Περί υπαγωγής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας
ΘΕΜΑ: Περί υπαγωγής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας με σχέδιο νόμου που ανακοινώθηκε στα ΜΜΕ.
Η ιστορική ευθύνη που αναλαμβάνει η εκάστοτε Διοίκηση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Ε.Α.Α.), του πρώτου Ερευνητικού Κέντρου (Ε.Κ.) της χώρας, ορόσημου του εκσυγχρονισμού του νεότερου Ελληνικού Κράτους, είναι να παραδώσει στην επόμενη Διοίκηση και στην επόμενη γενιά Ελλήνων επιστημόνων ένα εύρωστο και πρωτοπόρο Ε.Κ., καλύτερο από αυτό που παρέλαβε και με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Η παρούσα διοίκηση εργάστηκε τα τελευταία 7 χρόνια με κόπο και επιμονή, μαζί με το ερευνητικό, επιστημονικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό του Φορέα, ώστε να αναπτύξει περαιτέρω την ερευνητική αριστεία (όπως διαπιστώνεται, ανάμεσα σε άλλα, και από την πρόσφατη αξιολόγηση του Παν/μιου Stanford των ΗΠΑ σύμφωνα με την οποία πέντε ερευνητές του ΕΑΑ συγκαταλέγονται στο 2% των πιο επιδραστικών επιστημόνων παγκοσμίως), να αναπτύξει και να σχεδιάσει μεγάλες ερευνητικές υποδομές (όπως πχ. PANGEA, NOA-AEGIS), να πρωτοστατήσει από Ευρωπαϊκής πλευράς σε διεθνή πειράματα (όπως πχ. αυτό της διαστημικής αποστολής Psyche της NASA), να συντονίσει Εμβληματικές Εθνικές πρωτοβουλίες (όπως πχ. το Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική αλλαγή -CLIMPACT) και να καταστήσει το Ε.Α.Α. σημείο αναφοράς στις επιστήμες που θεραπεύει σε Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο.
Υπό το βάρος αυτής της ιστορικής ευθύνης και σε συνέχεια των δηλώσεων του Πρωθυπουργού της Ελλάδος, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη συνέντευξή του στο πλαίσιο της 87ης ΔΕΘ αλλά και του σχεδίου νόμου που ανακοινώθηκε στα ΜΜΕ και σύμφωνα με το οποίο θα υπαχθεί το Ε.Α.Α., το αρχαιότερο Ερευνητικό Κέντρο - ορόσημο - του Εθνικού Ερευνητικού Ιστού, στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας (Υ.Κ.Κ.Π.Π.) παραθέτω τους βασικούς και ουσιώδεις λόγους για τους οποίους η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, θα είναι από εξαιρετικά επιζήμια έως και καταστροφική για το Ε.Α.Α. (ανάλογα με την έκταση της υπαγωγής). Είναι διαχρονικά γνωστό ότι όσο δύσκολο είναι να τεθεί σε πορεία ανάπτυξης, στην Ελληνική πραγματικότητα, ένας Δημόσιος Φορέας, πόσο μάλλον ένα Ερευνητικό Κέντρο, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να του ανακοπεί η δυναμική με αδόκιμες ενέργειες. Αναφέρω ότι δεν έχω επισήμως ενημερωθεί, ούτε μου ζητήθηκε να εισφέρω στη διαμόρφωση των σχετικών διατάξεων του σχεδίου νόμου ώστε επισήμως να μπορέσω να παρουσιάσω τις απόψεις του Ε.Α.Α. και ως εκ τούτου αναγκάζομαι να προβώ σε δημόσια ανακοίνωση ώστε να ληφθούν, το δυνατόν, υπόψιν τα κάτωθι ξεκάθαρα επιχειρήματα κατά της υπαγωγής του Ε.Α.Α. στο Υ.Κ.Κ.Π.Π. πριν την κατάθεση του τελικού σχεδίου νόμου.
Η Κύρια Αποστολή του Ε.Α.Α. δεν σχετίζεται με το Υ.Κ.Κ.Π.Π.:
Το Ε.Α.Α. είναι Ερευνητικός Φορέας του Δημοσίου Τομέα με κύρια αποστολή, όπως ορίζεται και στον Οργανισμό του (πδ. 82/2022), την εκπόνηση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας ‒αποτελεί δε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και ως εκ τούτου χαίρει της ιδιαίτερης συνταγματικής προστασίας του άρθρου 16 παρ. 1 Συντ. που κατοχυρώνει την ελευθερία της επιστήμης και της έρευνας˙ διέπεται δε από τον νόμο της έρευνας Ν.4310/2014 και από τους νόμους Ν.4957/2022 και Ν.5019/2023 όσον αφορά στην υλοποίηση χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων. Φυσικό επακόλουθο είναι η αναγκαιότητα ως Ερευνητικό Κέντρο να υπάγεται (όπως αυτό ισχύει και για όλα τα εθνικά ερευνητικά ιδρύματα) στην καθ'ύλην αρμόδια Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας (Γ.Γ.Ε.Κ.) του Υπουργείου Ανάπτυξης που κατέχει την απαραίτητη τεχνογνωσία σε θέματα διαχείρισης της έρευνας και καινοτομίας αλλά και λειτουργίας του ιδιαίτερου περιβάλλοντος των Ερευνητικών Κέντρων και του προσωπικού τους, που είναι τελείως διαφορετική από κάθε άλλη διαχείριση δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού και συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα, ώστε να είναι αποδοτική η καθημερινή λειτουργία και οι οργανωτικές διαδικασίες που απαιτούνται για την υλοποίηση της αποστολής των Ερευνητικών Κέντρων.
Η υλοποίηση της κύριας αποστολής του Ε.Α.Α. απαιτεί το ελεύθερο ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπως αυτό διασφαλίζεται εδώ και δεκαετίες στην ελληνική έννομη τάξη αλλά και όπως προκρίνει και απαιτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί Περιοχή Προτεραιότητας την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (ERA - European Research Area) με προστασία της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας, σύμφωνα και με τη διακήρυξη της Βόννης (European Research Area Policy Agenda – 2022/2024, έκδοση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, https://research-and-innovation.ec.europa.eu/.../ec_rtd...).
Επιπλέον, φετινή μελέτη του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου αναφέρει εμφατικά ότι η βασική Ευρωπαϊκή αξία της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι απαραίτητη για την αποστολή της ανώτατης παιδείας και της έρευνας (State of play of academic freedom in EU Member States, EPRS 2023, https://www.europarl.europa.eu/.../EPRS_STU(2023)740231...).
Οι συντριπτικά περισσότερες (~85%) επιστημονικές δραστηριότητες και θεματικές που θεραπεύει το Ε.Α.Α. δεν αφορούν στο Υ.Κ.Κ.Π.Π.:
Παρόλο που το Ε.Α.Α. έχει ερευνητικές δράσεις σχετικές με ανθρωπογενείς ή φυσικές καταστροφές, ορισμένες εκ των οποίων καταλήγουν στην ανάπτυξη καινοτόμων επιστημονικών εργαλείων ή και υπηρεσιών που αφορούν στο Υ.Κ.Κ.Π.Π., οι συντριπτικά περισσότερες ερευνητικές/επιστημονικές κατευθύνσεις του Ε.Α.Α., όπως για παράδειγμα Κοσμολογία, Αστροφυσική, Αστρονομία, Πλανητική Φυσική, Ηλιακή Φυσική, Μαγνητόσφαιρα, Ιονόσφαιρα, Τηλεπισκόπηση, Ατμοσφαιρική Φυσική και Χημεία, Γεωφυσική, Ενέργεια, κα, δεν αφορούν στο Υ.Κ.Κ.Π.Π.. Οι δραστηριότητες του Ε.Α.Α. που είναι συναφείς με τα αντικείμενα του Υ.Κ.Κ.Π.Π. δεν υπερβαίνουν το 15% των συνολικών δραστηριοτήτων του, ενώ το μόνιμο ερευνητικό και επιστημονικό προσωπικό που ασχολείται και με αυτές τις δραστηριότητες δεν υπερβαίνει το ~10-15% του συνολικού επιστημονικού προσωπικού του Φορέα.
Η απαραίτητη συνεργασία και συμπόρευση του Υ.Κ.Κ.Π.Π. και του Ε.Α.Α. δεν απαιτεί υπαγωγή:
Είναι εξαιρετικά κρίσιμο το ερώτημα ποιον ακριβώς στόχο θα εξυπηρετήσει η υπαγωγή του Ε.Α.Α. στο Υ.Κ.Κ.Π.Π. και με ποιον ακριβώς τρόπο θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Επειδή δεν έχουν απαντηθεί αυτά τα ερώτηματα από την πολιτική ηγεσία, τίθεται το επόμενο ερώτημα˙ γιατί επιλέχθηκε η υπαγωγή όταν υπάρχουν τόσοι άλλοι τρόποι συνεργασίας, που όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν δοκιμάστηκαν παρόλες τις επισταμένες προσπάθειες της παρούσας διοίκησης του Ε.Α.Α. Είναι γνωστό ότι η συνεργασία μεταξύ Ερευνητικών Κέντρων και Δημόσιων ή ιδιωτικών Φορέων, Υπουργείων, της Περιφερειακής ή Τοπικής αυτοδιοίκησης υλοποιείται πάγια και διαχρονικά, εδώ και δεκαετίες, μέσω Μνημονίων Συνεργασίας ή/και αναλυτικών Προγραμματικών Συμβάσεων (πχ., το Ε.Α.Α. ήδη συνεργάζεται μέσω προγραμματικών συμφωνιών με το Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης, με την Περιφέρεια Αττικής, κα.). Επιπλέον, υπάρχει το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για στενή συνεργασία που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σχετικά (πχ. άρθρο 41 του Ν.4662/2020 και άρθρο 25 του Κλιματικού Νόμου 4936/2022).
Αχαρτογράφητα τα αποτελέσματα της πρωτοφανούς θεσμικής αλλαγής για υπαγωγή ενός Ερευνητικού Κέντρου σε ένα άσχετο προς την Επιστημονική Έρευνα Υπουργείο:
Η παντελής έλλειψη από το Υ.Κ.Κ.Π.Π. της αναγκαίας τεχνογνωσίας αλλά και της αρμοδιότητας στην υποστήριξη της ερευνητικής διαδικασίας, στη θεσμική λειτουργία Ερευνητικών Κέντρων, που μόνο η Γ.Γ.Ε.Κ. κατέχει, σε συνδυασμό και με την γνωστή και βεβαιωμένη μέσω εμπειρίας αδυναμία προσαρμογής της Ελληνικής δημόσιας διοίκησης σε σημαντικές και απότομες αλλαγές, θα προκαλέσει πολύ μεγάλη θεσμική αναστάτωση και δυσλειτουργίες στο Ε.Α.Α. που βρίσκεται σε μια φάση «εκθετικής» ανάπτυξης, με πρωτόγνωρες διεθνείς επιστημονικές συνεργασίες (πχ., με ΝΑSΑ, ESA, κλπ), συμμετοχές σε παγκόσμια μοναδικά πειράματα, με Πανευρωπαϊκές πρωτιές και με διεθνή βραβεία. Η θεσμική και λειτουργική αναστάτωση αλλά και η αδυναμία να υποστηριχτεί η επιστημονική και ερευνητική δραστηριότητα του Ε.Α.Α. από το εποπτεύον νέο Υπουργείο, λόγω παντελούς έλλειψης σχετικής εμπειρίας, θα θέσει σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, τις ήδη ειλημμένες δεσμεύσεις του Ε.Α.Α. προς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και διεθνείς οργανισμούς όπως η NASA και η ESA.
Πρωτοφανής η απόσπαση ενός Ερευνητικού Κέντρου από τη Γ.Γ.Ε.Κ.:
Δεν έχει ποτέ αποσπαστεί από τον Ερευνητικό Ιστό της χώρας και την εποπτεία της ΓΓΕΚ ένα Ε.Κ. (του άρθρου 13Α/ Ν.4310/2014) πόσο δε μάλλον το ιστορικά 1ο Ε.Κ. της νεότερης Ελλάδας. Όποια μεταβολή έχει συντελεστεί στο Εποπτεύον Υπουργείο έχει γίνει συνολικά για όλα τα Ερευνητικά Κέντρα μαζί με την ΓΓΕΚ (πχ., έχει γίνει επανειλημμένως αλλαγή εποπτεύοντος Υπουργείου από το Υπ. Παιδείας στο Υπ.Ανάπτυξης και το αντίστροφο αλλά με ταυτόχρονη μεταφορά ολόκληρου του Εθνικού Ερευνητικού ιστού της χώρας και της ΓΓΕΚ και όχι μεμονωμένων Ερευνητικών Κέντρων). Απόσπαση από την Γ.Γ.Ε.Κ. και μεταγωγή σε άλλο Υπουργείο έχει γίνει μόνο για το ΕΔΥΤΕ, που όμως είναι Τεχνολογικός Φορέας και όχι Ε.Κ., και ως εκ τούτου έχει εντελώς διαφορετική αποστολή και λειτουργία. Μάλιστα η υπαγωγή του έγινε στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης με το οποίο έχει απόλυτη συνάφεια. Το Ε.Α.Α. είναι το πρώτο ερευνητικό κέντρο της Ελλάδας με ιστορία 181 ετών που συνυφαίνεται με την ίδια την ιστορία του νεότερου Ελληνικού Κράτους, και η απόσπαση του από τον Εθνικό Ερευνητικό Ιστό και από το αρμόδιο για την έρευνα Υπουργείο και Γενική Γραμματεία θα αποτελούσε γεγονός με ιδιαίτερα αρνητικό πρόσημο, σε θεσμικό, ιστορικό, ακόμα και σε σημειολογικό επίπεδο
Βασική αρχή χρηστής δημόσιας διοίκησης είναι να μην επιβάλλονται δραστικές αλλαγές σε θεσμούς/φορείς/νομικά πρόσωπα που βρίσκονται σε πορεία ανάπτυξης:
Είναι τεκμηριωμένο ότι πρέπει να αποφεύγονται αμφίβολης αποτελεσματικότητας δραστικές αλλαγές, με άγνωστο τελικό πρόσημο, σε ένα θεσμό ή ένα νομικό πρόσωπο όταν ήδη λειτουργεί αναπτυξιακά και αποδοτικά, γιατί είναι σχεδόν βέβαιο (και έχει αποδειχτεί πολλάκις στην πράξη) ότι το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό. Όταν δε πρόκειται για ιστορικό θεσμό, αναγνωρισμένο πανελλαδικά και διεθνώς, όπως το Ε.Α.Α. η ευθύνη για μια τέτοια εξέλιξη είναι δραματικά μεγάλη και ιστορικών διαστάσεων. Πέραν αυτού, ορίζεται ρητά στον Ν. 4622/2019 περί επιτελικού κράτους κλπ., ότι η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση οφείλει να λειτουργεί βάσει των αρχών της καλής διακυβέρνησης και της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Αποτελεί μοναδική “πρωτοτυπία” σε Ευρωπαϊκό επίπεδο:
Όλα τα Αστεροσκοπεία της Ευρώπης εποπτεύονται από τα καθ’ύλην αρμόδια Υπουργεία (Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας, Τεχνολογίας ή και Επιχειρηματικότητας – ανάλογο με το Υπ. Ανάπτυξης), είτε άμεσα (όπου τα Αστεροσκοπεία είναι ανεξάρτητοι οργανισμοί), είτε έμμεσα (όπου τα αστεροσκοπεία ανήκουν σε Παν/μιακες ή κεντρικές ερευνητικές δομές). Μερικά παραδείγματα παρουσιάζονται στον κάτωθι πίνακα.
Η Ελληνική Επιστημονική κοινότητα διαφωνεί με την αλλαγή του εποπτεύοντος Υπουργείου:
Με την υπαγωγή του Ε.Α.Α. στο Υ.Κ.Κ.Π.Π διαφωνούν με έγγραφες δηλώσεις τους ή με επιστολές προς την Πολιτική ηγεσία ή και με άρθρα τους στον ημερήσιο τύπο,
το ΔΣ του Ε.Α.Α.,
το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (Ε.Σ.Ε.ΤΕ.Κ.),
η Σύνοδος Προέδρων Ερευνητικών Κέντρων,
Ακαδημαϊκοί,
η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (Ε.Ε.Ε.),
η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Ερευνητικά Κέντρα,
Σύλλογος Ερευνητών και Εργαζομένων του Ε.Α.Α. και άλλων Ερευνητικών Κέντρων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου