Γ. Ευσταθίου Ο πρώτος Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοσμολογίας στο Cambridge
από https://www.ellines.com/
Σε συνέντευξή του για το τι τον συναρπάζει στην επιστήμη, απάντησε «Το γεγονός ότι μπορείς να βγάλεις τόσο εκτεταμένα συμπεράσματα από απλές παρατηρήσεις -είναι μια από τις σπουδαίες πτυχές της επιστήμης. Υπάρχει βάθος πίσω από τις πιο απλές ερωτήσεις. Το να είσαι σε θέση να κάνεις ερωτήσεις που απαιτούν πραγματικά βαθιά γνώση στον τρόπο με τον οποίο το σύμπαν λειτουργεί για να πάρεις λύσεις είναι απλά συναρπαστικό. Είναι ακόμα συναρπαστικό για μένα».
Έχει λάβει το Maxwell Medal and Prize του Institute of Physics και το Vainu Bappu Prize της Αστρονομικής Εταιρείας της Ινδίας, το 1990, ενώ διορίστηκε Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας (FRS) το 1994, το ίδιο έτος με το οποίο του απονεμήθηκε το Ακαδημαϊκό και Πολιτιστικό Βραβείο για την Αστροφυσική στο Ίδρυμα Bodossaki.
Ακόμα, του έχουν απονεμηθεί τα βραβεία Ρόμπινσον στην Κοσμολογία (Πανεπιστήμιο Newcastle, 1997) και Heineman Prize for Astronomy του Αμερικανικού Ινστιτούτου Φυσικής, το 2005, (το οποίο μοιράστηκε με τον επί χρόνια συνεργάτη του Simon White). Έλαβε το βραβείο Gruber Cosmology, το 2011, από κοινού με τους Marc Davis, Carlos Frenk και Simon White και το μετάλλιο Hughes της Βασιλικής Εταιρείας το 2015.
Ο Γιώργος Ευσταθίου είναι αστροφυσικός, καθηγητής Αστροφυσικής και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας (Βρετανική Ακαδημία Επιστημών), ενώ υπήρξε και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοσμολογίας του Πανεπιστημίου Cambridge και καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Ασχολείται ευρέως με τη θεωρητική και παρατηρησιακή κοσμολογία και έχει συμβάλει σε μελέτες μεγάλης κλίμακας με θέμα το Σύμπαν, τον σχηματισμό των γαλαξιών, τη σκοτεινή ενέργεια και την κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου, ενώ ήταν μέλος της Επιστημονικής Ομάδας για τον Δορυφόρο Planck του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος, ο οποίος εκτοξεύθηκε το Μάιο του 2009.
Έχει ασχοληθεί όλη του τη ζωή με την επιστήμη, αναζητώντας απαντήσεις σε μερικά από τα μεγαλύτερα και πιο θεμελιώδη ερωτήματα στη φύση, όπως το πώς ξεκίνησε το σύμπαν, από πού προέρχονται τα αστέρια και οι γαλαξίες, τι μπορεί να μάθει ο άνθρωπος από το παλαιότερο φως του Κόσμου.
Ο Γιώργος Ευσταθίου γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1955 στο Λονδίνο και μεγάλωσε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους γονείς του, Πέτρο και Χριστίνα Ευσταθίου, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αγγλία από την Κύπρο στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε μια εποχή που χρειάζονταν άνθρωποι στη χώρα για να βοηθήσουν στην ανασυγκρότησή της, γεγονός που σήμαινε πως υπήρχαν ευκαιρίες για δουλειά εκεί που δεν υπήρχαν τότε στην Κύπρο. Είναι το μεγαλύτερο από τα τρία αδέλφια, ενώ μεγάλωσε ακούγοντας ελληνικά και πλέον τα γνωρίζει σε επίπεδο νοικοκυριού, όπως έχει πει ο ίδιος.
Εκείνος που τον έκανε να αγαπήσει την επιστήμη ήταν ο πατέρας του, ο οποίος είχε αγοράσει μια επιστημονική εγκυκλοπαίδεια, η οποία ήταν και η μόνη συλλογή βιβλίων στο σπίτι. Ο μικρός Γιώργος ξεκίνησε από νωρίς να τα διαβάζει και να ασχολείται με τα μεγάλα ερωτήματα, όπως το πώς σχηματίζονται οι πλανήτες και τα αστέρια ή τι γνωρίζουμε για το σύμπαν.
Πήρε το πρώτο του τηλεσκόπιο όταν ήταν 11 ετών, ένα διαθλαστικό 4 ½ ιντσών, και έκανε δοκιμές χρόνου στους δορυφόρους του Δία, παρακολουθώντας τις τροχιές τους γύρω από τον πλανήτη, ενώ παράλληλα παρατηρούσε τις φάσεις του φεγγαριού και έκανε σχέδια της επιφάνειάς του.
Ο Patrick Moore, ο αστρονόμος και οικοδεσπότης του «The Sky at Night» αποτέλεσε μία μεγάλη επιρροή για αυτόν, όπως και για πολλούς ανθρώπους που μεγάλωσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θυμάται χαρακτηριστικά μία φορά όταν ήταν εννέα ή δέκα χρονών, τον Moore να λέει στην τηλεόραση «Λοιπόν, σήμερα θα σας πω γιατί έχει σκοτάδι τη νύχτα» κάνοντάς τον να σκεφτεί «Ελα τώρα. Αυτό είναι πολύ εύκολο. Είναι προφανές γιατί ο ουρανός είναι σκοτεινός το βράδυ». Σύντομα πληροφορήθηκε ότι η ερώτηση δεν ήταν τόσο εύκολη να απαντηθεί και ότι οι βαθιές ιδέες συχνά αποκαλύπτονται μέσα από τις απλούστερες ερωτήσεις. Ακούγοντας την εξήγησή για το παράδοξο του Olbers, σοκαρίστηκε πραγματικά και η νεανική του αλαζονεία κατεδαφίστηκε, όπως παραδέχτηκε.
Τεράστια επιρροή για αυτόν ήταν και το αμερικανικό διαστημικό πρόγραμμα, το Apollo 8 και η περιστροφή του γύρω από του φεγγάρι, όπως και το πρώτο βήμα του ανθρώπου στον φυσικό δορυφόρο της Γης. Όλα σε αυτό το επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα έγιναν έτσι ώστε ως παιδί σκεφτόταν πως πάντα υπήρχε κάτι καινούργιο να μάθει και τον ενθουσίαζε.
Πήγε στην Οξφόρδη για προπτυχιακές σπουδές στο Keble College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και ενώ ήταν εκεί, τον ενδιέφερε πραγματικά η φυσική των σωματιδίων. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου του έτους όμως, δεν ήταν σίγουρος για το αν θα επέλεγε αυτήν ή την κοσμολογία. Επισκέφθηκε έναν κορυφαίο θεωρητικό σωματιδιακό φυσικό εκείνης της εποχής, τον Richard Dalitz, που είχαν στο πανεπιστήμιο, ο οποίος του είπε πως η πρόοδος στη σωματιδιακή φυσική εκείνη την εποχή είχε επιβραδυνθεί και η κοσμολογία ήταν ευρέως ανοιχτή. Τον προέτρεψε να ακολουθήσει τη δεύτερη και αυτή ήταν η πιο σημαντική συμβουλή που είχε τότε.
Έλαβε πτυχίο Φυσικής από το Keble College, το 1976, και το διδακτορικό του (PhD) στην Αστρονομία από το Durham University, το 1979. Την ίδια χρονιά, έγινε ερευνητικός βοηθός στο Τμήμα Αστρονομίας του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας(1979-1980) και στη συνέχεια μετακόμισε στο Ινστιτούτο Αστρονομίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ με υποτροφίες στην King’s College του Cambridge, από το 1980 έως το 1988.
Ο Γιώργος Ευσταθίου διορίστηκε Savilian Professor of Astronomy του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1988 -θέση που συνόδευε με υποτροφία στο New College της Οξφόρδης- και έγινε Επικεφαλής Αστροφυσικής, μεταξύ 1988 και 1994. Επέστρεψε στο Cambridge, το 1997, ως καθηγητής αστροφυσικής και Μέλος του King’s College.
Διατέλεσε Διευθυντής του Ινστιτούτου Αστρονομίας, μεταξύ 2004 και 2008, ενώ στη συνέχεια διορίστηκε ως ο πρώτος Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοσμολογίας στο Cambridge (Kavli Institute for Cosmology), από το 2008 ως το 2013.
Πηγή: www.kicc.cam.ac.uk
Το 2011, κέρδισε το βραβείο Gruber για τις προσομοιώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών που ανέπτυξε στη δεκαετία του 1980, οι οποίες βοήθησαν στη διεξαγωγή της ιδέας ότι η ψυχρή σκοτεινή ύλη οδηγεί στην απάντηση για το πώς εξελίσσονται οι γαλαξίες και οι συστάδες των γαλαξιών. Στην ερώτηση για το πώς οδηγήθηκε στο να επικεντρωθεί στο συγκεκριμένο θέμα, απάντησε πως στη δεκαετία του ’80, κορυφαίοι κοσμολόγοι, όπως ο James Peebles, είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη προσομοιώσεων ηλεκτρονικών υπολογιστών που θα μπορούσαν να εξηγήσουν πώς οι γαλαξίες συσσωρεύονται πάνω από τον κοσμικό χρόνο.
«Αυτό απαιτούσε την ανάπτυξη προγραμμάτων που αντιπροσώπευαν τους νόμους βαρύτητας του Νεύτωνα, οι οποίοι περιγράφουν το πώς αλληλεπιδρούν τα απλά αντικείμενα μεταξύ τους. Οι άνθρωποι έκαναν αριθμητικές προσομοιώσεις χρησιμοποιώντας μόνο περίπου 1.000 σωματίδια επειδή οι υπολογιστές ήταν αργοί. Ωστόσο, είχα ακούσει για μια ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Reading στο Ηνωμένο Βασίλειο, που εξέλισσε κώδικες υπολογιστών για να κάνει προβλήματα σχετικά με τη φυσική στερεάς κατάστασης. Για παράδειγμα, η εύρεση των σημείων τήξης των κρυστάλλων και η χρήση διαφόρων υποθέσεων για το τι είναι εμπλεκόμενο».
Αυτό που συνειδητοποίησε ήταν ότι οι τεχνικές που αναπτύσσονταν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην κοσμολογία, μπορούσαν να γενικευθούν και να χρησιμοποιηθούν πολύ αποτελεσματικά για την προσομοίωση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ μεγάλου αριθμού σωματιδίων. Συνεπώς, ήρθε σε επαφή μαζί τους και πέρασε μερικούς μήνες στο Πανεπιστήμιο Reading, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε και έγραψε έναν κώδικα που επέτρεπε τις προσομοιώσεις με 20.000 και 30.000 σωματίδια, κάτι που για την εποχή εκείνη ήταν επαναστατικά καινοτόμο.
Ο Δρ Ευσταθίου αναγνωρίστηκε επίσης για τον ηγετικό του ρόλο στη δορυφορική αποστολή Planck, η οποία έχει μελετήσει το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο, την ακτινοβολία των λουλουδιών, που έμεινε από το Big Bang πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια, και το παλαιότερο φως στο σύμπαν. Αυτή η ακτινοβολία υποβάθρου γεμίζει κάθε μέρος του ουρανού και οι μεταβολές θερμοκρασίας από το ένα μέρος στο άλλο αντιπροσωπεύουν παραλλαγές στην πυκνότητα της ύλης που υπήρχε στο πολύ πρώιμο σύμπαν. Και είναι αυτές οι διαφορές στην πυκνότητα από τις οποίες αναπτύχθηκε όλη η δομή στο σύμπαν -συμπεριλαμβανομένων του αερίου, των αστεριών, των γαλαξιών, των συστάδων γαλαξιών και της σκοτεινής ύλης που τα συγκρατεί όλα μαζί.
Μελετώντας αυτές τις λεπτομέρειες, το Planck άνοιξε ένα παράθυρο για το πώς ήταν το σύμπαν λίγο μετά τη Μεγάλη Έκρηξη και τώρα έχουμε την πιο δυνατή εικόνα του κόσμου όταν ήταν μόλις 380.000 χρόνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανθρωπότητα μέσα από αυτήν την αποστολή αποκάλυψε μια θεμελιώδη αλήθεια για το σύμπαν, αλλά και ότι το βασικό μας μοντέλο κοσμολογίας είναι σωστό, καθώς αυτό που πραγματικά βλέπουμε στηρίζει τις θεωρίες τόσο για τον πληθωρισμό όσο και για την ύπαρξη και την έκταση της σκοτεινής ύλης.
«Το Πλανκ ήταν το μεγαλύτερο και χρονικά μακρύτερο από τα μεγάλα έργα στα οποία έχω εργαστεί» είπε ο καινοτόμος επιστήμονας. «Συμμετείχα στην αποστολή από το 1992 -περισσότερο από 21 χρόνια. Έτσι στο μέλλον, μπορώ να χρησιμοποιήσω την εμπειρία μου από εκεί και άλλα έργα στα οποία εργάστηκα για να εξετάσω πιο κριτικά άλλα είδη δεδομένων».
Σε συνέντευξή του για το τι τον συναρπάζει στην επιστήμη, απάντησε «Το γεγονός ότι μπορείς να βγάλεις τόσο εκτεταμένα συμπεράσματα από απλές παρατηρήσεις -είναι μια από τις σπουδαίες πτυχές της επιστήμης. Υπάρχει βάθος πίσω από τις πιο απλές ερωτήσεις. Το να είσαι σε θέση να κάνεις ερωτήσεις που απαιτούν πραγματικά βαθιά γνώση στον τρόπο με τον οποίο το σύμπαν λειτουργεί για να πάρεις λύσεις είναι απλά συναρπαστικό. Είναι ακόμα συναρπαστικό για μένα».
Έχει λάβει το Maxwell Medal and Prize του Institute of Physics και το Vainu Bappu Prize της Αστρονομικής Εταιρείας της Ινδίας, το 1990, ενώ διορίστηκε Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας (FRS) το 1994, το ίδιο έτος με το οποίο του απονεμήθηκε το Ακαδημαϊκό και Πολιτιστικό Βραβείο για την Αστροφυσική στο Ίδρυμα Bodossaki.
Ακόμα, του έχουν απονεμηθεί τα βραβεία Ρόμπινσον στην Κοσμολογία (Πανεπιστήμιο Newcastle, 1997) και Heineman Prize for Astronomy του Αμερικανικού Ινστιτούτου Φυσικής, το 2005, (το οποίο μοιράστηκε με τον επί χρόνια συνεργάτη του Simon White). Έλαβε το βραβείο Gruber Cosmology, το 2011, από κοινού με τους Marc Davis, Carlos Frenk και Simon White και το μετάλλιο Hughes της Βασιλικής Εταιρείας το 2015.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου