Χ. Τρικαλινός: Δύο αποφάσεις
του Χ. Τρικαλινού Καθηγητή στο Τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ
Τούτη τη χρονιά είχαν συμβεί τεράστιες αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Οι εξετάσεις σε κάθε σχόλη ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Φέτος, μετά τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές, θα άρχιζε να εφαρμόζεται το σύστημα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου. Μεταβατική θα ήταν η χρονιά, αλλά για μένα καθοριστική. Οι εξετάσεις για το πολυτεχνείο, για όλα τα πολυτεχνεία της χώρας, θα γίνονταν πρώτα, αρχές Σεπτέμβρη. Εκεί ήταν το όνειρό μου.
Πριν ένα δυο χρόνια είχα διαβάσει το βιβλίο του Κ. Βόλκοφ «Ταξίδι στην Αφροδίτη», ένα μίγμα επιστημονικής φαντασίας και διαστημικής πραγματικότητας, που ήταν πολύ επίκαιρη στην εποχή μας, κι είχα αποφασίσει: έπρεπε να πάω στους Μηχανολόγους Ηλεκτρολόγους. Από εκεί θα μπορούσα να συμμετάσχω κι εγώ στο όνειρο.
Όπως όλοι έπρεπε να κάνω κι εγώ φροντιστήριο. Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν όμως δύσκολα. Ο πατέρας φυλακή. Οι συντάξεις και τα ενοίκια που έμπαιναν στο σπίτι δεν θα έφταναν για να πάω στην Αθήνα και να κάνω εκεί φροντιστήριο. Όλοι καταλάβαιναν πως το φροντιστήριο του Βόλου ότι είχε να μου δώσει μου το έδωσε. Τελικά ο πατέρας βρήκε τη λύση. Στην Αθήνα θα έμενα στο ξενοδοχείο «Τουρίστ», ιδιοκτησίας της αδερφής του Χαρίλαου, χωρίς να πληρώνω. Όσο για το φροντιστήριο, θα πήγαινα στον Κ.Μανωλικίδη, που ήταν κι αυτός από τον ίδιο κύκλο. Κι εκεί δωρεάν.
Έτσι ξεκίνησε η θερινή προετοιμασία. Από το πρωί άπειρες ώρες φροντιστήριο. Ήξερα ότι είχα να δώσω Έκθεση, Άλγεβρα, Γεωμετρία, Τριγωνομετρία, Φυσική και Χημεία. Όλα αυτά τα μαθήματα τα παρακολουθούσα στο φροντιστήριο και τα διάβαζα ώρες ατέλειωτες, μέρα και νύχτα στο δωμάτιό μου, στο ξενοδοχείο.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου… Ήταν μικρό, ίσα που χωρούσε το κρεβάτι κι ένα μικρό τραπέζι με καρέκλα για να μπορώ να διαβάζω. Όχι δεν παραπονιόμουν. Ήμουν ευγνώμων που μου δόθηκε αυτή η δυνατότητα. Το δωμάτιο ήταν στον δεύτερο όροφο. Από το παράθυρο έβλεπα τη μισή οθόνη του θερινού κινηματογράφου που λειτουργούσε δίπλα στο ξενοδοχείο, Την άλλη μισή την έκρυβε ο χώρος όπου βρισκόταν η μηχανή προβολής. Το έργο δεν μπορούσα να το παρακολουθήσω, όμως άκουγα … περίφημα όλους τους ήχους, τους διαλόγους, τις κραυγές, του πυροβολισμούς. Γίνονταν μάλιστα πιο ευδιάκριτοι όταν περνούσαν τα μεσάνυχτα και λιγόστευε το βουητό της πόλης. Μη φανταστείτε βέβαια πως η τελευταία σκηνή, εκεί κάπου μετά τα μεσάνυχτα σήμαινε και το τέλος των θορύβων… Κάθε άλλο. Απέναντι από το παράθυρό μου, 150 μέτρα διαγώνια ήταν ο σταθμός Λαρίσης. Εκεί οι θόρυβοι δεν καταλάγιαζαν ποτέ. Αμαξοστοιχίες που περνούσαν, βαγόνια που έκαναν μανούβρες. Κι όλα αυτά με την τεχνολογία της εποχής… Αν οι ήχοι της ταινίας εμπόδιζαν το διάβασμά μου που τέλειωνε πολύ μετά τα μεσάνυχτα, οι ήχοι των τραίνων έγιναν μόνιμοι συνοδοί του ανήσυχου ύπνου μου. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, πως όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, τέλη Αυγούστου πια, τις δυο πρώτες νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ήταν τόσο ήσυχα, ενώ εγώ περίμενα να ακούσω τους θορύβους των συρμών και τα στριγκλίσματα των φρένων των βαγονιών….
Εκείνο το καλοκαίρι σημαδεύτηκε από ακόμη ένα γεγονός. Το τηλέφωνο της μητέρας μου. Με πήρε στο ξενοδοχείο. Όταν μου είπαν ότι σε λίγο θα μιλήσω μαζί της τα έχασα. Δεν της είχα μιλήσει ξανά. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη φωνή της. Δεν θυμάμαι τι είπαμε στα λίγα λεπτά της πρώτης επικοινωνίας μας. Μόνο την αμηχανία που ένιωσα, την δυσκολία να προφέρω για πρώτη φορά στη ζωή μου τη λέξη «μαμά» και το τεράστιο κενό μετά το πέρας της συνομιλίας. Από την επόμενη στιγμή διαπίστωσα ότι δεν θυμόμουν απολύτως τίποτε. Ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα απέραντο κενό. Σύντομα, μετά το καλοκαίρι, τέτοιες συνομιλίες θα γίνονταν τουλάχιστον μια φορά στους δυο μήνες. Θα συνήθιζα… Αλλά τότε… Η μόνη λύση ήταν να επιστρέψω στο διάβασμα. Εκεί βρήκα καταφύγιο και σιγουριά.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι. Δύσκολο. Αποπνικτικό. Γεμάτο ανησυχίες, φόβους, αλλά και ελπίδα. Ήξερα πως με περίμενε ένας διαφορετικός τρόπος ζωής.
Έφτασε η πολυπόθητη μέρα της επιστροφής. Το σπίτι μας ξανά, η νονά και η θεία, τα γνωστά πρόσωπα των συμμαθητών κι η προσμονή της μεγάλης δοκιμασίας.
Οι εξετάσεις γίνονταν στο Βόλο. Στις αίθουσες μας μοίρασαν αλφαβητικά. Ξεκινήσαμε με έκθεση. Λογικά πράγματα. Το θέμα δεν με δυσκόλεψε. Στην Άλγεβρα τα πήγα περίφημα. Έγραψα τα πάντα και σωστά. Όταν είδα τα θέματα της Γεωμετρίας τρόμαξα… Τελείως απρόσμενα. Έπρεπε όμως να γράψω. Τα πάλεψα. Κάτι μου βγήκε. Όχι όλα όμως… Τελικά, όπως αποδείχθηκε, ο βαθμός μου, λίγο πάνω από το 15, ήταν από τους υψηλότερους πανελλαδικά. Ακολουθούσε η τριγωνομετρία. Τα θέματα τρία. Μετά από μια περίπου ώρα τέλειωσα με το πρώτο. Άρχισα να παλεύω το δεύτερο. Η ώρα περνούσε απελπιστικά γρήγορα και αποτέλεσμα δεν προέκυπτε. Ακούμπησα το στυλό και προσπάθησα να χαλαρώσω. Η αγωνία στο κατακόρυφο. Ιδέες δεν έρχονταν. «Άστο για λίγο», σκέφτηκα, «κοίτα το τρίτο». Το κοίταξα, αλλά το μυαλό ήταν στο δεύτερο. Δεν κατάλαβα τι ζητούσε… «Πρέπει να ηρεμήσω, άστο, γύρνα στο δεύτερο», είπα στον εαυτό μου. Και πάλι τίποτε. «Θα πάρω θάρρος ξανακοιτώντας το πρώτο», είπα αποφασιστικά. Γύρισα πίσω. Άρχισα να διαβάζω τη λύση μου. Τότε ένιωσα σα να έπεσε κεραυνός! Λάθος! Η δεύτερη κιόλας πράξη ήταν λάθος. Το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια μου. Η σκέψη σταμάτησε… Το χέρι δεν μπορούσε να γράψει… Οι δείκτες του ρολογιού άρχισαν να γυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πριν προλάβω να κάνω ούτε δυο πράξεις στο πρόχειρο άκουσα τον επιτηρητή να απαιτεί παράδοση των γραπτών… Ο ορισμός της αποτυχίας! Στα δυο τελευταία μαθήματα, τη Φυσική και τη Χημεία, έφυγε από πάνω μου κάθε ίχνος ενθουσιασμού. Ναι έγραψα σχετικά καλά. Θα μπορούσα να γράψω και καλύτερα αν ήμουν ψυχολογικά ήρεμος. Ήξερα πια, ότι το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο…
Τώρα που όλα τέλειωσαν άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω. Ήταν σαφές, στους Μηχανολόγους δεν θα μπορούσα να περάσω. Υπήρχαν κάποιες αμυδρές ελπίδες για τους Τοπογράφους, αλλά η ιδέα με απωθούσε. Σκεφτόμουν μάλιστα ότι καλύτερα θα ήταν να μην περάσω για να μην μπω στο δίλημμα να ακολουθήσω μια ειδικότητα, που, τουλάχιστον ο τίτλος της, με απωθούσε.
Τότε ήταν που πήρα την πρώτη απόφαση. Θα έδινα εξετάσεις για τη Φυσικομαθηματική και ειδικότερα για το Φυσικό. Όχι, δεν ήθελα να σπουδάσω εκεί. Η ιδέα να γίνω καθηγητής Γυμνασίου, όπως πιστεύαμε τότε ότι γίνονται όλοι οι απόφοιτοι της σχολής, με απωθούσε. Ήξερα όμως, ότι τα μαθήματα που διδάσκονταν στη Σχολή ήταν Φυσική, Μαθηματικά και Χημεία, Θα τα παρακολουθούσα, θα πήγαινα και φροντιστήριο από την Άνοιξη και θα έδινα ξανά εξετάσεις για τους Μηχανολόγους.
Οι εξετάσεις για τις Φυσικομαθηματικές άρχιζαν σε λίγες μέρες. Τα μαθήματα σαφώς; Λιγότερα, Έκθεση, Μαθηματικά, Φυσική Χημεία. Ε, δεν θα σκοτωθώ και πάλι με εντατική προετοιμασία. Θα πάω με όσα ξέρω και θυμάμαι κι ότι είναι να γίνει, ας γίνει. Κι αν δεν περάσω τι είχαμε, τι χάσαμε…
Έτσι χαλαρά συμμετείχα και σ’ αυτές τις εξετάσεις. Δεν ζορίστηκα, δεν αγωνιούσα, ούτε που κοίταξα αν τα γραπτά μου ήταν σωστά. Απλά συμμετείχα και περίμενα.
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να δημοσιευθούν. Όπως ήταν αναμενόμενο, για λίγες μονάδες, έχασα και την τελευταία Σχολή του Πολυτεχνείου, αυτή των Τοπογράφων. Όσο για το Φυσικό, εκεί πέρασα άνετα και με σχετικά καλή σειρά.
Έτσι πήραμε το δρόμο για την Αθήνα. Η νονά κι θεία μου δεν ήθελαν να μ’ αφήσουν μόνο. «Ποιος θα φροντίζει το παιδί, ποιος θα του μαγειρεύει και θα του πλένει;» Έτσι νοικιάσαμε ένα ημιυπόγειο στην οδό Κίου, κοντά στην Πλατεία Κυψέλης και μεταφέραμε το νοικοκυριό.
Από τις πρώτες μέρες έτρεξα να γραφτώ στη σχολή. Έκανα τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις και έτσι πήρα τη φοιτητική ταυτότητα και τα κουπόνια για τα λεωφορεία, για να έχω μειωμένο εισιτήριο. Ταυτόχρονα έμαθα και το πρόγραμμα των μαθημάτων.
Τα μαθήματα θα γίνονταν κυρίως στο Χημείο, επί της οδού Σόλωνος. Κάποια θα γίνονταν και στη Νομική, αλλά και στον κινηματογράφο «Ίριδα», που ανήκε στη Φοιτητική Λέσχη του Πανεπιστημίου.
Η πρώτη εμπειρία υπήρξε τραυματική, Πήγα να παρακολουθήσω το μάθημα της Γενικής Φυσικής που δίδασκε ο Καίσαρας Αλεξόπουλος. Σύμφωνα με το πρόγραμμα το μάθημα άρχιζε στις οχτώ το πρωί. Έφτασα στο Χημείο 15 λεπτά νωρίτερα. Η διάλεξη γινόταν στο Μεγάλο αμφιθέατρο, το ΜΑΜΦ. Ανέβηκα τα σκαλιά. Και τότε είδα τον κόσμο. Οι φοιτητές συνωστίζονταν στις πόρτες προσπαθώντας να βρουν μια χαραμάδα να περάσουν. Μπροστά τος αμέτρητα κορμιά. Δεν μπορούσες να δεις τίποτε. Ούτε την έδρα ούτε τον πίνακα. Κατάλαβα ότι εδώ τέλειωνε για μένα το πρώτο μάθημα. Ρωτώντας έμαθα ότι το μάθημα διδασκόταν σε φοιτητές πολλών σχολών ταυτόχρονα, σε Φυσικούς, Χημικούς, Μαθηματικούς, Φυσιογνώστες, ακόμη και Γιατρούς. Το πλήθος τους ήταν πολλαπλάσιο των διαθέσιμων καθισμάτων, ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε τα σκαλάκια. Σε λίγο καιρό πολλοί από τους πρωτοετείς εγκατέλειψαν την παρακολούθηση. Αλλά και όσοι μείναμε έπρεπε να φτάσουμε στην είσοδο του Χημείου γύρω στις 7 το πρωί, να στριμωχτούμε περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες γύρω στις 7:30 και να ορμήσουμε ψάχνοντας για κάποιο κάθισμα ή για μια θέση στα σκαλάκια, Σε διαφορετική περίπτωση παρακολουθούσαμε όρθια πίσω από τις τελευταίες θέσεις.
Ο Καίσαρας απρόσιτος κι αυταρχικός. Αλλά οι παραδόσεις του συνέπαιρναν. Δίπλα του πάντα ο Μαρίνος, να κάνει και πολλές φορές να υφίσταται τα πειράματα. Το μάθημα πάντως συναρπαστικό. Το ίδιο και το μάθημα της μαθηματικής Ανάλυσης με καθηγητή τον Δημήτριο Κάππου καθώς και της χημεία με τον Ελευθέριο Στάθη. Απογοήτευση ήταν τα μαθήματα της Αναλυτικής Γεωμετρίας με τον Μπρίκα και ιδιαίτερα της Άλγεβρας με τον Φουσιάνη. Ο τελευταίος, όπως αποδείχτηκε, για να σε περάσει απαιτούσε να αγοράσεις το βιβλίο του, άδετο, σε 16σέλιδα, με αντίτιμο 2 δραχμές η σελίδα, ποσό τεράστιο για την εποχή. Λίγες μέρες πριν τις εξετάσεις μάλιστα, μας όριζε την εξεταστέα ύλη, η οποία αντιπροσώπευε περίπου 30 σελίδες, από τις 350 του βιβλίου.
Συνολικά όμως, ιδιαίτερα μετά την έναρξη των εργαστηρίων Φυσικής και Χημείας, οι σπουδές στη σχολή με τραβούσαν όλο και περισσότερο. Κατάλαβα, ότι η Φυσική είναι το αντικείμενο που θα μπορούσε να με εκτοξεύσει στο διάστημα. Έτσι δεν άργησε να έρθει η δεύτερη και μεγαλύτερη απόφαση. Εδώ θα συνέχιζα τοις σπουδές μου. Εδώ ήταν η επιστήμη που με γοήτευε. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν την επαγγελματική αποκατάσταση, μόνο την επιστήμη.
Σήμερα, 56 χρόνια μετά, είμαι σίγουρος ότι έκανα τη σωστή επιλογή και στις δυο αποφάσεις μου. Όχι δεν έφτασα στην Αφροδίτη και στ’ αστέρια. Ασχολήθηκα όμως με το αντικείμενο που αγάπησα. Βρέθηκα, έστω και για λίγο, στην αιχμή της επιστήμης μελετώντας σωματίδια και άτομα και, το κύριο, έχω μερικές χιλιάδες απόφοιτους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θυμούνται τον καθηγητή που προσπάθησε να τους διδάξει κάποια μυστικά της επιστήμης και, ίσως, να πιάνουν στα χέρια τους τα βιβλία μου, που πιστεύω ότι θα μείνουν και μετά από εμένα.
(Η φωτογραφία εκείνων των χρόνων από τον συμφοιτητή, συνάδελφο και φίλο Κώστα Μακρόπουλο)
Πηγή: Χ.Τρικαλινος fb
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου