Κβαντομηχανική, ψυχανάλυση και παραψυχολογία: Η περίπτωση Γιόρνταν
Από το 7ο τεύχος του περιοδικού μας Βιβλιοδείκτες:
Ο φυσικός Πάσκουαλ Γιόρνταν εξακολουθεί να παραμένει ένα αίνιγμα του Τρίτου Ράιχ. Παιδί με ιδιαίτερη έφεση στα μαθηματικά, που εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, το οποίο αντιμετώπιζε πρόβλημα τραυλισμού, συγγραφέας μαζί με τον Χάιζενμπεργκ και τον Μπορν της «εργασίας των τριών» (Drei-männer Arbeit), που τυποποίησε την κβαντομηχανική του Χάιζενμπεργκ το 1925–1926, υπήρξε επίσης ενθουσιώδης οπαδός της φροϋδικής ψυχολογίας, μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) και της παραστρατιωτικής του πτέρυγας (SA), καθώς και αφοσιωμένος υποστηρικτής της άποψης ότι η φευγαλέα πνευματική πλευρά της ζωής εκδηλώνεται σε «κάτι τρίτο», τη δυϊστική φυσική του υλικού κόσμου. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Νόρτον Γουάιζ αναλύει τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του Γιόρνταν.
Όπως ο Γιόρνταν θεωρούσε τη θεωρία στατιστικού μετασχηματισμού ως την κατ’ εξοχήν εποπτική έκφραση της αρχής της συμπληρωματικότητας στη φυσική, έτσι θεωρούσε και τις ψυχολογικές εκδηλώσεις της συμπληρωματικότητας ως τη βαθύτερη έκφραση όσον αφορά στις διεργασίες της ζωής. Σχολίασε δε ότι η ψυχολογία είναι η πιο περιεκτική από όλες τις επιστήμες. Και στη θεωρία του Φρόυντ για το ασυνείδητο, εκφρασμένη ως μια θεωρία συμπληρωματικότητας, διείδε τις αρχέγονες ιδέες που θα οδηγούσαν τελικά σε μια ακόμη πιο γενική θεωρία από εκείνη που είχε παραγάγει η φυσική.
Σύμφωνα με τον Γιόρνταν, το συνειδητό και το ασυνείδητο αντιστοιχούσαν με τις παρατηρήσιμες και τις μη παρατηρήσιμες καταστάσεις στην κβαντομηχανική. Η διαδικασία ώστε το ασυνείδητο να καταστεί συνειδητό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μια ρηξικέλευθη παρέμβαση, η οποία αναγκάζει το ασυνείδητο να πάρει μία από τις συνειδητές μορφές έκφρασης που είναι δυνατές γι’ αυτό. Έτσι, υπάρχει ένα είδος συμπληρωματικότητας, λόγου χάριν, μεταξύ συνειδητής σκέψης και ύπνου. Όπως και στην περίπτωση της βιολογικής συμπληρωματικότητας, αυτή η «ψυχολογική συμπληρωματικότητα» είχε υποστηριχθεί από τον Μπορ (και τον Χέφντινγκ και τον Τζέιμς) πριν να την υιοθετήσει ο Γιόρνταν. Και πάλι όμως, εκεί που Μπορ μίλησε για αναλογία στις περιγραφές των φυσικών και των ψυχικών καταστάσεων, ο Γιόρνταν προσπάθησε σχεδόν να τις ταυτίσει, θεωρώντας ότι οι «πρωτόγονες» εμπειρίες της αυτοπαρατήρησης εδράζονται στην απροσδιόριστη συμπεριφορά των ατόμων, τα οποία ενώνονται για να σχηματίσουν οργανικές δομές. Αναφερόταν συχνά
στα εγκεφαλικά κύτταρα και το κεντρικό νευρικό σύστημα ως παράδειγμα για τη «θεωρία ενίσχυσης». Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν διέθετε ούτε τα ελάχιστα στοιχεία μιας συντεταγμένης φυσικής θεωρίας, η ψυχολογία του εξακολουθούσε να στηρίζεται σε μια αναλογία.
Η διαδικασία ώστε το ασυνείδητο να καταστεί συνειδητό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μια ρηξικέλευθη παρέμβαση, η οποία αναγκάζει το ασυνείδητο να πάρει μία από τις συνειδητές μορφές έκφρασης που είναι δυνατές γι’ αυτό. Έτσι, υπάρχει ένα είδος συμπληρωματικότητας, λόγου χάριν, μεταξύ συνειδητής σκέψης και ύπνου.
Χρησιμοποιώντας τις σχέσεις ανάμεσα στο «απροσδιόριστο», «μη παρατηρήσιμο» και «μη ορίσιμο» και στην αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, ο Γιόρνταν προσδιόρισε το ασυνείδητο ως μη αντικειμενοποιήσιμο σύμπλεγμα, ένα είδος εν δυνάμει συνείδησης, που εμπεριέχει την ολότητα της εμπειρίας μας. Από αυτή την ολότητα σχηματίζουμε τις συνειδητές εικόνες μας και παίρνουμε τις συνειδητές αποφάσεις μας, ενώ έχουμε πολύ ασαφή επίγνωση της ύπαρξής του. Μια πολύ βίαιη παρέμβαση της συνείδησης θα κατέστρεφε την απροσδιόριστη ολότητα μετατρέποντάς τη σε γραμμικό λόγο. Συνήθως, αυτό δεν είναι υγιές. Όμως, σε ό,τι αφορά τα παθογενή συμπλέγματα του ασυνείδητου, η αποτελεσματικότητα της ψυχαναλυτικής θεραπείας έγκειται στη δύναμη που έχει η συνειδητοποίηση να εξαλείψει το σύμπλεγμα. Φαίνεται ότι ο Φρόυντ είχε επινοήσει θεραπευτικές τεχνικές ορμώμενος από τη συμπληρωματικότητα, όπως δείχνουν παρατηρήσεις του τύπου: «υπάρχει επίσης μια σχέση αναπαράστασης ανάμεσα σ’ αυτό το ασυνείδητο και την πιθανότητα να υπάρχουν συμπτώματα».
Καθώς ο Γιόρνταν αναπτύσσει την ψυχαναλυτική προσέγγισή του (εν μέρει στην αλληλογραφία του με τον Πάουλι και τον Γιουνγκ στη Ζυρίχη) εντοπίζει την πιο άμεση έκφραση της ψυχολογικής συμπληρωματικότητας στη θεωρία του Φρόυντ για την απώθηση. Εδώ, μέρη του ασυνείδητού μας, που κανονικά θα έβρισκαν έκφραση στο συνειδητό, απωθούνται από άλλα μέρη της προσωπικότητάς μας, τα οποία αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικά ή αξίες ασύμβατες προς τις απωθούμενες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια σοκαριστική επιθυμία όπως είναι η οιδιπόδεια αγάπη ή το μίσος. Εδώ θεμελιώνει ο Γιόρνταν τη θεωρία της συμπληρωματικότητας για τις φυσικές καταστάσεις, την οποία εντέλει δημοσιεύει το 1947 με τον τίτλο Απώθηση και συμπληρωματικότητα. Η ιδέα αυτή βρήκε την πιο άμεση έκφρασή της στο φαινόμενο της διχασμένης προσωπικότητας, όπου δύο ή περισσότερες προσωπικότητες, εάν είναι ασύμβατες, δεν θα μπορούν ποτέ να εμφανιστούν μαζί. Εάν η μία είναι παρούσα ή αντικειμενοποιημένη, αποκτώντας έτσι μια συγκεκριμένη έκφραση, η άλλη καθίσταται απολύτως απροσδιόριστη. Οι δύο προσωπικότητες απωθούν η μία την άλλη με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν τα χαρακτηριστικά της κβαντικής συμπληρωματικότητας.
Η ύπαρξη μιας περιοχής του ασυνείδητου που δεν είναι δυνατόν να αντικειμενοποιηθεί, σε συνδυασμό με τη θεωρία της ενίσχυσης, καθιστούσαν εύλογη την υπόθεση ότι οι άνθρωποι ίσως επικοινωνούν πέρα από το χώρο και το χρόνο σαν να υπήρχε κάποιο δεύτερο κβαντισμένο πεδίο.
Ωστόσο, για τον Γιόρνταν ακόμη πιο σημαντική από την ίδια την ψυχανάλυση ήταν η ευρετική αξία της για την παραψυχολογία. Η ύπαρξη μιας περιοχής του ασυνείδητου που δεν είναι δυνατόν να αντικειμενοποιηθεί, σε συνδυασμό με τη θεωρία της ενίσχυσης, καθιστούσαν εύλογη την υπόθεση ότι οι άνθρωποι ίσως επικοινωνούν πέρα από το χώρο και το χρόνο σαν να υπήρχε κάποιο δεύτερο κβαντισμένο πεδίο. Με βάση αυτό, ο Γιόρνταν επιχείρησε να καταστήσει εποπτικές τις εκπομπές της τηλεπάθειας (που περιελάμβανε έναν ενεργό πομπό και έναν ενεργό δέκτη) και της διαίσθησης (χωρίς συνειδητά ενεργό πομπό). Τονίζοντας διαρκώς ότι πρόκειται για πραγματικά φαινόμενα, που επιβεβαιώνονται από αυστηρή εμπειρική έρευνα, χρησιμοποίησε και πάλι θετικιστική μεθοδολογία για να νομιμοποιήσει μορφές της εμπειρίας, που το μηχανιστικό δόγμα είχε αποκλείσει από την ερμηνεία του κόσμου.
Ιδιαίτερη σημασία για τον Γιόρνταν είχε το «γεγονός» ότι αυτές οι εκπομπές συμβαίνουν χωρίς ο πομπός ή ο δέκτης να έχουν επίγνωση του μηχανισμού μετάδοσης, είτε αυτή γίνεται με συνήθεις φυσικούς τρόπους, όπως το άγγιγμα και το ψιθύρισμα, είτε με κάποιους φαινομενικά «πέραν του φυσιολογικού» τρόπους σε αποστάσεις 800 χιλιομέτρων. Φυσιολογικό και πέραν του φυσιολογικού, φυσικό και ψυχικό, μετατρέπονται το ένα στο άλλο σε μια διαδικασία συνεχούς μετάβασης, χωρίς να επιδρούν στην εμπειρία των συμμετεχόντων, κάτι που δηλώνει ότι η ουσιώδης διεργασία λαμβάνει χώρα στο ασυνείδητο. Έτσι, ο Γιόρνταν θεωρούσε εύλογο να μιλάει για δύο ή περισσότερους ανθρώπους με κοινά βιώματα στο ασυνείδητο, είτε πρόκειται για καταστάσεις είτε για συναισθήματα. Στην πραγματικότητα, το ότι οι εμπειρίες τους είναι ισοδύναμες καθιστά αδύνατη την απόδοση σε ένα πρόσωπο των όσων εμπεριέχει ο «χώρος του ασυνείδητου». Οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν μια πραγματικότητα ή αντικειμενικότητα παρόμοια με εκείνη των πραγμάτων που έχουν βιώσει υποκειμενικά στο φυσικό κόσμο. Έτσι, θα μπορούσε δικαιολογημένα κάποιος να μιλήσει για τον «πραγματικό κόσμο του ασυνείδητου», έναν εξαιρετικά «κοινωνικό» κόσμο, στον οποίο δύο άνθρωποι παρατηρούν τα ίδια αντικείμενα. Αυτός ο κοινωνικός κόσμος του ασυνείδητου θα μπορούσε να διευρυνθεί όσο και η ομάδα των συμμετεχόντων που επικοινωνούν μεταξύ τους.
Και τώρα καθίσταται εμφανές γιατί Η εποπτική κβαντική θεωρία, το βιβλίο του Γιόρνταν, ολοκληρώνεται με αναφορές στην τηλεπάθεια και τη διαίσθηση, ένα βιβλίο του οποίου το πιο τεχνικό τμήμα είναι η μαθηματική θεωρία της δεύτερης κβάντωσης. Οι άνθρωποι στο πεδίο του ασυνείδητου θα αλληλεπιδρούν από απόσταση σαν τα φορτισμένα σωματίδια που ανταλλάσσουν φωτόνια στην κβαντική εκδοχή των δυνάμεων Κουλόμπ. Θα δούμε επίσης ότι μέσω του κόσμου του κβαντικού ασυνείδητου, ο Γιόρνταν εισέρχεται εκ νέου στον κόσμο του εθνικοσοσιαλισμού με ένα δυνητικά πανίσχυρο μοντέλο. Εδώ η ψυχολογική «υπόθεση» προκύπτει από την τηλεπάθεια, που βρίσκεται έξω από το συνειδητό έλεγχο των συμμετεχόντων. Εδώ «μπορεί να υπάρξει ενίσχυση και ένταση σε εκπληκτικό βαθμό». Και εδώ ο «Führer» θα μπορούσε να ασκήσει «καθοδηγητική» εξουσία στην εμπειρία των άλλων και, ως εκ τούτου, στη δομή του πραγματικού κόσμου του ασυνείδητου. Δεν είναι περίεργο ότι ο Γιόρνταν θεωρούσε τα φαινόμενα της μαζικής παραίσθησης και του συλλογικού ασυνείδητου ιδιαίτερα ενδιαφέροντα.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο των Θ. Αραμπατζή και Κ. Γαβρόγλου (επιμ.), Η κρίση στη φυσική και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η πολιτισμική ιστορία της Κβαντικής Θεωρίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου