Ηλιακές Εκλείψεις στην Ιστορία



του Διονύση Π. Σιμόπουλος επίτιμου διευθυντή του Ευγενιδείου Πλανηταρίου 

Οι εκλείψεις ήταν πάντα ένα συγκλονιστικό γεγονός για τους αρχαίους. Οι Κινέζοι προσπαθούσαν να τις εξορκίσουν με τυμπανοκρουσίες, οι Ινδοί κατέφευγαν στα νερά των ποταμών και οι Ιάπωνες σκέπαζαν τα πηγάδια τους για να μη δηλητηριαστούν τα νερά. Πίσω όμως από κάθε εκδήλωση κρυβόταν ο ίδιος φόβος του ανθρώπου μπροστά στην αναστάτωση των νόμων του Σύμπαντος. Γιατί η ζοφερή πιθανότητα να χαθεί μια μέρα ο Ήλιος γέμιζε τρόμο τους ανθρώπους από πολύ παλιά. Ο ύπουλος Άνοφις των Αιγυπτίων, ο φοβερός λύκος Φενρίρ των Σκανδιναβών, ο μνησίκακος δαίμονας Ραχού των Ινδών, όλοι προσπαθούσαν να καταπιούν το φωτεινό δίσκο του «πατέρα των πάντων» και να βυθίσουν τη Γη στο σκοτάδι και την καταστροφή.
Η αρχαιότερη περιγραφή μιας ολικής ηλιακής έκλειψης προέρχεται από την Κίνα και πηγαίνει πίσω στις 22 Οκτωβρίου 2137 π.Χ. αν και ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για μύθο. Η αναφορά αυτή αφορά τους αυλικούς Χσι και Χο που ήσαν αστρονόμοι του αυτοκράτορα της Κίνας και οι οποίοι αποκεφαλίστηκαν επειδή δεν κατόρθωσαν να προβλέψουν την έκλειψη εκείνη. Η επόμενη αναφορά καταγράφηκε και πάλι από Κινέζους και σχετίζεται με την έκλειψη της 3ης Μαΐου του 1375 π.Χ., ενώ μία ακόμη Κινέζικη αναφορά (που μάλλον πρόκειται για την έκλειψη της 5ης Ιουνίου 1302 π.Χ.) είναι καταγραμμένη πάνω σε οστά των οποίων η χρονολόγηση κυμαίνεται μεταξύ των ετών 1353 και 1281 π.Χ.
Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν επίσης ότι μία αναφορά στην “Οδύσσεια” (ύψιλον, 356-7) του Ομήρου («χάθηκε στα ουράνια ο ήλιος και γύρω απλώθηκε μαύρη αντάρα») ίσως να σχετίζεται με την ηλιακή έκλειψη της 16ης Απριλίου του 1178 π.Χ.
Στα Ασσυριακά Χρονικά αναφέρεται επίσης και η έκλειψη της 15ης Ιουνίου του 763 π.Χ. η οποία έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για τον ακριβή προσδιορισμό διαφόρων ιστορικών γεγονότων σε συνδυασμό με τους καταλόγους διαφόρων βασιλέων και των περιόδων βασιλείας τους. Η έκλειψη άλλωστε αυτή αναφέρεται επίσης και στην Παλαιά Διαθήκη (Άμως, 8:9) όπου σημειώνονται τα εξής «ο ήλιος θα βασιλέψει μέρα μεσημέρι, η γη θα σκοτεινιάσει ενώ θα είναι μέρα φωτεινή».
Από την πλευρά της επιστήμης η πιο σημαντική αναφορά βρίσκεται στο έργο του Ηροδότου που, όπως αναφέρει στην Ιστορία του, «την μεταβολή αυτή της ημέρας είχε προαναγγείλει εις τους Ίωνας ο Θαλής ο Μιλήσιος προσδιορίσας και το έτος κατά το οποίο ακριβώς έγινε η μεταβολή» (Κλειώ 74). Η έκλειψη έγινε πράγματι στις 28 Μαϊου του 585 π.Χ. και ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε «οι Λύδοι και οι Μήδαι όταν είδαν ότι αντί ημέρας έγινε νυξ και την μάχην κατέπαυσαν και έσπευσαν ακόμη περισσότερον αμφότεροι να συνάψουν ειρήνην μεταξύ των». Σε άλλο πάλι σημείο της Ιστορίας του ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην δακτυλιοειδή έκλειψη του Ξέρξη, της 2ας Οκτωβρίου 480 π.Χ. «…ο ήλιος ξαφνικά σκοτείνιασε στο μέσο τ’ ουρανού».
Η έκλειψη της 19ης Μαΐου 577 π.Χ. αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην «Ανάβαση»: "... καλύφτηκε ο ήλιος και κρύφτηκε μέχρις ότου οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη τους». Ενώ και ο Θουκυδίδης αναφέρει δύο εκλείψεις στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και οι δύο δακτυλιοειδείς, στις 3 Αυγούστου 431 π.Χ. και στις 21 Μαρτίου 424 π.Χ.
Δεν πρέπει, φυσικά, να ξεχάσουμε επίσης ότι ο πατέρας της Αστρονομίας, ο Ίππαρχος, με τη βοήθεια δύο μόνο παρατηρήσεων που έγιναν κατά την έκλειψη του 129 π.Χ. (από τον Ελλήσποντο όπου η έκλειψη ήταν ολική και από την Αλεξάνδρεια όπου ήταν μερική κατά 80%) κατόρθωσε να υπολογίσει την απόσταση της Σελήνης από τη Γη. Με τη βοήθεια της τριγωνομετρίας, που είχε ο ίδιος εφεύρει, υπολόγισε ότι η Σελήνη πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση 62 περίπου γήινων ακτίνων, όταν η σημερινή επακριβώς μετρημένη τιμή της απόστασης αυτής είναι 60,27 γήινες ακτίνες!
Πεντακόσια χρόνια αργότερα ο Θέων στην Αλεξάνδρεια κατέγραψε επακριβώς όχι μόνο την ημερομηνία αλλά και τον ακριβή χρόνο της αρχής, του μέσου και του τέλους της εκλείψεως του 365 μ.Χ.. και έκτοτε οι αναφορές γίνονται πιο ακριβείς αν και δεν αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες.
Και κάτι ακόμα ενδιαφέρον: το 1560 μ.Χ. στη Γαλλία η αναμονή της έκλειψης πανικόβαλε τους κατοίκους σε τέτοιο βαθμό ώστε τσακώνονταν για το ποιος θα εξομολογηθεί πρώτος. Για να ηρεμήσει, λοιπόν, τα πνεύματα ένας ιερέας ανακοίνωσε ότι «η έκλειψη αναβάλλεται για δύο εβδομάδες» έτσι ώστε όλοι οι πιστοί να προφτάσουν να εξομολογηθούν.
Το απόκοσμο και εκφοβιστικό σκοτάδι μιας ολικής ηλιακής έκλειψης επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο τον προαιώνιο πανικοφόρο φόβο που γεννούσαν ανέκαθεν τα μεγαλειώδη φαινόμενα της φύσης στις ψυχές των πρωτόγονων προγόνων μας, αποδεικνύοντας έτσι πόσο βαθιά χαραγμένα είναι τα ένστικτα αυτά στο μεδούλι της ανθρώπινης φύσης μας. Γι’ αυτό άλλωστε επί χιλιάδες χρόνια οι αρχαίοι αντιδρούσαν με τόσες και τόσες δεισιδαίμονες αντιλήψεις και φόβους χτυπώντας τα τύμπανά τους σε μια απεγνωσμένη και μάταιη προσπάθεια να αποτρέψουν τον «σκοτεινό δράκο» να καταπιεί τελείως το ζωοδότη φωτεινό δίσκο του Ήλιου. Λέγεται μάλιστα ότι, στη διάρκεια της έκλειψης του 840 μ. Χ., ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Α’ ο Ευσεβής ή Αγαθός, γιος του Καρλομάγνου, πέθανε από τον φόβο του! Οι τρεις γιοι του διεκδικώντας τον θρόνο ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο που έληξε τρία χρόνια αργότερα με τη Συνθήκη του Βερντέν και το χωρισμό της μεγάλης Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας στα τμήματα που αποτελούν σήμερα τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία!
Παρ’ όλο που το ηλιακό στέμμα είναι εμφανές στη διάρκεια της ολικής φάσης μιας έκλειψης, ο πρώτος που κατέγραψε την εμφάνισή του ήταν ο χρονικογράφος Λέων που περιέγραψε την ολική ηλιακή έκλειψη της 22ας Δεκεμβρίου του 968 μ. Χ. την οποία είχε παρατηρήσει από την Κωνσταντινούπολη, αν και άλλοι αναφέρουν την Κέρκυρα. Ορισμένοι άλλοι πάντως ερευνητές αναφέρουν ότι η πρωτιά αυτή ανήκει στον Πλούταρχο με την περιγραφή της έκλειψης του 71 μ.Χ. παρ’ όλο που νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η περιγραφή του Πλουτάρχου δεν είναι παρά μία τελείως φανταστική-λογοτεχνική περιγραφή και όχι αποτέλεσμα πραγματικής παρατήρησης.
Το στέμμα περιέγραψε επίσης και ο αστρονόμος Χριστόφορος Κλάβιος στην έκλειψη της 9ης Απριλίου του 1567 ο οποίος όμως δεν είχε κατανοήσει την πραγματική του φύση. Το ίδιο έγινε και με τον Γιοχάννες Κέπλερ ο οποίος θεώρησε ότι το στέμμα ήταν η ατμόσφαιρα της Σελήνης. Η εκτίμηση αυτή αποκλείστηκε, φυσικά, με την έκλειψη της 16ης Ιουνίου 1806 όταν οι μετρήσεις που έγιναν απέδειξαν ότι η σεληνιακή ατμόσφαιρα δεν θα μπορούσε να είναι 50 φορές μεγαλύτερη από τη γήινη. Η διαπίστωση πάντως ότι το στέμμα και οι προεξοχές ανήκαν στον Ήλιο έγινε μετά από προσεκτικές μελέτες στη διάρκεια των εκλείψεων του 1842 και της 28ης Ιουλίου 1851 όταν φωτογραφήθηκαν για πρώτη φορά το στέμμα και οι προεξοχές.
Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα οι μελέτες που έγιναν στη διάρκεια ολικών ηλιακών εκλείψεων προσέφεραν σπουδαίες ανακαλύψεις στη μελέτη του Ήλιου μας. Στη διάρκεια της έκλειψης του 1868, για παράδειγμα, ανακαλύφτηκε στην ηλιακή ατμόσφαιρα η ύπαρξη ενός άγνωστου μέχρι τότε χημικού στοιχείου που ως εκ τούτου ονομάστηκε ήλιο, ενώ μόλις το 1895 η ύπαρξη του στοιχείου αυτού επιβεβαιώθηκε και πάνω στον πλανήτη μας. Το σπουδαίο είναι ότι το ήλιο είναι το δεύτερο, μετά το υδρογόνο, πιο διαδεδομένο στοιχείο και αποτελεί το 24% περίπου των παρατηρούμενων χημικών στοιχείων του Σύμπαντος, ενώ το υδρογόνο αποτελεί το 75% των στοιχείων και όλα τα υπόλοιπα 90 χημικά στοιχεία μόλις και μετά βίας φτάνουν το 1%!
Οι παρατηρήσεις που έγιναν στη διάρκεια της έκλειψης του 1919 αποτέλεσαν επίσης και την θεαματική επιβεβαίωση της νεοπαρουσιασμένης τότε Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν. Τα πειράματα που έγιναν απέδειξαν περίτρανα για πρώτη φορά την πρόβλεψη της θεωρίας ότι η ύπαρξη μεγάλων μαζών δημιουργεί βαρυτικά «πηγάδια» τα οποία αναγκάζουν το φως των απόμακρων άστρων να «καμπυλωθεί» όταν περνάει δίπλα τους.
Σήμερα πια η επιστημονική μελέτη του Ήλιου και των χαρακτηριστικών του που παρατηρούνταν μόνο κατά την διάρκεια των ολικών εκλείψεων γίνεται πλέον καθημερινά από τα ειδικά ηλιακά αστεροσκοπεία και κυρίως με τη βοήθεια των διαστημικών τηλεσκοπίων και των πολύπλοκων οργάνων τους. Γι’ αυτό και το κυνήγι των ολικών εκλείψεων από τους ειδικούς επιστήμονες σε απρόσιτες περιοχές και τόπους έχει από καιρό πια ατονήσει.
Το θέαμα όμως που προσφέρει το υπέροχο αυτό φαινόμενο συνεχίζει να είναι όπως πάντα ιδιαίτερα ελκυστικό για όλους αφού στη φύση δεν έχει κανέναν ισάξιο αντίζηλο. Γι’ αυτό θα υπάρχουν πάντα χιλιάδες πιστοί που θα ταξιδεύουν σε αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, σε ξηρά ή σε θάλασσα, για να βρεθούν, έστω και για μερικές μόνο δεκάδες δευτερόλεπτα, για πρώτη ή και για πολλοστή φορά, στη σκιά της Σελήνης!

«Στη Γειτονιά της Γης», Αθήνα: Ερευνητές, 2001, 114 σ. του Διονύσιου Σιμόπουλου
Πηγή: Διονύσιος Σιμόπουλος facebook

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις