Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες | Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους
του Γ. Καρουζάκη Θαλής και Φίλοι
Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι το περίφημο χάσμα μεταξύ των θεωρητικών και των φυσικών επιστημών, που τόσο εύγλωττα περιέγραψε ο Βρετανός φυσικός και συγγραφέας Charles Percy Snow (1905 - 1980) πριν από περίπου 60 χρόνια, παραμένει ενεργό και αναλλοίωτο; Πιθανώς όχι. Ειδικά αν παρατηρήσουμε τον διάλογο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, μεταξύ ποικίλων επιστημονικών πεδίων, και, ειδικότερα, μεταξύ της επιστήμης, από τη μία μεριά, και της λογοτεχνίας και της τέχνης, από την άλλη.
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες | Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Quantum, περιοδικού για τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, αξιοποιεί τον προβληματισμό του C. P. Snow για να επανεξετάσει τη σύγκλιση θεωρητικών και θετικών επιστημών, αμφισβητώντας, εντέλει, την ύπαρξη αυστηρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους.
Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι το περίφημο χάσμα μεταξύ των θεωρητικών και των φυσικών επιστημών, που τόσο εύγλωττα περιέγραψε ο Βρετανός φυσικός και συγγραφέας Charles Percy Snow (1905 - 1980) πριν από περίπου 60 χρόνια, παραμένει ενεργό και αναλλοίωτο; Πιθανώς όχι. Ειδικά αν παρατηρήσουμε τον διάλογο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, μεταξύ ποικίλων επιστημονικών πεδίων, και, ειδικότερα, μεταξύ της επιστήμης, από τη μία μεριά, και της λογοτεχνίας και της τέχνης, από την άλλη.
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες | Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Quantum, περιοδικού για τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, αξιοποιεί τον προβληματισμό του C. P. Snow για να επανεξετάσει τη σύγκλιση θεωρητικών και θετικών επιστημών, αμφισβητώντας, εντέλει, την ύπαρξη αυστηρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους.
Παρουσίαση, από τον Γιώργο Καρουζάκη
Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι το περίφημο χάσμα μεταξύ των θεωρητικών και των φυσικών επιστημών, που τόσο εύγλωττα περιέγραψε ο Βρετανός φυσικός και συγγραφέας Charles Percy Snow (1905 – 1980) πριν από περίπου 60 χρόνια, παραμένει ενεργό και αναλλοίωτο; Πιθανώς όχι. Ειδικά αν παρατηρήσουμε τον διάλογο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, μεταξύ ποικίλων επιστημονικών πεδίων και, ειδικότερα, μεταξύ της επιστήμης, από τη μία μεριά, και της λογοτεχνίας και της τέχνης, από την άλλη.
Ο Snow, στο κλασικό δοκίμιό του «Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση», σχολίαζε, τότε, ότι αντιμετωπίζεται ως αδιανόητο ένας επιστήμονας να μη γνωρίζει, για παράδειγμα, τον Σαίξπηρ. Τη στιγμή που θεωρείται «φυσιολογικό» να μη γνωρίζουν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών έναν θεμελιώδη νόμο της φύσης, όπως π.χ., τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής: την εγγενή τάση, δηλαδή, όλων των κλειστών φυσικών συστημάτων να κινούνται προς καταστάσεις ολοένα και μεγαλύτερης αταξίας.
Ακόμη και αν συμφωνήσουμε ότι η παρατήρηση του Snow είχε διαφορετική βαρύτητα στην αναλογική, και περιορισμένων διεπιστημονικών αναζητήσεων, δεκαετία του 1950, το πρόβλημα που θέτει μπορεί σαφώς να αποτελέσει την αφετηρία μίας σύγχρονης συζήτησης, η οποία να διερευνά τους δεσμούς, τις παρεξηγήσεις, τις γκρίζες διαβαθμίσεις που εντοπίζονται, ακόμη και σήμερα, στη συνάντηση των θετικών επιστημών με τις θεωρητικές επιστήμες.
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες | Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Quantum, περιοδικού για τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, αξιοποιεί τον προβληματισμό του C. P. Snow για να επανεξετάσει τη σύγκλιση θεωρητικών και θετικών επιστημών, αμφισβητώντας, εντέλει, την ύπαρξη αυστηρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους. Επιπλέον, στο δεύτερο μέρος του ολιγοσέλιδου, αλλά αρκετά πυκνού νοηματικά, δοκιμίου του διευρύνει, ανάμεσα σε άλλα ζητήματα, τη συζήτηση με ερωτήματα για τη φύση των μαθηματικών, τη σχέση τους με τη φυσική και τη φιλοσοφία και τη χρησιμότητά τους, για παράδειγμα, στη δικανική απόδειξη.
Δημιουργικότητα και επιμέρους κουλτούρες
Στην αρχική προσπάθεια που κάνει για να αντικρούσει τη θέση του Snow, ο συγγραφέας αναδεικνύει, μέσα από επισημάνσεις επιστημόνων και λογοτεχνών, την πεποίθηση που εντάσσει την ανθρώπινη δημιουργικότητα, το συναίσθημα, και όχι μόνο τη λογική, στις δυνάμεις που κινούν όλες τις πτυχές του πολιτισμού μας, άρα και την ανάπτυξη της επιστήμης. Συνεπώς, οι δύο σπουδαίες δραστηριότητες του ανθρώπου, η επιστήμη και η τέχνη, ενεργοποιούνται από κοινές πηγές, από ερεθίσματα που ανταποκρίνονται στην εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει σε βάθος τον εαυτό του και τη φύση.
Δεν είναι όμως μόνο η δημιουργικότητα που φέρνει κοντά τις δύο κουλτούρες, αλλά και διαφορετικού τύπου ομοιότητες που συνδέουν σχεδόν οργανικά την αισθητική με τις φυσικές θεωρίες. «Ας θυμηθούμε ότι ο Paul A. M. Dirac επιδίωκε την “κομψότητα” στις μαθηματικές διατυπώσεις. Η περίφημη “εξίσωση Dirac” στο πλαίσιο της σχετικιστικής κβαντικής μηχανικής δε θα μπορούσε, λόγω της “μαθηματικής κομψότητάς” της, να είναι εσφαλμένη. Αυτό πίστευε ο Dirac και, πράγματι, η εξίσωση δεν είναι εσφαλμένη», σημειώνει ο συγγραφέας. Και εντοπίζει ακόμη την αισθητική εκκίνηση στις μη περιοδικές πλακοστρώσεις που εμπνεύστηκε ο Άγγλος μαθηματικός Roger Penrose (Νομπέλ Φυσικής 2020) από τη ζωγραφική του αγαπημένου του χαράκτη M. C. Escher.
Ο συγγραφέας απομακρύνεται, στη συνέχεια, από το κέντρο του προβληματισμού που έθεσε ο Snow για να επισημάνει ότι το στοιχείο του διαχωρισμού δεν περιορίζεται στις δύο ευρύτερες κουλτούρες, αφού σε καθεμιά από αυτές είναι δυνατόν να συνυπάρχουν ρήγματα, διαφοροποιήσεις και επιμέρους κουλτούρες. Η «ασυμμετρία» στο εσωτερικό των μαθηματικών, ανάμεσα στους μαθηματικούς που θεωρούν ότι βασικό έργο τους είναι η επίλυση προβλημάτων και σε εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με τη δημιουργία και την κατανόηση μαθηματικών θεωριών, είναι ένα παράδειγμα εσωτερικού διαχωρισμού μίας κουλτούρας που επηρεάζει και τον τρόπο εξέλιξης της επιστήμης, σύμφωνα με όσα τουλάχιστον υποστηρίζει ο διακεκριμένος μαθηματικός Timothy Gowers (Fields Medal 1998).
Το γοητευτικό παιχνίδι όμως της σύγκλισης και του διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο κουλτούρες και στις υποδιαιρέσεις τους ανακόπτεται στο τέλος του πρώτου μέρους του δοκιμίου. Είναι η στιγμή που ο συγγραφέας επαναφέρει στη συζήτηση το κρίσιμο θέμα του αυτοελέγχου και της σχετικής αυτονομίας του επιστημονικού φαινομένου: τις «εσωτερικές διεργασίες κριτικού ελέγχου, π.χ., των θεωριών των φυσικών επιστημών, με ύστατο και απόλυτο κριτή το πείραμα και την παρατήρηση» που απομακρύνουν, τελικά, από την επιστήμη κάθε ίχνος πολιτισμικής επιρροής που έχει δεχτεί στο παρελθόν. Πρόκειται για μια σημαντική διαφορά, όπως επισημαίνει και στον πρόλογο του βιβλίου ο φυσικός Στέφανος Τραχανάς, «που προσδίδει στις φυσικές επιστήμες και μια βαθιά ηθική αξία· τις καθιστά τη μόνη συλλογική ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου τα γεγονότα είναι πάνω από τις γνώμες και τις πεποιθήσεις μας, θρησκευτικές, ιδεολογικές, αξιακές ή οτιδήποτε άλλο».
Στο δεύτερο μέρος του δοκιμίου, η συζήτηση διευρύνεται με την απόπειρα ανίχνευσης παραλληλιών αλλά και τομών ανάμεσα στις θεωρητικές και στις θετικές επιστήμες. Αν και το κριτήριο της διάκρισής τους δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί, καθώς τα μαθηματικά, για παράδειγμα, θεωρητική και πρακτική επιστήμη ταυτόχρονα, τοποθετούνται στην οριογραμμή του διαχωρισμού των επιστημών. Με αυτήν τη διαπίστωση εξετάζεται, μέσα από μια σειρά εύστοχων παραδειγμάτων, η εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στη φυσική αλλά και οι ιδιαίτερες συγγένειες και αποκλίσεις που διέπουν την τριγωνική σχέση μαθηματικών, φυσικής και φιλοσοφίας.
Διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τη συζήτηση, ο συγγραφέας αναφέρεται στις εφαρμογές των μαθηματικών σε νομικά ζητήματα αλλά και στα όριά τους, με δεδομένο ότι «σε πολλές δικαστικές αποφάσεις, ειδικά των αμερικανικών δικαστηρίων, διαπιστώνουμε ότι για τον σχηματισμό δικανικής απόδειξης επιχειρείται, όταν κρίνεται χρήσιμη, η προσφυγή στη χρήση της Στατιστικής, της Θεωρίας Πιθανοτήτων, της Θεωρίας Παιγνίων αλλά και άλλων κλάδων των εφαρμοσμένων μαθηματικών».
Αφού επισημαίνει, τέλος, τις άκαρπες προσπάθειες εφαρμογής της κβαντομηχανικής στις διεθνείς σχέσεις και στις κοινωνικές επιστήμες, ο συγγραφέας ολοκληρώνει το δοκίμιό του τονίζοντας την αξία των ανθρωπιστικών επιστημών για την ίδια τη δημοκρατία και, γενικότερα, τη μεγάλη σημασία της συμβολής της επιστημονικής έρευνας, ακόμα και εκείνης που δεν οδηγεί πάντα σε πρακτικές εφαρμογές, στην καινοτομία και στην προαγωγή του πολιτισμού μας.
Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι το περίφημο χάσμα μεταξύ των θεωρητικών και των φυσικών επιστημών, που τόσο εύγλωττα περιέγραψε ο Βρετανός φυσικός και συγγραφέας Charles Percy Snow (1905 – 1980) πριν από περίπου 60 χρόνια, παραμένει ενεργό και αναλλοίωτο; Πιθανώς όχι. Ειδικά αν παρατηρήσουμε τον διάλογο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, μεταξύ ποικίλων επιστημονικών πεδίων και, ειδικότερα, μεταξύ της επιστήμης, από τη μία μεριά, και της λογοτεχνίας και της τέχνης, από την άλλη.
Ο Snow, στο κλασικό δοκίμιό του «Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση», σχολίαζε, τότε, ότι αντιμετωπίζεται ως αδιανόητο ένας επιστήμονας να μη γνωρίζει, για παράδειγμα, τον Σαίξπηρ. Τη στιγμή που θεωρείται «φυσιολογικό» να μη γνωρίζουν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών έναν θεμελιώδη νόμο της φύσης, όπως π.χ., τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής: την εγγενή τάση, δηλαδή, όλων των κλειστών φυσικών συστημάτων να κινούνται προς καταστάσεις ολοένα και μεγαλύτερης αταξίας.
Ακόμη και αν συμφωνήσουμε ότι η παρατήρηση του Snow είχε διαφορετική βαρύτητα στην αναλογική, και περιορισμένων διεπιστημονικών αναζητήσεων, δεκαετία του 1950, το πρόβλημα που θέτει μπορεί σαφώς να αποτελέσει την αφετηρία μίας σύγχρονης συζήτησης, η οποία να διερευνά τους δεσμούς, τις παρεξηγήσεις, τις γκρίζες διαβαθμίσεις που εντοπίζονται, ακόμη και σήμερα, στη συνάντηση των θετικών επιστημών με τις θεωρητικές επιστήμες.
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες | Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Quantum, περιοδικού για τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά, αξιοποιεί τον προβληματισμό του C. P. Snow για να επανεξετάσει τη σύγκλιση θεωρητικών και θετικών επιστημών, αμφισβητώντας, εντέλει, την ύπαρξη αυστηρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ τους. Επιπλέον, στο δεύτερο μέρος του ολιγοσέλιδου, αλλά αρκετά πυκνού νοηματικά, δοκιμίου του διευρύνει, ανάμεσα σε άλλα ζητήματα, τη συζήτηση με ερωτήματα για τη φύση των μαθηματικών, τη σχέση τους με τη φυσική και τη φιλοσοφία και τη χρησιμότητά τους, για παράδειγμα, στη δικανική απόδειξη.
Δημιουργικότητα και επιμέρους κουλτούρες
Στην αρχική προσπάθεια που κάνει για να αντικρούσει τη θέση του Snow, ο συγγραφέας αναδεικνύει, μέσα από επισημάνσεις επιστημόνων και λογοτεχνών, την πεποίθηση που εντάσσει την ανθρώπινη δημιουργικότητα, το συναίσθημα, και όχι μόνο τη λογική, στις δυνάμεις που κινούν όλες τις πτυχές του πολιτισμού μας, άρα και την ανάπτυξη της επιστήμης. Συνεπώς, οι δύο σπουδαίες δραστηριότητες του ανθρώπου, η επιστήμη και η τέχνη, ενεργοποιούνται από κοινές πηγές, από ερεθίσματα που ανταποκρίνονται στην εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει σε βάθος τον εαυτό του και τη φύση.
Δεν είναι όμως μόνο η δημιουργικότητα που φέρνει κοντά τις δύο κουλτούρες, αλλά και διαφορετικού τύπου ομοιότητες που συνδέουν σχεδόν οργανικά την αισθητική με τις φυσικές θεωρίες. «Ας θυμηθούμε ότι ο Paul A. M. Dirac επιδίωκε την “κομψότητα” στις μαθηματικές διατυπώσεις. Η περίφημη “εξίσωση Dirac” στο πλαίσιο της σχετικιστικής κβαντικής μηχανικής δε θα μπορούσε, λόγω της “μαθηματικής κομψότητάς” της, να είναι εσφαλμένη. Αυτό πίστευε ο Dirac και, πράγματι, η εξίσωση δεν είναι εσφαλμένη», σημειώνει ο συγγραφέας. Και εντοπίζει ακόμη την αισθητική εκκίνηση στις μη περιοδικές πλακοστρώσεις που εμπνεύστηκε ο Άγγλος μαθηματικός Roger Penrose (Νομπέλ Φυσικής 2020) από τη ζωγραφική του αγαπημένου του χαράκτη M. C. Escher.
Ο συγγραφέας απομακρύνεται, στη συνέχεια, από το κέντρο του προβληματισμού που έθεσε ο Snow για να επισημάνει ότι το στοιχείο του διαχωρισμού δεν περιορίζεται στις δύο ευρύτερες κουλτούρες, αφού σε καθεμιά από αυτές είναι δυνατόν να συνυπάρχουν ρήγματα, διαφοροποιήσεις και επιμέρους κουλτούρες. Η «ασυμμετρία» στο εσωτερικό των μαθηματικών, ανάμεσα στους μαθηματικούς που θεωρούν ότι βασικό έργο τους είναι η επίλυση προβλημάτων και σε εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με τη δημιουργία και την κατανόηση μαθηματικών θεωριών, είναι ένα παράδειγμα εσωτερικού διαχωρισμού μίας κουλτούρας που επηρεάζει και τον τρόπο εξέλιξης της επιστήμης, σύμφωνα με όσα τουλάχιστον υποστηρίζει ο διακεκριμένος μαθηματικός Timothy Gowers (Fields Medal 1998).
Το γοητευτικό παιχνίδι όμως της σύγκλισης και του διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο κουλτούρες και στις υποδιαιρέσεις τους ανακόπτεται στο τέλος του πρώτου μέρους του δοκιμίου. Είναι η στιγμή που ο συγγραφέας επαναφέρει στη συζήτηση το κρίσιμο θέμα του αυτοελέγχου και της σχετικής αυτονομίας του επιστημονικού φαινομένου: τις «εσωτερικές διεργασίες κριτικού ελέγχου, π.χ., των θεωριών των φυσικών επιστημών, με ύστατο και απόλυτο κριτή το πείραμα και την παρατήρηση» που απομακρύνουν, τελικά, από την επιστήμη κάθε ίχνος πολιτισμικής επιρροής που έχει δεχτεί στο παρελθόν. Πρόκειται για μια σημαντική διαφορά, όπως επισημαίνει και στον πρόλογο του βιβλίου ο φυσικός Στέφανος Τραχανάς, «που προσδίδει στις φυσικές επιστήμες και μια βαθιά ηθική αξία· τις καθιστά τη μόνη συλλογική ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου τα γεγονότα είναι πάνω από τις γνώμες και τις πεποιθήσεις μας, θρησκευτικές, ιδεολογικές, αξιακές ή οτιδήποτε άλλο».
Στο δεύτερο μέρος του δοκιμίου, η συζήτηση διευρύνεται με την απόπειρα ανίχνευσης παραλληλιών αλλά και τομών ανάμεσα στις θεωρητικές και στις θετικές επιστήμες. Αν και το κριτήριο της διάκρισής τους δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστεί, καθώς τα μαθηματικά, για παράδειγμα, θεωρητική και πρακτική επιστήμη ταυτόχρονα, τοποθετούνται στην οριογραμμή του διαχωρισμού των επιστημών. Με αυτήν τη διαπίστωση εξετάζεται, μέσα από μια σειρά εύστοχων παραδειγμάτων, η εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στη φυσική αλλά και οι ιδιαίτερες συγγένειες και αποκλίσεις που διέπουν την τριγωνική σχέση μαθηματικών, φυσικής και φιλοσοφίας.
Διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τη συζήτηση, ο συγγραφέας αναφέρεται στις εφαρμογές των μαθηματικών σε νομικά ζητήματα αλλά και στα όριά τους, με δεδομένο ότι «σε πολλές δικαστικές αποφάσεις, ειδικά των αμερικανικών δικαστηρίων, διαπιστώνουμε ότι για τον σχηματισμό δικανικής απόδειξης επιχειρείται, όταν κρίνεται χρήσιμη, η προσφυγή στη χρήση της Στατιστικής, της Θεωρίας Πιθανοτήτων, της Θεωρίας Παιγνίων αλλά και άλλων κλάδων των εφαρμοσμένων μαθηματικών».
Αφού επισημαίνει, τέλος, τις άκαρπες προσπάθειες εφαρμογής της κβαντομηχανικής στις διεθνείς σχέσεις και στις κοινωνικές επιστήμες, ο συγγραφέας ολοκληρώνει το δοκίμιό του τονίζοντας την αξία των ανθρωπιστικών επιστημών για την ίδια τη δημοκρατία και, γενικότερα, τη μεγάλη σημασία της συμβολής της επιστημονικής έρευνας, ακόμα και εκείνης που δεν οδηγεί πάντα σε πρακτικές εφαρμογές, στην καινοτομία και στην προαγωγή του πολιτισμού μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου