O Ιsaac Asimov και “Η Τελευταία Ερώτηση”


Σαν σήμερα πριν από 97 χρόνια, στις 2 Ιανουαρίου 1920, γεννήθηκε ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ο Ιsaac Asimov που θεωρείται ένας από τους πιο “προφητικούς” συγγραφείς όλων των εποχών. Έχει γράψει συνολικά πάνω από 500 βιβλία, στα οποία περιλαμβάνονται εκατοντάδες διηγήματα, δοκίμια και άρθρα. Τα θέματά του ποικίλλουν από διάφορα εκλαϊκευμένα θέματα της επιστήμης, έως διηγήματα και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Έχει γράψει για κάθε σχεδόν θέμα που μπορεί να φανταστεί κανείς: από αστρονομία και φυσική μέχρι και τον Σέξπιρ και την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Όπως, όμως, παραδέχονταν κι ο ίδιος, είναι περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας.
Παρόλο που γεννήθηκε στην μικρή κωμόπολη Πετροβίτσι της Ρωσίας η οικογένειά του μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες δύο χρόνια αργότερα, το 1922, όπου ο νεαρός Άιζακ μεγάλωσε, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, απ’ όπου και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1948. Το 1949 εκλέγεται καθηγητής της Βιοχημείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, όπου συνέχισε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του να δίνει ορισμένες διαλέξεις κάθε χρόνο.
Το πρώτο του διήγημα επιστημονικής φαντασίας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Καταπληκτικές Ιστορίες” τον Απρίλιο του 1940. Είχε τίτλο “Η Απειλή από την Καλλιστώ”, και αριθμούσε συνολικά 6.500 λέξεις και για το οποίο έλαβε ένα μηδαμινό, ακόμα και τότε, χρηματικό ποσό. Αυτή ήταν η αρχή. Και ήταν μια καλή αρχή, γιατί στην περίοδο των πανεπιστημιακών του χρόνων και μέχρι τον διορισμό του ως καθηγητή Πανεπιστημίου συνέγραψε συνολικά 60 διηγήματα και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, που αριθμούσαν συνολικά από 100 έως και 50.000 λέξεις το καθένα.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του αυτής συγγραφικής περιόδου συνέγραψε την περίφημη τριλογία του: “Το Ίδρυμα”, “Το Ίδρυμα και η Αυτοκρατορία”, και “Το Δεύτερο Ίδρυμα” το οποίο ύστερα από δεκαετίες συμπλήρωσε με άλλες τέσσερις συνέχειες. Το μυθιστόρημα αυτό θεωρείται σήμερα πλέον σαν το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει ποτέ γραφεί στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Επίσης στην ίδια περίοδο συνέγραψε και ένα διήγημα 13.200 λέξεων που θεωρείται απ’ όλους τους ειδικούς, εκτός από τον ίδιο, ότι είναι το καλύτερο διήγημα επιστημονικής φαντασίας που έχει ποτέ γραφεί. Ο τίτλος του είναι “Ο Ερχομός της Νύχτας” (Nightfall) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “Καταπληκτική Επιστημονική Φαντασία” το Σεπτέμβριο του 1941. Ήταν το 32ο διήγημα που είχε γράψει.

Εν τούτοις, το διήγημα που θεωρεί ο ίδιος ως το καλύτερο της καριέρας του είναι “Η Tελευταία Eρώτηση”. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1956 και είναι το επιστέγασμα μιας σειράς είκοσι διηγημάτων με γενικό θέμα τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τη θέση τους στις κοινωνίες του μέλλοντος και την εξέλιξή τους. Το διήγημα αυτό κατέχει μια ενδιαφέρουσα θέση. Ξεφεύγει τελείως από την πεπατημένη οδό των ρομπότ της σειράς και των Φρανκεστάιν και ανεβάζει τον τύπο αυτό σε μια κλίμακα τέτοια, ώστε πολλοί αναγνώστες να γράφουν στον συγγραφέα ρωτώντας τον εάν το έγραψε ο ίδιος και πως μπορούν να το ξαναδιαβάσουν, γιατί είτε είχαν ξεχάσει τον τίτλο του, είτε δεν θυμόντουσαν που το είχαν διαβάσει για πρώτη φορά.
Φαίνεται ότι το περιεχόμενο του διηγήματος ελκύει τον αναγνώστη αλλά συγχρόνως τον φοβίζει. Υποσυνείδητα φαίνεται ότι οι αναγνώστες προσπαθούν να το ξεχάσουν αλλά δεν το επιτυγχάνουν τελείως. Θα ήταν ενδιαφέρον να αναφερθεί επίσης ότι το διήγημα αυτό έγινε και θέμα κηρύγματος σε μια εκκλησία του Μπέντφορντ της Μασσαχουσέτης, αλλά διασκευάστηκε επίσης και για παραστάσεις στα Πλανητάρια του Μίσιγκαν και του Ροτσέστερ της Νέας Υόρκης. Η “Τελευταία Ερώτηση” είναι αναμφίβολα ένα διαφορετικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας, γιατί πιάνει ένα θέμα από την αρχή του, και το συνεχίζει μέσα σε διαδοχικές φάσεις μέχρι το τέλος του, όπου ο αναγνώστης ανακαλύπτει ξαφνικά το απροσδόκητο.
Τι μπορεί να πει κανείς για την όλη πλοκή, και κυρίως για το απροσδόκητο όσο και εικονοκλαστικό τέλος του; Σ’ αυτά τα ζητήματα ο καθένας μπορεί να δώσει τις δικές του διευκρινίσεις και κριτικές. Εδώ θα αρκεστούμε μόνον σε μια μικρή και γενική ανάλυση του επιστημονικού σκέλους του διηγήματος, αφήνοντας το σκέλος της φαντασίας στη θεώρηση του κάθε αναγνώστη. Στην “Τελευταία Ερώτηση” ο επιστημονικός κρίκος που συνδέει τα διάφορα χρονικά πλάνα μεταξύ τους είναι το θέμα της Εντροπίας. Συνδεδεμένα επίσης μεταξύ τους είναι και τρία θέματα που μπορούμε για ευκολία να τα ονομάσουμε εξελικτικά μια και στα πλαίσια του διηγήματος εξετάζουν την πιθανή εξελικτική πορεία, α) των ηλεκτρονικών υπολογιστών, β) του ανθρώπου, και γ) των διαστημικών και κυρίως των διαστρικών ταξιδιών.

Εξετάζοντας τα εξελικτικά πρώτα θέματα μπορούμε να αποδεχτούμε εύκολα όλες τις «προβλέψεις» του συγγραφέα οι οποίες τοποθετούνται στο πρώτο πλάνο, του 2061. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να έχουν εξελιχθεί οι υπολογιστές σε μισό περίπου αιώνα από σήμερα, στο σημείο που να μπορούν να λύνουν προβλήματα όπως η δέσμευση και χρήση της ηλιακής ενέργειας καθώς και οι τροχιές των διαστημοπλοίων, κάτι που και σήμερα γίνεται με τη βοήθεια όμως ειδικών προγραμματιστών.
Στα υπόλοιπα όμως πλάνα η αποδοχή μας γίνεται όλο και πιο περιορισμένη, αφού πέφτουμε πλέον στο σκέλος της φαντασίας. Δεν αποκλείσουμε φυσικά το γεγονός ότι οι υπολογιστές θα γίνονται όλο και πιο τέλειοι, ότι θα μπορούν να κατασκευάζουν τελειότερους αντικαταστάτες, κι ότι ο όγκος τους συνεχώς θα μικραίνει, ενώ οι δυνατότητές τους θα μεγαλώνουν. Μην ξεχνάμε άλλωστε τη ραγδαία, τερατώδη μάλλον, εξέλιξη που είχαν τα τελευταία χρόνια οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, για εργασίες που μέχρι πρότινος ένας ερευνητής χρειαζόταν ώρες να εκτελέσει, ενώ σήμερα αρκούν κλάσματα του δευτερολέπτου. Επίσης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ο άνθρωπος θα εξελιχθεί στο μέλλον, γιατί ακόμα και τα σημερινά μας δεδομένα το παραδέχονται. Σε ποιο όμως από τα χρονικά πλάνα του διηγήματος γίνεται η μεταβίβαση από την επιστήμη στη φαντασία για τα δύο αυτά θέματα, της εξέλιξης δηλαδή των υπολογιστών και του ανθρώπου;
Όσον αφορά τώρα το θέμα των διαστημικών ή καλύτερα των διαστρικών ταξιδιών ο διαχωρισμός είναι πιο εύκολος. Ανέκαθεν οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας αργά ή γρήγορα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το θέμα των τεραστίων αποστάσεων μεταξύ των διαφόρων άστρων και γαλαξιών του σύμπαντος, καθώς και το αδιαπέραστο φράγμα που παρουσιάζεται με το ανώτατο όριο ταχύτητας στο Σύμπαν, την ταχύτητα του φωτός που είναι 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας γνωρίζουν ότι το φράγμα αυτό είναι αδιαπέραστο, οπότε αναγκαστικά είναι υποχρεωμένοι να περιορίσουν την ταχύτητα των διαστημοπλοίων τους στο 99,999% της ταχύτητας του φωτός. Μ’ αυτή όμως την ταχύτητα ένα ταξίδι στο κέντρο του Γαλαξία μας θα διαρκούσε πάνω από 30.000 χρόνια. Ένα ταξίδι στον άλλο μεγάλο γαλαξία της Τοπικής μας Ομάδας, στο γαλαξία της Ανδρομέδα, θα διαρκούσε δύο εκατομμύρια χρόνια κ.ο.κ.
Ο περιορισμός όμως αυτός δεν βολεύει καθόλου τους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, γιατί ακόμα κι αν δικαιολογούσαν τη δυνατότητα των πολύχρονων αυτών ταξιδιών μέσα στα χρονικά όρια της ζωής των διαστημικών ταξιδιωτών, χάρη στη συστολή του χρόνου που προβλέπει η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν , εντούτοις οι ήρωές τους είναι καταδικασμένοι να επιστρέψουν στη Γη μετά πάροδο χιλιάδων χρόνων. Γι’ αυτό όλοι σχεδόν οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, όπως και ο Άζιμωφ, στην “Τελευταία Ερώτηση”, κάνουν χρήση της έννοιας του “υπερδιαστήματος”. Το υπερδιάστημα είναι ένα είδος σήραγγας που κάπως-πως δημιουργείται από κάποια μηχανή του διαστημοπλοίου και μεταφέρει το διαστημόπλοιο σε ελάχιστο χρόνο από το ένα μέρος του Σύμπαντος στο άλλο σε ελάχιστο χρόνο που συνήθως οι “κοινοί θνητοί” αποκαλούμε “τα φτερά της φαντασίας” μας. Στην περίπτωση, όμως, αυτή ίσως κάποτε στο απώτερο μέλλον να βρούμε τρόπο να ξεπεράσουμε το εμπόδιο αυτό “πηδώντας” με κάποιο τρόπο μέσα από κάποιαν άλλη χωροχρονική “σήραγγα”.

Τέλος, στο πλέον βασικό επιστημονικό θέμα του διηγήματος, την Εντροπία, και την εξέλιξη του Σύμπαντος, η επιστημονική συνέπεια του συγγραφέα δεν παραπαίει ούτε για μια στιγμή στο σκέλος της φαντασίας. Κι εδώ, βρίσκεται η ανωτερότητα και η υπεροχή που έχουν κάνει τον Άζιμωφ έναν τόσο πετυχημένο συγγραφέα. Γιατί βήμα προς βήμα, μεθοδικά και χωρίς να το καταλάβει σχεδόν ο αναγνώστης, με το τέλος του διηγήματος έχει κατανοήσει ένα από τα βασικότερα θέματα της εξέλιξης του Σύμπαντος, και ένα από τα βασικότερα κεφάλαια της Φυσικής: τι σημαίνει Εντροπία και που οδηγείται το Σύμπαν από τον Δεύτερο Νόμο της Θερμοδυναμικής.
Μπορεί μάλιστα το διήγημα αυτό να θεωρηθεί και λίγο “προφητικό”. Το 1956 το πιο ενδεδειγμένο μοντέλο που είχαμε για την εξέλιξη του Σύμπαντος ήταν το λεγόμενο παλλόμενο σύμπαν. Θεωρείτο δηλαδή ότι παρόλο που σήμερα το Σύμπαν εμφανώς διαστέλλεται, δισεκατομμύρια χρόνια στο μέλλον η διαστολή αυτή θα αντιστραφεί και θα αρχίσει η συστολή του, η οποία θα επαναφέρει όλη την ύλη του Σύμπαντος και πάλι στο κέντρο, όπου μια τεράστια σύγκρουση θα επιφέρει μια νέα κοσμική έκρηξη και θα ξαναρχίσει η διαστολή, κι έτσι θα συμβαίνει επ’ άπειρον.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπήρχε η ελπίδα της αντιστροφής της Εντροπίας στην κοσμική έκρηξη του κέντρου. Πριν από μερικές δεκαετίες όμως επισταμένες μετρήσεις και μελέτες των αστροφυσικών απέδειξαν ότι δεν υφίστανται σήμερα ή στο μέλλον οι απαιτούμενες βαρυτικές δυνάμεις για να σταματήσουν κάποτε τη διαστολή του Σύμπαντος, αντίθετα μάλιστα η διαστολή αυτή, τα τελευταία 7 δισεκατομμύρια χρόνια, επιταχύνεται. Οπότε η διαστολή θα συνεχιστεί, αναγκαστικά η Εντροπία θα τείνει να φτάσει στο μέγιστο, η ύλη και η ενέργεια θα τελειώσουν και μαζί τους ο χώρος και ο χρόνος. Εκτός κι αν…

[Από το βιβλίο μου: “Βιογραφία του Σύμπαντος”, Αθήνα: Ερευνητές, 2008, σελ. 92-93 (ISBN 978-960-368-438-1)]

Πηγή; Διονύσιος Σιμόπουλος facebook

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις