Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Αργυρό μετάλλιο καινοτομίας μετά το αμερικανικό Johns Hopkins για τη συσκευή ταχείας ανίχνευσης κορωνοϊού

του  Α. Λακασά 

Στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους. Πίσω από τα σεμνά χαμόγελα των ανθρώπων του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας του ιδρύματος κρύβεται μια εντυπωσιακή παγκόσμια διάκριση. Το Γεωπονικό κατέκτησε τη δεύτερη θέση στον τελικό του παγκόσμιου διαγωνισμού καινοτομίας IDea Incubator Competition, ξεπερνώντας ερευνητικά και ακαδημαϊκά μεγαθήρια παγκοσμίως. Ενδεικτικό είναι ότι στην πρώτη θέση βρέθηκε το σπουδαίο Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ Johns Hopkins. Το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΓΠΑ) διακρίθηκε για τον βιοαισθητήρα ανίχνευσης, ο οποίος μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα που περιλαμβάνει ένα κινητό τηλέφωνο ή τάμπλετ και να προσφέρει ταχύτατη, ευαίσθητη και μαζική ανίχνευση του κορωνοϊού. Μάλιστα, η επιτυχία γίνεται πιο εντυπωσιακή καθώς η πρόταση του ΓΠΑ κατέλαβε την πρώτη θέση στην αξιολόγηση των κριτών ως προς τις προοπτικές άμεσης και παγκόσμιας πρακτικής εφαρμογής. «Πρόκειται για επιτυχία που αποτυπώνει τη σημαντική δουλειά στο πανεπιστήμιό μας. Δείχνουμε ότι το Γεωπονικό αλλά ευρύτερα τα ελληνικά ΑΕΙ μπορούν να είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο σε πεδία καινοτομίας με υψηλό ανταγωνισμό» δήλωσε στην «Κ» ο πρύτανης του Γεωπονικού Σπύρος Κίντζιος.


Ο διαγωνισμός καινοτομίας IDea Incubator Competition πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Ιδρύματος της Αμερικανικής Εταιρείας Λοιμώξεων (Infectious Diseases Society of America Foundation) και της εταιρείας Johnson & Johnson Innovation – JLABS. Πρόκειται για διαγωνισμό με παγκόσμια απήχηση σε επιστήμονες και επιχειρηματίες, και πραγματοποιείται ετησίως στο πλαίσιο της εβδομάδας IDWeek που προάγει την αριστεία στην εκπαίδευση και την έρευνα, όσον αφορά τη δημόσια υγεία και τις λοιμώξεις. Για πρώτη φορά στην ιστορία του διαγωνισμού, στη φετινή διοργάνωση συμμετείχε τριμελής ελληνική ομάδα απαρτιζόμενη από τον κ. Κίντζιο, την επίκουρη καθηγήτρια του ΓΠΑ Σοφία Μαυρίκου και την παιδίατρο – μεταδιδακτορική ερευνήτρια στην Α΄ Παιδιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κυριακή Χατζηαγαπίου.

Η ελληνική ομάδα ανταγωνίστηκε εκατοντάδες ερευνητικές ομάδες των καλύτερων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων των ΗΠΑ. Κατέκτησε τελικά το δεύτερο βραβείο με ελάχιστη διαφορά από την ομάδα του καθηγητή Παιδιατρικής Sanjay Kumar Jain από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η οποία παρουσίασε ένα σύστημα ψηφιακής απεικόνισης λοιμώξεων. Οπως εξήγησε, μιλώντας στην «Κ»για το θέμα, ο κ. Κίντζιος, «ο βιοαισθητήρας που παρουσίασε η ελληνική ερευνητική ομάδα βασίζεται σε τροποποιημένα κύτταρα θηλαστικών, τα οποία φέρουν ένα ανθρώπινο αντίσωμα κατά του αντιγόνου της επιφανειακής πρωτεΐνης – ακίδας S1 του ιού. Η πρωτεΐνη S1 προσκολλάται στα αντισώματα του βιοαισθητήρα μεταβάλλοντας τις κυτταρικές βιοηλεκτρικές ιδιότητες, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να μετρηθούν μέσω μιας ειδικής βιοηλεκτρικής διάταξης. Ο βιοαισθητήρας μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα που περιλαμβάνει ένα κινητό τηλέφωνο ή τάμπλετ και να προσφέρει μέσα σε μόνο τρία λεπτά ευαίσθητη και μαζική ανίχνευση της επιφανειακής πρωτεΐνης – ακίδας S1 του κορωνοϊού SARS-CoV-2, ενώ μπορεί να προσαρμοστεί κατάλληλα για να ανιχνεύει και άλλα παθογόνα».

Ο βιοαισθητήρας εμφανίζεται να πλεονεκτεί των έως τώρα διαγνωστικών τεχνικών στο ότι μπορεί να κάνει ταυτόχρονο έλεγχο από το ίδιο δείγμα του ασθενούς για πολλαπλά παθογόνα, προστατεύοντας από αχρείαστη ταλαιπωρία τους ασθενείς, ιδίως τα παιδιά.



Μπορεί να καλύψει όχι μόνο τις εθνικές ανάγκες, αλλά και να αποτελέσει όχημα εξαγωγικής δραστηριότητας υψηλής τεχνολογίας.

Μπορεί επίσης να γίνει ταυτόχρονος έλεγχος πολλαπλών δειγμάτων, μειώνοντας τον χρόνο παραμονής στα επείγοντα των νοσοκομείων, ώστε ασθενείς που διαγιγνώσκονται με απλό κρυολόγημα, το οποίο, ιδίως στα παιδιά, μπορεί να έχει ανάλογη συμπτωματολογία με το SARS-CoV-2, να παραπέμπονται σε δομές πρωτοβάθμιας υγείας ή στον οικογενειακό τους ιατρό για κατ’ οίκον αντιμετώπιση της νόσου.

Η ταυτοποίηση των υπεύθυνων παθογόνων πραγματοποιείται χωρίς να απαιτείται προηγουμένως επεξεργασία του δείγματος σε εργαστήριο, ώστε ο αισθητήρας να είναι εύχρηστος και από μη εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας. Ταυτόχρονα η ταυτοποίηση των παθογόνων και η έκδοση του αποτελέσματος πραγματοποιείται ταχύτητα, έως τρία λεπτά.
Η πρόκληση

Ως προς τον κορωνοϊό αλλά και άλλους επιδημιολογικούς παράγοντες, η επιστημονική κοινότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρόκληση να διεξάγει μαζικούς πληθυσμιακούς ελέγχους για τον έγκαιρο εντοπισμό νοσούντων και ασυμπτωματικών φορέων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του παθογόνου. Επομένως, όπως δηλώνει ο κ. Κίντζιος, «ο βιοαισθητήρας αντιπροσωπεύει την ιδανική –και πρακτικά μοναδική–λύση για τον έλεγχο στα επείγοντα των νοσοκομείων για τη σωστή διαλογή των ασθενών, σε ιδιωτικά ιατρεία καθώς και σε μέρη με υψηλό συγχρωτισμό, όπως χώρους προσωρινής φιλοξενίας προσφύγων, οίκους ευγηρίας, πανεπιστήμια και φοιτητικές εστίες. Οσον αφορά τον κορωνοϊό, η σημασία της εφαρμογής του βιοαισθητήρα είναι ακόμα μεγαλύτερη στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες παρουσιάζουν δραματικά χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού»


Η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας του ΓΠΑ έχει αποσαφηνίσει όλα τα απαραίτητα στάδια για τη μαζική παραγωγή του συστήματος και την κοστολόγηση της γραμμής παραγωγής έτσι ώστε να μπορεί να καλύψει όχι μόνο τις εθνικές ανάγκες αλλά και να αποτελέσει όχημα εξαγωγικής δραστηριότητας υψηλής τεχνολογίας. Πέραν των τεχνικών πλεονεκτημάτων, το κόστος ανάλυσης ανά δείγμα σε μαζική εφαρμογή εκτιμάται στην περιοχή του 1-1,5 ευρώ, δηλαδή πολύ χαμηλότερο ακόμα και από τα self tests. Μάλιστα, κατατέθηκε ήδη πρόταση συνεργασίας για περαιτέρω ανάπτυξη της καινοτόμου τεχνολογίας του πανεπιστημίου από τους αρμόδιους ομοσπονδιακούς φορείς των ΗΠΑ (BARDA – Biomedical Advanced Research and Development).

Συνολικά, στην ανάπτυξη του τεστ και στη διενέργεια των κλινικών δοκιμών εκτός από την τριάδα του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας στο Τμήμα Βιοτεχνολογίας του ΓΠΑ, μετέχουν –και είναι άξιοι συγχαρητηρίων και ενθάρρυνσης–η Α΄ Παιδιατρική Κλινική ΕΚΠΑ (Χριστίνα Κανακά-Gantenbein, Μίχος Αθανάσιος, Χατζηαγαπίου Κυριακή, Ολτι Νικόλα), το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας (Χρούσος Γεώργιος, Κόνιαρη Ελένη,) η Α΄ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική ΕΚΠΑ, Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Η Σωτηρία»Αντωνία Κουτσούκου, Πέτρος Μπακάκος, Νικολέττα Ροβίνα) και το Εργαστήριο Μικροβιολογίας της Iατρικής Σχολής Αθηνών (Ιωσήφ Παπαπαρασκευάς).Για τον βιοαισθητήρα ανίχνευσης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών δούλεψαν μεταξύ άλλων ο πρύτανης του ιδρύματος Σπύρος Κίντζιος και η επίκουρη καθηγήτρια Σοφία Μαυρίκου από το Εργαστήριο Κυτταρικής Τεχνολογίας του ΑΕΙ. Επίσης, συμβολή είχε και το ΕΚΠΑ, όπως και το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας υπό τον διευθυντή του Γεώργιο Χρούσο (κάτω).




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις