Διονύσης Σιμόπουλος: Ουράνιοι Χάρτες
Το έργο του Andreas Cellarius «Harmonia macrocosmica» στο Αμστερνταμ το 1661. |
Πριν από μερικές ημέρες στο Ευγενίδειο Πλανητάριο εγκαταστάθηκε ένας ακόμη «ηλεκτρονικός τρισδιάστατος χάρτης» του ουρανού, ο οποίος περιλαμβάνει εκατομμύρια γαλαξίες που σχηματίζουν τεράστιους σχηματισμούς με τη μορφή «νημάτων και κόμβων» και με ενδιάμεσες κενές περιοχές σαν σαπουνόφουσκες.
Με τη βοήθεια ενός τέτοιου τρισδιάστατου χάρτη μπορεί κάποιος να ταξιδέψει ανάμεσα στα εκατομμύρια των γαλαξιών και σε μερικά μόνο λεπτά να φτάσει μέχρι τα απόμακρα όρια του Σύμπαντος, κάτι που στην πραγματικότητα θα απαιτούσε δισεκατομμύρια χρόνια για να γίνει. Οι ψηφιακοί αυτοί χάρτες δεν είναι παρά η σύγχρονη εξέλιξη των πρώτων χαρτών που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να καταγράψουν και να διαμορφώσουν τους αστερισμούς του ουρανού. Στη Βαβυλώνα σκαλίστηκαν πάνω σε βράχους. Στην Αίγυπτο ζωγραφίστηκαν πάνω σε παπύρους. Στην Αμερική σχεδιάστηκαν πάνω σε δέρματα βουβάλων και στην Ελλάδα τους δόθηκαν τα ονόματα, με τα οποία είναι γνωστοί ακόμη και σήμερα.
Ο πρώτος πραγματικός χάρτης του ουρανού, με την τοποθέτηση των άστρων κάθε αστερισμού στη σωστή τους θέση, δημοσιεύτηκε στη Βενετία το 1540 στο βιβλίο του Αλεσάντρο Πικολομίνι «De la stele fisse» (Για τους Απλανείς Αστέρες). Το βιβλίο αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα δημοφιλές, αφού στα επόμενα 30 χρόνια τυπώθηκε σε δέκα τουλάχιστον διαφορετικές εκδόσεις. Στη Βενετία, επίσης, 48 χρόνια αργότερα τυπώθηκε και ο Ατλας «Theatrum mundi» (Θέατρο του κόσμου) του Τζιοβάνι Πάολο Γκαλούτσι. Οι θέσεις των άστρων του χάρτη αυτού βασίστηκαν στον κατάλογο που περιλαμβάνονταν στο βιβλίο του Νικόλαου Κοπέρνικου (1473-1543) «De Revolutionibus». Μια εικοσαετία αργότερα ο Hugo Grotius (1583-1645) δημοσίευσε μια πανέμορφη έκδοση (Leiden 1600) των «Φαινομένων» του Αρατου (315-245 π.Χ.), στο οποίο περιγράφονταν οι αστερισμοί, με εικονογράφηση που δημιούργησε ο περίφημος χαράκτης Jacobus De Gweyn και το οποίο έμελλε να επηρεάσει όλες τις μετέπειτα εκδοχές της μορφής των αστερισμών.
Το 1603, ο Γιοχάνες Μπάγιερ (1572-1625) δημιούργησε την περίφημη «Ουρανομετρία» του, βασιζόμενος στον αστρικό κατάλογο των παρατηρήσεων του Τύχωνα Μπραχέ (1546-1601) και του βοηθού του Γιοχάνες Κέπλερ (1571-1630). Ο Ατλαντας αυτός, πέρα από την επιστημονική του χρησιμότητα, ήταν κι ένα πραγματικό έργο τέχνης. Το περίφημο αυτό έργο ήταν αναμφισβήτητα ο οδηγός πολλών μετέπειτα απεικονίσεων του έναστρου ουρανού και παραμένει ένα αξεπέραστο δείγμα επιστημονικής και καλλιτεχνικής αρτιότητας. Ενα από τα σημαντικά στοιχεία του έργου αυτού είναι ότι πρόκειται για έναν πραγματικό χάρτη του ουρανού που δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως βοήθημα των αστρονομικών παρατηρήσεων. Μια άλλη σπουδαία καινοτομία του ήταν και η εισαγωγή ενός νέου συστήματος ονοματολογίας των άστρων σύμφωνα με το οποίο τα λαμπρότερα άστρα κάθε αστερισμού πήραν την ονομασία των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου ανάλογα με τη σχετική τους λαμπρότητα, σύστημα που ακολουθείται έκτοτε διεθνώς.
Μερικές δεκαετίες αργότερα δημοσιεύτηκε και το περίφημο έργο του Andreas Cellarius «Harmonia macrocosmica» στο Αμστερνταμ το 1661. Οι δύο ουράνιοι χάρτες που περιλαμβάνονται στο έργο αυτό αποτυπώνουν τη μορφή των αστερισμών στο βόρειο και νότιο ημισφαίριο. Ο επόμενος, πάντως, πιο σημαντικός Ουράνιος Ατλας μετά την «Ουρανομετρία» του Μπάγιερ ήταν το «Firmamentum Sobiescianum» του Γιοχάνες Εβέλιους (1611-1687) που δημοσιεύτηκε το 1690, μετά τον θάνατό του, από τη γυναίκα του Ελισάβετ στο Γκντανσκ. Στους χάρτες αυτούς περιλαμβάνονταν 11 νέοι αστερισμοί, από τους οποίους οι επτά παραμένουν σε ισχύ ακόμη και σήμερα, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις έχουν ενσωματωθεί σε άλλους αστερισμούς.
Ενας από τους μεγαλύτερους άτλαντες ήταν και η περίφημη «Uranografia» (Ουρανογραφία) του Γιόχαν Μπούντε (1747-1826) που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1801. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος ουράνιος άτλαντας που έχει δημοσιευτεί ποτέ και περιλαμβάνει τις ακριβείς θέσεις 17.000 άστρων, 2.500 νεφελωμάτων και νεφελοειδών που είχε καταλογογραφήσει ο Γουίλιαμ Χέρσελ (1738-1822) και όλους τους αστερισμούς που είχαν προταθεί μέχρι τότε, ακόμη κι αυτούς που ποτέ δεν έγιναν επίσημα αποδεκτοί.
Μετά την «Ουρανογραφία» του Μπούντε δεν υπάρχουν κάποιες άλλες ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτες καλλιτεχνικά εκδοχές, ενώ με τον ερχομό του 20ού αιώνα οι διάφοροι χάρτες του ουρανού έπαψαν να έχουν την καλλιτεχνική εμφάνιση των παραπάνω χαρτών και δεν είναι παρά χρηστικοί χάρτες για την υποβοήθηση του παρατηρησιακού έργου των επαγγελματιών αλλά και των ερασιτεχνών αστρονόμων. Οι σύγχρονοι αυτοί χάρτες είναι φωτογραφικές πλέον απεικονίσεις του έναστρου ουρανού από τα μεγάλα τηλεσκόπια του Πάλομαρ, της Αυστραλίας και του Ευρωπαϊκού Νότιου Αστεροσκοπείου στη Χιλή. Αλλά κι αυτοί ακόμη οι σύγχρονοι αστρονομικοί χάρτες τείνουν σιγά-σιγά να εκλείψουν στην τυπωμένη τους μορφή, αφού σήμερα όλο και πιο πολύ βασιζόμαστε στην ψηφιακή τους μορφή που περιλαμβάνουν τις θέσεις, τις αποστάσεις, τις κινήσεις και τους χρωματισμούς εκατοντάδων εκατομμυρίων αστρονομικών αντικειμένων. Κι όμως, οι παλαιοί αστρικοί χάρτες της Αναγέννησης είχαν μια γοητεία που κανένας υπολογιστής, όσο επακριβής κι αν είναι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει.
* Ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.
Πηγή: Καθημερινή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου