Ηλικία εισόδου στο σχολείο: Tα ερευνητικά δεδομένα

Νωρίτερα αυτό το μήνα, η καμπάνια του “Πάρα Πολύ, Πολύ Νωρίς” έγινε πρωτοσέλιδο λόγω ενός γράμματος που ζητούσε αλλαγή της ηλικίας που τα παιδιά ξεκινούν την τυπική εκπαίδευση στα σχολεία. Εδώ, ένας από τους υπογράφοντες και ερευνητής του Cambridge, David Whitebread, από τηνπαιδαγωγική Σχολή του πανεπιστημίου, εξηγεί γιατί τα παιδιά ίσως χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αναπτυχθούν πριν ξεκινήσει πραγματικά η επίσημη εκπαίδευση τους.
Για το συμφέρον των ακαδημαϊκών επιδόσεων των παιδιών και της συναισθηματικής τους ευημερίας, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να πάρει στα σοβαρά αυτά τα ευρήματα. ~David Whitebread
Στην Αγγλία τα παιδιά ξεκινούν τώρα την επίσημα εκπαίδευση και την τυπική διδασκαλία ανάγνωσης και αριθμητικής από την ηλικία των τεσσάρων. Ένα πρόσφατο γράμμα, υπογεγγραμμένο από περίπου 130 ειδικούς της προσχολικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, και δημοσιευμένο στην Daily Telegraph (11 Σεπτεμβρίου 2013), υποστήριζε την επέκταση της ανεπίσημης, προσχολικής και βασισμένης στο παιχνίδι φροντίδας και την καθυστέρηση της έναρξης της επίσημης εκπαίδευσης στην Αγγλία από την τρέχουσα έναρξη στην ηλικία των εφτά (σε εναρμονισμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται επί του παρόντος σε υψηλότερα επίπεδα ακαδημαϊκής επιτυχίας και παιδικής ευημερίας).
Ακολουθεί μία σύντομη έκθεση των σχετικών ερευνητικών ευρημάτων, που στηρίζουν συντριπτικά την καθυστέρηση στην έναρξη της τυπικής εκπαίδευσης. Αυτά τα ευρήματα αφορούν στην συνεισφορά των εμπειριών του παιχνιδιού στην ανάπτυξη των παιδιών ως μαθητές και στις συνέπειες της έναρξης της επίσημης μάθησης από την ηλικία των τεσσάρων προς πέντε.
Υπάρχουν αρκετά συνεχή ευρήματα που όλα δείχνουν την σημαντικότητα του παιχνιδιού στην πρώιμη ανάπτυξη του παιδιού και τη σημασία μίας εκτεταμένης περιόδου παιγνιώδους μάθησης πριν την έναρξη της επίσημης εκπαίδευσης. Αυτό προκύπτει από ανθρωπολογικές, ψυχολογικές, νευρολογικές και παιδαγωγικές έρευνες. Ανθρωπολογικές έρευνες για το παιγνίδι των παιδιών σε σωζόμενες θηρευτικές και τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες και έρευνες της εξελικτικής ψυχολογίας για το παιχνίδι σε νεαρά άτομα άλλων θηλαστικών έχουν αναγνωρίσει το παιγνίδι ως μία προσαρμογή που αναπτύχθηκε στις πρώτες ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες. Κατέστησε τους ανθρώπους πολύ ικανούς να μαθαίνουν και να λύνουν προβλήματα. Οι έρευνες των νευροεπιστημόνων έχουν δείξει πως η παιγνιώδης δραστηριότητα οδηγεί σε αύξηση των συνάψεων, ιδιαιτέρως στον εμπροσθιαίο φλοιό, το μέρος του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για όλες τις μοναδικές υψηλές πνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου.
Στο δικό μου πεδίο της πειραματικής και αναπτυξιακής ψυχολογίας, οι έρευνες έχουν επίσης με σταθερότητα αποδείξει την ανώτερη μάθηση και παρώθηση που αναδύεται από τις παιγνιώδεις προσεγγίσεις μάθησης στο παιδί, σε αντίθεση με τις διδακτικές. Το παιγνίδι ρόλων υποβοηθάει την πρώιμη ανάπτυξη των συμβολικών αναπαραστατικών δεξιοτήτων του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου αυτών του εγγραμματισμού, πολύ περισσότερο από την άμεση διδασκαλία. Το φυσικό, το κατασκευαστικό και το κοινωνικό παιγνίδι βοηθάει το παιδί στην ανάπτυξη των διανοητικών και συναισθηματικών του δεξιοτήτων “αυτό-ρύθμισης”, δεξιότητες που έχει αποδειχθεί πως είναι κρίσιμες στην πρώιμη μάθηση και ανάπτυξη. Ίσως το πιο ανησυχητικό, ένας αριθμός ερευνών έχουν καταγράψει την έλλειψη ευκαιριών παιχνιδιού στα παιδιά κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και καταδείξει μία ξεκάθαρη σύνδεση με αυξημένους δείκτες στρες και προβλήματα πνευματικής υγείας.
Στην παιδαγωγική έρευνα μία σειρά από διαχρονικές μελέτες έδειξαν καλύτερα αποτελέσματα γύρω από την ακαδημαϊκή πορεία, τα κίνητρα και την ευημερία για τα παιδιά που ακολούθησαν παιδοκεντρικά, προσχολικά προγράμματα βασισμένα στο παιγνίδι. Μία συγκεκριμένη έρευνα 3.000 παιδιών στην Αγγλία, χρηματοδοτημένη από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, έδειξε πως μία εκτεταμένη περίοδος υψηλής ποιότητας, προσχολικής εκπαίδευσης βασισμένης στο παιγνίδι έδινε ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε παιδιά που προέρχονταν από μειονεκτικά οικογενειακά περιβάλλοντα.
Έρευνες έχουν συγκρίνει ομάδες παιδιών από την Νέα Ζηλανδία, που ξεκίνησαν τον επίσημο εγγραμματισμό στις ηλικίες των 5 και των 7 ετών. Τα αποτελέσματα τους δείχνουν πως η πρώιμη εισαγωγή των τυπικών μαθησιακών προσεγγίσεων στην γλώσσα δεν βελτιώνει την αναγνωστική ανάπτυξη των παιδιών και ίσως να είναι βλαπτική. Στην ηλικία των 11 δεν υπήρξε καμία διαφορά στην ικανότητα ανάγνωσης μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά τα παιδιά που ξεκίνησαν στα 5 ανέπτυξαν λιγότερο θετική στάση απέναντι στην ανάγνωση και έδειξαν φτωχότερη κατανόηση κειμένου από τα παιδιά που ξεκίνησαν αργότερα. Σε μία διαφορετική έρευνα για την κατάκτηση της ανάγνωσης σε 15χρονα σε 55 χώρες, οι ερευνητές έδειξαν πως δεν υπάρχει καμία σημαντική σύνδεση μεταξύ της κατάκτησης της ανάγνωσης και της ηλικίας εισόδου στο σχολείο.
Αυτό το σώμα αποδείξεων αναδεικνύει σημαντικά και σοβαρά ερωτήματα που αφορούν την παρούσα κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής γύρω από την προσχολική αγωγή στην Αγγλία. Για το συμφέρον της ακαδημαϊκής επιτυχίας και της συναισθηματικής ευημερίας των παιδιών η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλει να πάρει στα σοβαρά αυτά τα ευρήματα.

(www.cam.ac.uk/research/discussion/school-starting-age-the-evidence#sthash.D9r3Tncq.dpuf)

Μετάφραση - Πηγή: giaenadiaforetikosxoleio.wordpress.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις