Η πρόκληση του ανοικτού σχολείου



«Μας έλειψε πολύ το σχολείο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Χάσαμε τη ζεστασιά του, την πολυπολιτισμικότητά του, την αίσθηση ενός κοινού σκοπού. Αυτό είναι το σχολείο», έγραψε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Keith Gessen στον New Yorker, τον Ιούλιο του 2020 και το έγραψε για όλους μας: περίπου το 90% των εγγεγραμμένων μαθητών παγκοσμίως βρέθηκαν εκτός σχολείου τον τελευταίο χρόνο.
Ηταν επομένως μια τεράστια πρόκληση η υποκατάσταση ενός συστήματος εκπαίδευσης που βασίζεται σε φυσική παρουσία. Πώς και με ποια εργαλεία θα διατηρούσαμε τη διαδικασία της μάθησης σε ένα επίπεδο που δεν θα πρόδιδε την αποστολή του εκπαιδευτικού; Πώς θα ανταπεξερχόμασταν στους ασφυκτικούς χρόνους της πανδημίας, πώς θα αντιμετωπίζαμε τις τεχνολογικές ανισότητες ανάμεσα στα νοικοκυριά, πώς θα νικούσαμε την φυσική απόσταση και, ναι, την ανία;

Σχεδόν έναν χρόνο μετά, ξέρουμε πως το κλείσιμο του σχολείου είχε αντίκτυπο στους πιο ευάλωτους. Μαθητές από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, μονογονεϊκές οικογένειες, μετανάστες, πρόσφυγες, εθνοτικές μειονότητες κ.α. φαίνεται να πλήττονται από την έλλειψη φυσικών μαθησιακών ευκαιριών, την κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη που καλύπτει το σχολείο καθώς και πρόσθετες υπηρεσίες όπως τα σχολικά γεύματα.

Οι κλειστές πόρτες μπορεί ακόμη να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο αίσθημα του ανήκειν στο σχολείο και στα συναισθήματα αυτοεκτίμησης των μαθητών που, σύμφωνα με όλες τις έρευνες, είναι κλειδιά για τα μαθησιακά αποτελέσματα. Οι ανισότητες οξύνθηκαν. Οσοι προέρχονται από προνομιούχες οικογένειες θα έβρισκαν τον δρόμο τους έξω από τις κλειστές πόρτες του σχολείου, σε εναλλακτικές μορφές μάθησης, που θα υποστηρίζονταν καταρχάς από τις ίδιες τις οικογένειες. Εκείνοι από μειονεκτικά περιβάλλοντα θα παρέμεναν εκτός μάθησης.

Γνωρίζαμε πάντα πως οι ανισότητες ήταν ένα από το μεγάλα αγκάθια της εκπαίδευσης παγκοσμίως. Αυτό που μας αποκάλυψε όμως η πανδημία ήταν το εύρος αυτών των ανισοτήτων – από την ευρυζωνική σύνδεση και τους υπολογιστές που χρειάζονται για την τηλεκπαίδευση, έως τα υποστηρικτικά περιβάλλοντα που απαιτούνται για να επικεντρωθεί κάποιος στη μάθηση, μέχρι την «αποτυχία» μας να έχουμε ήδη προσελκύσει ταλαντούχους και με υψηλά προσόντα εκπαιδευτικούς.

Η εκπαιδευτική κοινότητα στην Ελλάδα κλήθηκε να αξιοποιήσει τις εδώ και χρόνια διαθέσιμες τεχνολογίες όπως την e-me, το Φωτόδεντρο, τον Αίσωπο, τις Ψηφίδες, την ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο και βέβαια τη σύγχρονη εκπαίδευση μέσω του Webex. Η παροχή των ψηφιακών μέσων δεν έλειψε επομένως. Η καρδιά της μάθησης όμως δεν είναι η τεχνολογία, είναι η παιδαγωγική και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός. Και τώρα πρέπει να εμπιστευτούμε την εμπειρία τους για να αντιμετωπίσουμε μια νέα, εξίσου μεγάλη πρόκληση με την προηγούμενη. Αυτή δεν είναι άλλη από μια επιστροφή στο σχολείο που όχι μόνο θα επαναφέρει τους μαθητές στη φυσική τους σχέση με το σχολικό περιβάλλον αλλά επιπλέον θα θεραπεύσει τις παθογένειες του κλεισίματος.

Πώς θα γίνει αυτό; Να τι πρέπει να κάνουμε μεταξύ άλλων: Να συνεργαστούμε διεθνώς για να μοιραστούμε ανοιχτούς, διαδικτυακούς εκπαιδευτικούς πόρους και ψηφιακές πλατφόρμες μάθησης. Να ενθαρρύνουμε την συνεργασία των εκπαιδευτικών πέρα από τα σύνορα. Η κρίση θα μπορέσει έτσι να αποτελέσει ευκαιρία για μια νέα οργάνωση της εκπαίδευσης που θα ενισχύει την αυτονομία των μαθητών στη διαχείριση της μάθησης και θα παρέχει πρόσθετη στήριξη σε όσους βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Η τεχνολογία μπορεί να αναβαθμίσει το ρόλο των εκπαιδευτικών και να υποστηρίξει τρόπους διδασκαλίας που εστιάζουν στους μαθητές ως ενεργοί συμμετέχοντες. Αυτά είναι τα εργαλεία μάθησης του 21ου αιώνα.

Οι μαθητές δεν αρκεί να επιστρέψουν μόνο σε ένα ανοικτό σχολείο, αλλά και σε ένα καλύτερο. Σε ένα σχολείο με ανοικτές πόρτες και εξίσου ανοικτούς ορίζοντες.

*Η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ανάλυσης Εκπαιδευτικής Επίδοσης και Πληροφορικής Κατάρτισης του Τμήματος Πληροφορικής, μέλος του ΔΣ του ΙΕΠ και Εθνική Διαχειρίστρια του Προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις