται;
Θα ξεκινήσω από αυτό που κινείται ή πιο σωστά εξελίσσεται. Τα βιβλία και κυρίως τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών έχουν βελτιωθεί όλα αυτά τα χρόνια. Έγιναν σοβαρές προσπάθειες εκσυγχρονισμού και προσέγγισης της διαθεματικής και διεπιστημονικής γνώσης και εκπαίδευσης οι οποίες συνεχίζονται. Εκείνο που δεν αλλάζει, όμως, είναι η αδυναμία αυτά τα προγράμματα να φτάσουν στο τελικό αποδέκτη. Και όχι γιατί ευθύνεται ο μαθητής αλλά διότι δεν ενσωματώνονται στις διδακτικές πρακτικές. Πιο απλά, τα προγράμματα αυτά, τα συνεχώς βελτιούμενα, δεν τα ενστερνίζονται οι εκπαιδευτικοί μας.
Ακόμη και αν δεν αλλάζουν κάποια πράγματα, όμως, γενιά από γενιά διαφέρει. Εσείς πώς βλέπετε αυτή τη διαφορά; Πιστεύετε πως κάθε πέρυσι και καλύτερα; Ή πως, αντίθετα, οι σημερινοί 15χρονοι είναι πιο ξύπνιοι, πιο ενημερωμένοι και πιο συνειδητοποιημένοι από εκείνους που είχατε γνωρίσει πριν από 24 χρόνια;
Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα κάθε πέρυσι και καλύτερα. Οι μαθητές σήμερα έχουν πολύ περισσότερα ερεθίσματα και δυνατότητες που πρέπει εμείς να τους δείξουμε τον τρόπο να τις αξιοποιήσουν. Ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Σερ περιέγραψε πολύ καλά αυτό που συμβαίνει: «Oι γνωσιακές επιστήμες δείχνουν ότι η χρήση του διαδικτύου, η ανάγνωση ή η γραφή μηνυμάτων με τα δάχτυλα, η παρακολούθηση του Facebook ή της Wikipedia δεν ερεθίζουν τους ίδιους νευρώνες ούτε τις ίδιες περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που διεγείρονταν από τη χρήση του βιβλίου (...). Μπορούν πράγματι να χειριστούν πολλές πληροφορίες ταυτοχρόνως. Αλλά δεν είναι σε θέση να γνωρίσουν, ούτε να ενσωματώσουν, ούτε να συνθέσουν όπως εμείς οι παλιότεροι».
Γνωρίζετε πολύ καλά το εκπαιδευτικό σύστημα. Διαβάζουμε και ακούμε πολλά για τις αδυναμίες του. Πείτε μας όμως και δυο πράγματα για τα οποία θα δηλώνατε υπερήφανη στους ξένους συναδέλφους σας.
Ευτυχώς που μου ζητάτε μόνο δύο! Λοιπόν, ναι, υπάρχουν και ίσως δεν είναι αναμενόμενα. Το ένα είναι η ποιότητα των λογοτεχνικών κειμένων στο αντίστοιχο μάθημα σε όλες τις τάξεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κείμενα πολυμορφικά από ένα πλήθος σπουδαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που θα μπορούσαν υπό συνθήκες να συμβάλλουν ιδιαίτερα στην κουλτούρα των μαθητών μας. Και το δεύτερο, το μικρό ποσοστό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης. Σαφώς υφίσταται το φαινόμενο και θέλει προσοχή. Αποτελεί άλλωστε και έναν από τους στόχους της ΕΕ. Στην Ελλάδα, όμως, είναι λιγότερο σοβαρό και ανησυχητικό, με όλες τις πιθανές ερμηνείες που μπορεί κανείς να δώσει.
Αν ήσασταν η καλή μάγισσα της εκπαίδευσης, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα αλλάζατε με το μαγικό ραβδί σας;
Χωρίς δεύτερη σκέψη: τις σπουδές και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Αυτό κρατώ από τη Φινλανδία. Σπουδές υψηλών απαιτήσεων, άριστη κατάρτιση, σχολές επιλεκτικές με μεγάλη αναγνώριση που θα τις προτιμούν υποψήφιοι φοιτητές με υψηλές επιδόσεις, επάγγελμα κύρους λόγω ακριβώς όλων αυτών των στοιχείων, υψηλές αμοιβές συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα, διαρκής επαγγελματική και επιστημονική εξέλιξη.
Θέλουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα εξωστρεφές, που θα στρέφει το βλέμμα του στον υπόλοιπο κόσμο και τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές
Να γίνουμε Φινλανδία, λοιπόν;
Όχι, δεν προτείνω αυτό και δεν μπορούμε άλλωστε να γίνουμε. Μπορούμε όμως να αφουγκραζόμαστε τι κάνουν τα επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα. Πώς για παράδειγμα στη Φινλανδία κατάφεραν να έχουν ένα σχολείο όπου, όπως λένε, «μαθαίνουμε, δεν εξεταζόμαστε» σε αντίθεση με τη δική μας εμμονή στις εξετάσεις; Πώς επιτυγχάνουν αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη δομή και την ελευθερία. Θέλουμε, λοιπόν, ένα εκπαιδευτικό σύστημα εξωστρεφές, με ανοιχτά παράθυρα, που θα στρέφει πάντοτε το βλέμμα του στον υπόλοιπο κόσμο και τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, από ένα ανοιχτό παράθυρο βλέπεις τον κόσμο αλλιώς.
«Το πάθος για τη μάθηση και το ελκυστικό σχολικό περιβάλλον. Αυτά λείπουν», μας λέει η Χρύσα Σοφιανοπούλου, «έτσι φτιάχνονται οι ουρανοί και όχι με αυξημένες ποινές και εμμονή στις εξετάσεις» συμπληρώνει. Οι ουρανοί; «Ναι. Όταν ήμασταν έφηβοι θέλαμε να είμαστε ο ουρανός” τραγουδάει η Cat Power» εξηγεί, και αυτά τα όνειρα των εφήβων φαίνεται ότι θέλει να κρατήσει ζωντανά μέσα στο ελληνικό σχολείο. Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, επισκέπτρια καθηγήτρια στη Γαλλία και στο Βέλγιο, έχει παράλληλα χρηματίσει σύμβουλος του Γάλλου υπουργού Παιδείας. Μιλήσαμε μαζί της με αφορμή το νέο πολυνομοσχέδιο για την παιδεία που κατατέθηκε πρόσφατα. Η διεθνής ερευνητική της εμπειρία και το Πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ για την Αξιολόγηση των Μαθητών άνοιξαν τη συζήτηση.
Πότε μπήκε το PISA στη ζωή μας και πότε στη δική σας;
Ευτυχώς το συναντήσαμε αμέσως μόλις γεννήθηκε, το 2000. Και λέω ευτυχώς διότι το PISA είναι η μεγαλύτερη διεθνής εκπαιδευτική έρευνα. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν εκφράστηκε η ανάγκη από τη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση των ΗΠΑ και τη σοσιαλιστική της Γαλλίας να αξιολογηθούν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα σε διεθνές επίπεδο και αναζητήθηκε για τον σκοπό αυτό ένα εργαλείο. Έτσι από τότε και κάθε τρία χρόνια, η Ελλάδα μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ και πολλές άλλες συνεργαζόμενες προσπαθούν μέσα από την έρευνα αυτή να κατανοήσουν πώς λειτουργούν τα σχολεία τους με στόχο φυσικά να τα κάνουν καλύτερα. Η δική μου, μοιραία μάλλον, συνάντηση με το PISA έγινε το 2008, ενώ είχα ήδη μια δεκαετή διεθνή ερευνητική εμπειρία. Από τότε έως σήμερα, με κάποια μικρά διαλείμματα, έχω την επιστημονική ευθύνη της έρευνας.
Η δική σας εμπειρία τι λέει, λοιπόν; Έγιναν τα σχολεία καλύτερα;
Καλύτερα; Θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, αλλά συγχρόνως δεν ξεχνώ αυτό που για μένα έχει ένα στοιχείο προσωπικής πρόκλησης. Ο στόχος είναι πάντα ένα πιο δίκαιο και λιγότερο άνισο εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι λεγόμενοι «ανθεκτικοί μαθητές», δηλαδή οι μαθητές που προέρχονται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον αλλά επιτυγχάνουν υψηλά μαθησιακά αποτελέσματα, δεν θα είναι η εξαίρεση, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ο κανόνας.
Αυτά τα 24 χρόνια που ασχολείστε με την έρευνα στην εκπαίδευση, ποιο είναι αυτό το στοιχείο που φαίνεται να μην αλλάζει με τίποτε; Από την άλλη πλευρά, ποιο είναι αυτό που φαίνεται να κινείται;
Θα ξεκινήσω από αυτό που κινείται ή πιο σωστά εξελίσσεται. Τα βιβλία και κυρίως τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών έχουν βελτιωθεί όλα αυτά τα χρόνια. Έγιναν σοβαρές προσπάθειες εκσυγχρονισμού και προσέγγισης της διαθεματικής και διεπιστημονικής γνώσης και εκπαίδευσης οι οποίες συνεχίζονται. Εκείνο που δεν αλλάζει, όμως, είναι η αδυναμία αυτά τα προγράμματα να φτάσουν στο τελικό αποδέκτη. Και όχι γιατί ευθύνεται ο μαθητής αλλά διότι δεν ενσωματώνονται στις διδακτικές πρακτικές. Πιο απλά, τα προγράμματα αυτά, τα συνεχώς βελτιούμενα, δεν τα ενστερνίζονται οι εκπαιδευτικοί μας.
Ακόμη και αν δεν αλλάζουν κάποια πράγματα, όμως, γενιά από γενιά διαφέρει. Εσείς πώς βλέπετε αυτή τη διαφορά; Πιστεύετε πως κάθε πέρυσι και καλύτερα; Ή πως, αντίθετα, οι σημερινοί 15χρονοι είναι πιο ξύπνιοι, πιο ενημερωμένοι και πιο συνειδητοποιημένοι από εκείνους που είχατε γνωρίσει πριν από 24 χρόνια;
Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα κάθε πέρυσι και καλύτερα. Οι μαθητές σήμερα έχουν πολύ περισσότερα ερεθίσματα και δυνατότητες που πρέπει εμείς να τους δείξουμε τον τρόπο να τις αξιοποιήσουν. Ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Σερ περιέγραψε πολύ καλά αυτό που συμβαίνει: «Oι γνωσιακές επιστήμες δείχνουν ότι η χρήση του διαδικτύου, η ανάγνωση ή η γραφή μηνυμάτων με τα δάχτυλα, η παρακολούθηση του Facebook ή της Wikipedia δεν ερεθίζουν τους ίδιους νευρώνες ούτε τις ίδιες περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που διεγείρονταν από τη χρήση του βιβλίου (...). Μπορούν πράγματι να χειριστούν πολλές πληροφορίες ταυτοχρόνως. Αλλά δεν είναι σε θέση να γνωρίσουν, ούτε να ενσωματώσουν, ούτε να συνθέσουν όπως εμείς οι παλιότεροι».
Γνωρίζετε πολύ καλά το εκπαιδευτικό σύστημα. Διαβάζουμε και ακούμε πολλά για τις αδυναμίες του. Πείτε μας όμως και δυο πράγματα για τα οποία θα δηλώνατε υπερήφανη στους ξένους συναδέλφους σας.
Ευτυχώς που μου ζητάτε μόνο δύο! Λοιπόν, ναι, υπάρχουν και ίσως δεν είναι αναμενόμενα. Το ένα είναι η ποιότητα των λογοτεχνικών κειμένων στο αντίστοιχο μάθημα σε όλες τις τάξεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κείμενα πολυμορφικά από ένα πλήθος σπουδαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων που θα μπορούσαν υπό συνθήκες να συμβάλλουν ιδιαίτερα στην κουλτούρα των μαθητών μας. Και το δεύτερο, το μικρό ποσοστό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης. Σαφώς υφίσταται το φαινόμενο και θέλει προσοχή. Αποτελεί άλλωστε και έναν από τους στόχους της ΕΕ. Στην Ελλάδα, όμως, είναι λιγότερο σοβαρό και ανησυχητικό, με όλες τις πιθανές ερμηνείες που μπορεί κανείς να δώσει.
Αν ήσασταν η καλή μάγισσα της εκπαίδευσης, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα αλλάζατε με το μαγικό ραβδί σας;
Χωρίς δεύτερη σκέψη: τις σπουδές και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Αυτό κρατώ από τη Φινλανδία. Σπουδές υψηλών απαιτήσεων, άριστη κατάρτιση, σχολές επιλεκτικές με μεγάλη αναγνώριση που θα τις προτιμούν υποψήφιοι φοιτητές με υψηλές επιδόσεις, επάγγελμα κύρους λόγω ακριβώς όλων αυτών των στοιχείων, υψηλές αμοιβές συγκριτικά με άλλα επαγγέλματα, διαρκής επαγγελματική και επιστημονική εξέλιξη.
Θέλουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα εξωστρεφές, που θα στρέφει το βλέμμα του στον υπόλοιπο κόσμο και τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές
Να γίνουμε Φινλανδία, λοιπόν;
Όχι, δεν προτείνω αυτό και δεν μπορούμε άλλωστε να γίνουμε. Μπορούμε όμως να αφουγκραζόμαστε τι κάνουν τα επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα. Πώς για παράδειγμα στη Φινλανδία κατάφεραν να έχουν ένα σχολείο όπου, όπως λένε, «μαθαίνουμε, δεν εξεταζόμαστε» σε αντίθεση με τη δική μας εμμονή στις εξετάσεις; Πώς επιτυγχάνουν αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη δομή και την ελευθερία. Θέλουμε, λοιπόν, ένα εκπαιδευτικό σύστημα εξωστρεφές, με ανοιχτά παράθυρα, που θα στρέφει πάντοτε το βλέμμα του στον υπόλοιπο κόσμο και τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, από ένα ανοιχτό παράθυρο βλέπεις τον κόσμο αλλιώς.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου